Το παρακάνω, εξαντλώ τα όρια μιας κατάστασης όσο δεν πάει άλλο. Προφ η έκφραση συσχετίζεται με το είπανε του τρελού να χέσει κι αυτός ξεκωλιάστηκε.

Το έχω παραχέσει με τη σκατολογία και μάλλον σταματάω εδώ.

O dj το παράχεσε (από Jonas, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Από το επιτατικό συν + την λέξη σκατά. Μεσ' τα σκατά, γεμάτος σκατά. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

  1. Πάλι σύσκατο το έφερες το μικρό ρε Νάνσυ; Μόνη σου δεν μπορείς να του αλλάξεις την πάνα ποτέ;

  2. Μια φορά του είπα και γω να με βοηθήσει στο κονέ με το γραφείο του υπουργού κι αυτός τα έκανε σύσκατα, ρεζίλι έγινα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάσταρδος, όπως είναι μπάσταρδο και το έρμο το μουλάρι. Παλιά καλή βρισιά. Γεμίζει ο στόμας πάντως όταν το λέμε.

Θηλυκό δεν έχει (χα!), έχει όμως ουδέτερο, το μούλικο.

Τι το κοκαλώνεις ρε μούλο, οι άλλοι έχουν στοπ ρεεεεεεεεεεε!

mulata στο rio (από dryhammer, 15/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το πολύ ίσιο (και μάλιστα από τη φύση του ίσιο) αντρικό ή γυναικείο μαλλί. Συνήθως ξανθό και όχι πάρα πολύ χοντρότριχο, ούτε πολύ πυκνό, καλής όμως ποιότητας, γυαλιστερό, δεν πουτσοτριχίζει εύκολα, θέλει όμως συχνό λούσιμο γιατί λαδώνει την επομένη κιόλας. Χαρακτηρίζει κυρίως τους προερχόμενους από τις βόρειες χώρες, αλλά και -εν μέρει- από τις ΗΠΑ. Κανένα μαλλί δεν μπορεί να γίνει τόσο ίσιο με τεχνητό τρόπο.

Τα εξίσου πανέμορφα, ίσια και βαριά, μαύρα μαλλιά των προερχομένων από την Ανατολή (γυναικών), δεν λέγονται έτσι. Μάλλον γιατί το «πράσο» παραπέμπει σε κάτι το λεπτό και ανοιχτόχρωμο.

- Ωραία μαλλιά!
- Από πότε σου αρέσει το μαλλί πράσο, πάντα μου έλεγες ότι σου αρέσουν οι κατσαρομάλλες, κατάλαβα, μου λες με τρόπο ότι θέλεις να τα ισιώνω...
- Μα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιλιβήθρας (ή «η τσιλιβήθρα», κι ας μιλάμε για το αρσενικό) είναι ο μικροκαμωμένος και αδύνατος άντρας, συνήθως με νευρώδες και γυμνασμένο σώμα. Πολλοί αλητάμπουρες είναι τσιλιβίθρες.

Νομίζω ότι δεν λέγεται για γυναίκες, παρά την αντίθετη άποψη του Τριανταφυλλίδη (βλ. παρακάτω).

Η λέξη προέρχεται από την τσιλιβήθρα. Ο Τριαντάφυλλος μας εξηγεί:

τσιλιβήθρα η [tsilivíθra]:
1. (οικ.) είδος μικρού ωδικού πτηνού· σουσουράδα. 2. (μτφ., οικ.) για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο, συνήθ. για παιδί ή για γυναίκα.

Παρά την δόκιμη γραφή με -ή-, απαντάται πιο συχνά ως «τσιλιβίθρα», ίσως γιατί το -ί- δίνει την αίσθηση του πιο αστείου, πιο μικρού κλπ.

  1. Εγώ ψηφίζω GeorgeZ750 γιατί είναι παλιός (και γιατί είναι τσιλιβίθρας και έχει καλύτερη αναλογία κιλών-ίππων).

  2. Ειμαι τσιλιβιθρας ρε! φυσαει και με παιρνει ο αερας! Τα καλυτερα μου χρονια ηταν στα 15 μου... ημουνα γυρως στα 84 κιλα

  3. στο γυμναστήριό μου ένας πιτσιρικάς είναι φέτες μεν αλλά τσιλιβίθρας

(όλα τα παραπάνω από μπλογκζζζζ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκική γελοιοποίηση ή ακόμα ακόμα (sic) και γαλλοποίηση της έκφρασης «ως εκ τούτου».

Η έκφραση ενοποιείται και επίσης τονίζεται στο τέλος, αφενός θυμίζοντας το τουτού και ηχώντας λίγο σαχλά και παιδικά, αφετέρου μοιάζοντας με γαλλική έκφραση (χρειάζεται δε και την κατάλληλη πγοφογά), οπότε παίρνει μια αύρα επισημότητας και καλά.

