Ο μπούλης, ο μπούας, ο φλώρος, αλλά και ο αγαπητός μας συσσλανγκιστής BuBis.

Όλ' αυτά τα καλολογικά δεν έχουν να κάνουν τόσο με την εμφάνιση, όσο με την έλλειψη σπιρτάδας ή την βαρυθυμία και το ξενέρωτο των εν λόγω ατόμων -εκτός του τελευταίου...

- Βρε Μαριάνθη μου, πώς τον έκανες έτσι τον γιο σου, μια χαρά αγοράκι ήτανε και τώρα είναι σκέτος μπούμπης ένα πράμα... Άσ' τονε λίγο να ξεκολλήσει από το βρακί σου...
- Ε τι, ελεύθερος είναι, όπου θέλει ας πάει. Εγώ τον κρατάω;

κι άλλος μπουμπης... (από BuBis, 08/07/09)και γαμώ τα λήμματα! Μπράβο! (από BuBis, 18/07/09)(από BuBis, 18/08/09)(από GATZMAN, 30/09/09)Μα τί λέει ο ορισμός; «Έλλειψη σπιρτάδας», «βαρυθυμία» και «ξενέρωτο»;... Γιά να παίξει το βίντεο παρακαλώ. (από vikar, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι σε φάση σάπινγκ, σε φάση αποσύνθεσης. Δεν κάνω τίποτα, όλη μέρα ραχάτι, το σώμα σε πλήρη ακινησία, ταβανοθεραπεία κιέτσ'.

Επίσης: κοιμάμαι πολύ βαθιά και πολλές ώρες.

- Ξεκουράστηκες λιγάκι;
- Σάπισα, δεν ξεκουράστηκα απλώς... Τέσσερις ώρες κοιμήθηκα για απόγευμα, λήθαργος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την αράζω, ξαπλώνω την αρίδα μου, απλώνω την κορμάρα μου πάνω σε κάτι οπωσδήποτε αναπαυτικό και οριζόντιο.

Βλ. και καναπές.

- Πάω τώρα να την ξαπλαρώσω λίγο γιατί δεν αντέχω άλλο. Τα λέμε σε κανα μισάωρο.
- Καλά, κατάλαβα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βρίζω. Συνηθισμένη έκφραση: «αρχίζω / πλακώνω κάποιον στα στολίδια». Συνώνυμα: μπινελικώνω, μπινεκίλια, (ξε)χέζω / χεσίδια, κλπ
  2. Δέρνω άσχημα, πλακώνω.
  3. Λερώνω (κυρίως με εμετό).

(ασίστ Nick)

  1. - Πού είναι ο Μάκης, μέσα πάλι;
    - Ε κλασικά. Τράκαρε ο γκαντέμης με έναν λίτη, τον άρχισε στα στολίδια, και τον μπαγλαρώσανε.

  2. - Ρε τι σου 'κανε ο Μήτσος και του στόλισες τη μούρη έτσι ωραία;
    - Μου είπε «πώς είσαι έτσι ρε».

  3. Η Ελενίτσα, χθες που βγήκαμε, ήπιε τον κώλο της και όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο να την πάω σπίτι, στην πρώτη στροφή με στόλισε κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που υποδεικνύει ότι αυτό που λέμε, κάνουμε ή συμβαίνει είναι απολύτως αναμενόμενο και αδιαμφισβήτητο, ή εντελώς τελείως μη πρωτότυπο.

Συναντάται και ως «κλασικά εικονογραφημένα» και το λένε οι παλιότεροι, αυτοί που πρόλαβαν να διαβάσουν κλασική λογοτεχνία στη σειρά κόμιξ με αυτόν τον τίτλο, πχ τους 3 σωματοφύλακες και άλλα που έβγαζε ο περίφημος Πεχλιβανίδης.

  1. - Πάλι χάπια;
    - Ε, κλασικά.
    - Γιατί; Πονάκια πάλι;
    - Κλασικά. Στα έντερα.

  2. Μη με ρωτήσεις τι έγινε χθες που μαζευτήκαμε στης Αλεξίας... Κλασικά εικονογραφημένα: ο Μάκης τσακώθηκε πάλι με την Ανίτα, μετά ξέσπασε πάλι κουβέντα περί σχέσεων, πάνω κει τσακώθηκαν ο Σούλης με την Κατερίνα, και κλασικά εγώ έφυγα πρώτη κατά τις 3...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η θάλασσα, το ανοιχτό πέλαγος.
  2. Ο Πειραιάς για τους Αιγινήτες.
  3. Η φυλακή ή το τρελάδικο.
  1. Η κυρα-Σούλα όλη μέρα είναι μόνη, ο άντρας της είναι μέσα και ψαρεύει.

  2. Σήμερα θα λείπω, θα πάω μέσα για δουλειές.

  3. – Με τις μαλακίες που κάνεις θα σε κλείσουν μέσα στο τέλος.
    – Πού, στον Κορυδαλλό ή στο Δρομοκαΐτειο;

-20 χρόνια ήμουν μέσα. -Λαϊκή, Εθνική, Αγροτική, Πίστεως κι έτσι δικέ μου; Φτηνά την έβγαλες ρε φίλε! Εδώ κότα κλέβεις και πας απόσπασμα αμα λάχει ναουμ! (από Hank, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βλέπω να έρχεται το κακό το μαντάτο, I can feel it coming in the air tonight, που έλεγε και ο Φιλ, τα βλέπω τα αναπόφευκτα μπλεξίματα από τα οποία δεν θα ξεμπερδέψω εύκολα.

  1. - Μαλάκα, έχω ένα σακουλάκι μαροκάνικο άλλο πράμα, μη ρωτάς πού το βρήκα, πάμε να κάνουμε κανα βέρι να κονομήσουμε κάνα ψιλό;
    - Δε θες πολύ ακόμα για να μπλέξεις για τα καλά μεγάλε, έτοιμος είσαι, τη βλέπω τη δουλειά...

  2. (εσωτερικό, αυτοαναφορικό κλπ)
    Τη βλέπω τη δουλειά, ο Βράστα θα με μπολντάρει, εγώ θα με ξεμπολντάρω, ο Βράστα θα με ξαναμπολντάρει, εγώ θα με ξαναξεμπολντάρω, έτσι θα πάει, μέχρι τελικής πτώσεως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εισιτήρια για κάπου όπου δεν θέλουμε να πάμε, ή αυτά που φτύνουμε αίμα για να αποκτήσουμε.

Τέσσερις ώρες περίμενα στην ουρά για τα γαμολοσιχτίρια, ε μπάφιασα κι έφυγα, στο διάλο και η συναυλία και όλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η γαμιόλα παρτόλα. Αυτή που τους παίρνει με ταχύτητα απανωτών πυροβολισμών, λέμε τώρα...

Ασίστ Νick.

- Χθες πήγε ο Μάκης την Τζέσικα στης μάνας του να τη γνωρίσει...
- Καλά, μαλάκας είναι; Αυτή τη γαμισομπιστόλα της πήγε; Χαθήκανε τα κοριτσάκια;

(από nick, 16/06/09)(από nick, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μειωμένο εισιτήριο για τους φοιτηταί.

Ασίστ Νick.

Καλά ρε πούστη, εξήντα χρονώ κοντεύεις και μπορείς και βγάζεις φοιτητήριο; Δεν σ' έχουν πιάσει με το πλαστό πάσο ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified