Η αποθέωση της γυναικείας παρακμής.

Υπάρχουν λογιώ-λογιώ γριές. Οι «γραίες 30 ετών» (Ροΐδης), οι γριές, οι γριές, οι γιαγιές, οι γιαγιές,, οι θεούσες, οι θειόκες, οι μπαμπόγριες, οι τσατσόγριες, οι σκατόγριες, οι κακόγριες, οι κωλόγριες, οι ξεκωλόγριες.

Οι τελευταίες ενίοτε σχετίζονται και με το ξεκωλόσημο, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία των γυναικών που, στο άνθος της ηλικίας τους, έκαναν τατού παντού και τώρα είναι γεροντοχίπισσες, δηλαδή λείψανα της εποχής των λουλουδιών, και φέρουν απάνω τους αυτά τα περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα να κλαις. Διατηρούν και όλο το παλαιορόκ στυλάκι, προς τιμήν τους ίσως, αλλά είναι πάνθλιψη να τις βλέπεις.

Ξεκωλόγρια είναι και η γριά τσατσά που φαίνεται από χίλια μίλια ότι κάποτε τον έπαιζε στα δάχτυλα μα τώρα της έχει μείνει η μνήμη της εμπειρίας, η πικρία απέναντι στη ζωή και η καρακιτσάτη εμφάνιση.

Ξεκωλόγριες λέμε και νεότερες γυναίκες, πενηντάρες περίπου, οι οποίες είναι πουρές με τα όλα τους, αλλά το παρακάνουν και γίνονται γελοίες, γουτσίζοντας συνέχεια, φορώντας πιπινίσια φουστάκια, ή, αντιθέτως, είναι λυσσάρες και καυλιάρες -ακόμα πιο θλιβερό όταν εμφανισιακά δεν τις παίρνει.

Τέλος, ξεκωλόγρια ορίζεται και η πιο δύστυχη μερίδα των γυναικών, γυναίκες τρελλές που περιφέρονται στους δρόμους σε άθλια κατάσταση πλην αλλ' όμως με προκλητική εμφάνιση, που παραμιλούν, που κατουράνε όρθιες, που είναι ψιλοάστεγες ή κοντεύουν, που αποτελούν τον περίγελω των άλλων (στην περίπτωση αυτή κολλάει καλύτερα το Ξελωλόγρια), και που ουδείς γνωρίζει πού και πώς καταλήγουν -σε κανα νεκροτομείο στα αζήτητα, για ιατρικά πειράματα ή μάθήματα ανατομίας, όπως πολλοί άστεγοι.

- Πω πω φίλε μου, τι έπαθα, με πήγε να γνωρίσω τη μάνα της και σκάει μύτη μια ξεκωλόγρια ... μού 'φυγε το κλανίδι!
- Καλή; καλή;
- Τι καλή ρε μαλάκα, τέρας, σταφιδιασμένη, καραβαμμένη, μες τη σιλικόνη, τα λεοπαρδαλέ, τα χρυσάφια και τα στολίδια, το νύχι να, αλκοόλα, πειραγμένη σου λέω, δεν ήξερα από πού να φύγω!

rock me hard (από cristoval, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Καταστρέφω, αχρηστεύω.
  2. Αποκαλύπτω πρόωρα.
  3. Τρελαίνομαι
  4. στον αόριστο μόνο: χρησιμοποιείται ως απειλή (συνώνυμα: τη γάμησες, την έβαψες, την έκατσες), που πιθανόν να βαστάει από τα χρόνια της Ιεράς Εξέτασης όταν έκαιγαν τις μάγισσες και τους κακοί στην πυρά...
  1. Τό 'καψε ο πατέρας σου το αμάξι. Δεν τον άκουγες τι φασαρία έκανε για να το ξεπαρκάρει σήμερα το πρωί;

  2. - ...και στο τέλος τον σκοτώνει και παντρεύονταιαιαιαι...
    - Ε ρε μαλάκα, την έκαψες την ταινία, τι μου λες το τέλος της; Τι θα πάω να δω εγώ τώρα;

  3. - Είδες μια ξεκωλόγρια που τραγουδούσε σήμερα στους μπάτσους «κάτω στο γιαλό κάτω στο περιβόλι», «νεραντζούλα φουντωτή» κλπ;
    - Α η κυρία Ειρήνη είναι αυτή. Τό 'χει κάψει τελείως, χρόνια τώρα.

  4. Κακομοίρα μου, μην του πεις κουβέντα απ 'όσα σού 'πα, κάηκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «δουλειά», ο μπελάς, ή κάτι απλώς βαρετό και μονότονο. Προφανώς από τη λέξη φάμπρικα που σημαίνει εργοστάσιο, είτε ως μεγάλη επιχείρηση ή ως βαριά και βαρετά επαναλαμβανόμενη εργασία.

συνώνυμα: βιολί, τραβάγια, μανίκι (σημασία 1)

  1. Άσε, μου άνοιξε μια φάμπρικα... Έφυγε για ταξίδι, και καλά επαγγελματικό, και μου παράτησε τη μάνα της άρρωστη να τη φροντίζω. Τα έχω δει όλα, η γριά με έχει τρελλάνει...

  2. Ο Σάκης έχει κολλήσει πάλι με τη Στέλλα και όλο γι' αυτήν μιλάει, μια τσόλι την ανεβάζει, μια ψυχοπουτάνα την κατεβάζει, πιάσαμε φάμπρικα πάλι, σου λέω...

Η φάμπρικα δουλεύει όλη μέρα! (από Hank, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το θρασύ και απροκάλυπτο κατούρημα, κυρίως όταν είναι μεγάλης ποσότητας και συνοδεύεται από ιδιαίτερα επιθετική οσμή.

  1. Χθες, στο πάρτυ, η Τζένη με πήρε μαζί της έξω στον κήπο και έριξε μπροστά μου μια κατρούλα άλλο πράμα, δε χαμπαριάζει χριστό αυτή η γκόμενα...

  2. Πάνω που είχα πλύνει το αυτονίκητο και το είχα κάνει τζιζί, έρχεται ο σκύλος μου και του ρίχνει μια κατρούλα στη ζάντα, τό 'καψε μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Η μεγάλη παλιόπουστα. Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον μεταφορικά. Στην κυριολεξία είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

  1. - Μεγάλη γαμιολόπουστα ο Κωστάκης... είδες τι μού 'κανε; Μου είπε ψέματα ότι δεν τα έχει με την Αλίκη ώστε να τσιμπήσω και να της την πέσω και τώρα κάνει ότι δε μου μιλάει. Δεν είχε τ' αρχίδια να μου πει κατά πρόσωπο να ξεκόψω μαζί του...

  2. - Χα, έμαθα ότι ο Νάκης το τυλίγει το ντολμαδάκι...
    - Καλά τώρα, είναι χρόνια γνωστό ότι είναι Η γαμιολόπουστα... Ολκής, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Η επίμονη, από την πλευρά κάποιου άλλου, επανάληψη μιας κουβέντας (συνήθως συμβουλευτικής) ή πράξης (ενοχλητικής).

σχετικά: τροπάριο, αμανές, τραγούδι, μπίρι-μπίρι, κά.

  1. - Κόφ' το αυτό το βιολί επιτέλους, με ζάλισες από το πρωί... εντάξει, θα πάω να ζητήσω συγνώμη στη Μάρθα, αλλά όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή.

  2. Νέο βιολί βρήκαμεεεεε... Ο από κάτω, κάθε βράδυ πριν να πέσει για ύπνο παίζει μια παρτίδα τάβλι με τον εαυτό του και μου σπάει καβλί, ακούγεται λες και το έχω δίπλα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τα πράγματα είναι τόσο χάλια που το κοροϊδεύουμε και προσποιούμαστε ότι όλα είναι μια χαρά.