Σλανγκασίστ: Βράστας

Είμαι πολύ κουγασμένη... Ωσεκτουτού, αγάπη μου, λέω το βγάδυ να μείνουμε μέσα.

Ωσεκtautou (από Vrastaman, 05/08/09)Τουτου (από Vrastaman, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σε απεξάρτηση ναρκομανής που κατέφυγε στον Ο.ΚΑ.ΝΑ. ή ο εργαζόμενος θεραπευτής εκεί.

Η χρήση του όρου δεν είναι πάντοτε ειρωνική.

  1. Οι κάτοικοι της περιοχής έχουν θέμα με τους οκανάδες και θέλουν να το κλείσουν το μαγαζί.

  2. (αυτοαναφορικόνε) Ελπίζω ο Μαυρόγιαννος να μην το πήρε με την πρώτη έννοια όταν είπα ότι πιθανόν να είναι οκανάς.

  3. Τι ακριβώς θες σήμερα; Να πάρεις την καθημερινή σου δόση;
    Δεν είμαι ο διαδικτυακός ΟΚΑΝΑς μανδάμ!
    (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Μπω Μπρυμέλ (Μπο Μπρυμέλ, Μπω Μπρυμμέλ ή Μπω Μπρουμέλ ή Μπο Μπρουμέλ, ή Μπο Μπριμέλ, τέσπα ο Beau Brummell, ο ωραίος Μπράμελ που γαλλοποιήθηκε και γι' αυτό τον γνωρίζουμε ως Μπρυμέλ, 1778-1840), ήταν Άγγλος αυλικός, δανδής, κολλημένος με το ρούχο (έκανε, λέει η Βίκυ, πέντε ώρες για να ντυθεί), μόδιστρος, λάτρης των φουλαριών, των προ-γραβατών, αυτός που τέσπα οδήγησε, κατά την Βίκυ πάντα, την αντρική μόδα στο σημερινό κοστούμι με γραβάτα, παρόλο που ο ίδιος τα φαντάστηκε αρκετά πιο φραμπαλάτα τα πράματα. Πέθανε από σύφιλη (κλασικά), εξόριστος στη Γαλλία, καταχρεωμένος (κλασικά).

Το όνομά του έχει χρησιμοποιηθεί για εστιατόρια, κέντρα, ροκ μπάντα, η ζωή του έχει γίνει ταινία ουκ ολίγες φορές, μέχρι και όπερα. Στο ελλαδιστάν έχουμε το σικάτο εστιατόριο Beau Brummel στην Κηφισιά, φυσικά με ένα -l...

Το όνομά του συνδυάστηκε απόλυτα με την έννοια του δανδή. Λέμε λοιπόν Μπω Μπρυμέλ τον «ωραίο της παρέας» (όπως πρότεινε ο σλανγκονονός Μπούμπις), κάποιον δηλαδή πραγματικά ή δήθεν γόη, γαμίκο, δανδή, σωραίο, ποζερά.

Ο BuBis το πρότεινε «Μπο Μπρουμέλ», αλλά προτίμησα την παλιά γραφή (απλουστεύοντάς την κατά ένα -μ-), διότι μου κάνει πολύ πιο τσ-ξςςςς!... έτσι.

  1. Πω πω τι Μπω Μπρυμέλ έχεις γίνει ρε πστ! Δυο ώρες στέκεσαι σα χάνος μπροστά από την ανοιγμένη ντουλάπα και πάλι γκρινιάζεις ότι δεν έχεις τι να φορέσεις; Δεν μας τα είχες πει αυτά όταν σε γνώρισα... Άντε πάμε να φύγουμε, πάλι τελευταίοι θα φτάσουμε... Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα... Θες να κάνουμε εμφάνιση, ε, αυτό είναι; Θα έχει εκεί τίποτα νόστιμες;

  2. Έλα, κάνε τώρα ένα search για Τσοχατζόπουλος Μπρούμελ και συμπλήρωσε το λήμμα. Ο Τσοχατζό ήταν χρόνια γνωστός ως «ο ωραίος Μπρούμελ του συγκροτήματος». Φαντάζομαι ότι σου διέφυγε...
    (ΠΜ που μου έστειλε ο Πονηρός μόλις έβγαλα το λήμμα στο κλαρί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πιστή στην φροϋδική θεωρία περί γλώσσας λανθάνουσας, θεωρώ ότι ουχί τυχαία η αρχιδίλα αναρτήθηκε με κεφαλαίο Α- στο Δ.Π. από τον συνάδελφο συσλανγκιστή BuBis, πλην αλλ' όμως οφείλω να την υποβιβάσω και να την αναρτήσω στο καλό με μικρό, πρώτον επειδή, εκτός εξαιρέσεων, δεν δεχόμαστε κεφαλαία εμείς εδώ στο σλανγκρ, δεύτερον επειδή, ε, όσο και νά'ναι, η αρχιδίλα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μουνίλα κι ας ανήκει στο ισχυρό φύλο. Καλό γι' αυτήν.

    Την αρχιδίλα λοιπόν γνωρίζουν καλά όσες γυναίκες έχουν κατέβει χαμηλά σε αυτή τη ζωή, έχουν δηλαδή φτάσει εκεί όπου ο άντρας δεν μπορεί να σκύψει άλλο. Αυτά, βέβαια, υπό Κ.Σ., καθότι ως γνωστόν υπάρχουν και άντρες που έχουν βρεθεί εκεί, καθώς και γυναίκες που δεν βρέθηκαν ποτέ και ούτε πρόκειται (λεσβίες, αγάμητες, ξενέρωτες, πουτσοφοβικές, οι μαμάδες μας οι καημένες πολύ πιθανόν, και άλλες).

    Η αρχιδίλα είναι μια ύπουλη οσμή που δεν εντοπίζεται εξ' αποστάσεως. Μπορεί βέβαια να περάσει στο τζην που έχει να πλυθεί κάτι βδομάδες, αλλά και πάλι είναι ακαθόριστο το αν πρόκειται περί αρχιδίλας ή περί της γνωστής μπόχας του ρούχου αυτού όταν έχει τσακωθεί με τα σαπούνια.

    Είναι μια διακριτική, θα λέγαμε, μυρουδιά, η οποία όμως σε ξεγελάει, διότι τελικά μένει στα ρουθούνια σου. Δεν είναι απαραιτήτως προϊόν απλυσιάς. Τα καημένα τα αρχίδια, ναι, αυτά τα ανεξάρτητα κρατίδια επί του αντρικού σώματος, που κινούνται αργά ωσάν τον σαλίγκαρο, αλλά ταυτοχρόνως αλλοπρόσαλλα και ακατάπαυστα, ανεξαρτήτως του αν ο φέρων αυτά είναι έγκαυλος ή όχι (πολύ αστείο πράμα αυτό ομολογουμένως), τα αρχίδια λοιπόν δεν είναι κάτι το βρωμερόν και τρισάθλιον, δεν εκκρίνουν τίποτε το δύσοσμο, δεν μαζεύουν τυρί τόσο εύκολα όσο ο πέοντας, έχουν όμως την ατυχία να βρίσκονται στα σκοτάδια του Ερέβους και κει μέσα δεν αερίζονται όπως θα έπρεπε. Στριμώχνονται από στενά παντελόνια και σκληρά συνήθως υφάσματα, ζουλιούνται από τις ραφές, υπερθερμαίνονται από το καθισιό ή την καθιστική εργασία (και εκδικούνται ωσεκτουτού τον άντρα με στειρότητα), άρα επομένως συνεπώς όλο και αναδίνουν κάποια παραπανίσια μυρουδιά. Ακόμα και μετά το σαπούνι, παρόλο το διακριτικό της οσμής τους, την καταλαβαίνεις.

    Έχει κάτι από τη μυρουδιά του σπέρματος, κάτι από τη μυρουδιά του δέρματος, είναι ήσυχη και υπόκωφη, τεσπα είναι ακαθόριστη και ανάμικτα συμπαθητική και απωθητική. Προσώπικαλυ δεν έχω ιδέα τι γίνεται με την περίπτωση των αποτριχωμένων αρχιδιών, η ζωή δεν μου έχει διδάξει τόσα... Κάποιος /-α όμως που πιθανόν να ξέρει ή να έχει ακούσει, παρακαλώ να μας πει αν μυρίζουν το ίδιο ή όχι.

  2. Συνώνυμο της μπακουριάς, του αρχιδόκαμπου.

  1. Πάμε να φύγουμε, πολύ αρχιδίλα μυρίζει εδώ μέσα...

  2. Πάμε να φύγουμε, πολλή αρχιδίλα έχει μαζευτεί εδώ μέσα...

(από nick, 04/08/09)(από nick, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του πρόχειρου. Το λέμε για ρούχα (στον πληθυντικό), για σχολικά τετράδια, κλπ.

Σεσί ν'ε πα σλανγκ, αλλά κάτι προς τα κει μεριά είναι.

  1. Μια φορά δεν έχω δει την κοπέλα αυτή ντυμένη πρόχειρα, όλο τα καλά της φοράει.

  2. Πάλι ξέχασα ο μαλάκας να περάσω από το πρόχειρο στο καλό ένα θέμα και θα με κόψουνε...

(το έχει πάθει η υποφαινομένη, αλλά δεν κόπηκε γιατί ο καθηγητής της ήξερε τι ούφο είχε για μαθήτρια)

Got a better definition? Add it!

Published