- Ρε συ τι κάνει εκείνος ο Αλέξης, τον χάσαμε...
- Δεν τά 'μαθες; Γάμησέ τα, πέθανε ο πατέρας του, σκοτώθηκε ο αδερφός του σε αυτοκινητιστικό, ρίξανε φόλα στον σκύλο του, χώρισε με τη γκόμενα, χρωστά κάτι μυριάκια στις κόκες, έχασε τη δουλειά του, τράκαρε μετωπική και τώρα είναι στο νοσοκομείο... Μια χαρά χάλια δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι που φταίει το κλίμα, η διατροφή, το βάρος της Ιστορίας, τα 400 χρόνια υπό τον τουρκικόν ζυγόν, το άριον της φυλής μας, τα νεφελίμ, τι διάολο άλλο δεν ξέρω, αλλά η εθνική μας ταυτότητα προσδιορίζεται με γνώμονα αυτή την πάνσοφη ρήση. Γιατί, βρε παιδί μου, καλό είναι το να κάθεσαι και να μην είσαι όρθιος ή να μην καταπονείς το σώμα σου με σωματικές εργασίες, δε λέω, αλλά να, πιάνεται η μέση, ο αυχένας, μουδιάζει η ουρά, οι γοφοί, τρίζουν τα κόκκαλα όταν σηκώνεσαι, παθαίνεις μια αγκύλωση γενικώς, πράγμα που ουδέποτε συμβαίνει στο κρεββάτι, σε αυτή την άψογη ανθρώπινη επινόηση που σε τραβά σαν τον μαγνήτη και σε επαναφέρει στο λίμπο της εποχής όπου μεγάλωνες στην κοιλιά της μάνας σου. Εξάλλου το να είσαι ξαπλωμένος δεν σημαίνει ότι τεμπελιάζεις. Στο κρεβάτι μπορείς να κάνεις τα πάντα: να μελετήσεις, να γράψεις, να δουλέψεις στον Η/Υ, να φας, να πιεις, να κοιμηθείς, να γαμήσεις, να γαμηθείς, να δεις τηλεόραση, βίντεο, να ακούσεις ραδιόφωνο, να μιλήσεις στο τηλέφωνο, μόνο για κατουροχέσιμο πρέπει να σηκωθείς, για μαγείρεμα, για ψώνια, για να πλυθείς και κάποτε. Αυτό είναι όλο. Α, και για διακοπές.

Γύρισα… γύρισα και δεν έχω να σας γράψω για τίποτα. Οι διακοπές τέλειες όπως θα πρέπει να είναι οι διακοπές για τον καθένα. Οι δικές μου ήταν ήρεμες. Δεν έβλεπα την ώρα να φύγω για να λιώσω στην ξάπλα… ή για να είμαι ακριβής δεν έβλεπα την αιώρα! Ναι, ναι όπως το ακούτε δεν έβλεπα την αιώρα να φύγω, γιατί σε μία αιώρα την έβγαλα όλο το καλοκαίρι και σε μία πετσέτα στην παραλία… άντε και στον καναπέ της γιαγιάς. Γιατί αγαπητοί φίλοι μου όπως λέει και η γιαγιά μου («τι άτομο και αυτή) «καλό το καθισιό μα σαν την ξάπλα…»

ιντερνετικόν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαγκάκι, είτε ωθέντικ ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φινιστρίνι.

- Πολύ σκληράδι ο Τάκης ρε παιδάκι μου... Δε μιλάει, δε γελάει, δεν κουνιέται, δεν απαντάει, δεν κοιτάει, τι θέλει επιτέλους;
Τάκης:
- Να βουλώσεις θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη μαλακία, χοντρή γκάφα, άγαρμπη κίνηση, άκομψη κουβέντα, απότομη έκφραση, κάτι το χοντροκομμένο τέλος πάντων, όχι ντε και καλά προσβλητικό (μπορεί να είναι και χαριτωμένο), το οποίο κάνουμε ή λέμε από αφηρημάδα ή από έλλειψη τακτ.

Έχει λιγότερο αρνητική χροιά από την αρχιδιά.

- Πάλι τις πουτσιές άρχισες; - ...
- Όλο το βράδυ δεν έβγαλες άχνα, κούναγες το πόδι σου συνέχεια και κοιτούσες τα παπούτσια σου. - ...
- Πόσες φορές σου έχω πει να μη δείχνεις στη Στέλλα ότι δεν την χωνεύεις; - ...
- Ε αδελφή μου είναι, τί να κάνω...
- ...

Πουτσιά (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published