Τοπωνύμιο φανταστικού τόπου της ευρύτερης περιφέρειας του αγύριστου που προτείνουμε σαν ιδανικό προορισμό ή μόνιμη κατοικία ατόμων και εν γένει καταστάσεων που μας ταλαιπωρούν.

Άντε στα τσακίδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεκτικό υβρίδιο εκ του ελληνικού «λιώμα» και του αγγλικού «lost».

Περιγραφικό καταστάσεως κλασμεντέν.

- Λιοστ, ρε πούστη μου...
-Έαε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχολιασμός αποτυχημένης ενέργειας / προσπάθειας ή αμέλειας οικείου προσώπου με σαφές σεξουαλικό υπονοούμενο, ταυτόσημος του δημοφιλέστατου ''παρ' τ' αρχίδια μου'' (συνήθως άμεσος και με δόση κακεντρέχειας), συνοδευόμενος από ενδεικτική κίνηση του ενός ή και των δύο χεριών προς τα γεννητικά όργανα του ομιλούντος.

- Δώσε μου ρε 1000 € και θα στα δώσω τέλος του μήνα... Τα έχωσα στη Svetlana για τον ανάπηρο θείο της που 'χει στο Kievo η δόλια...
- Άρπαχ' τον!

(από pavleas, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά η οποία, για προσωπικούς λόγους του δημιουργού και απελευθερωτή της, τον γεμίζει χαρά και ικανοποίηση που θα κοινοποιηθεί με την παραπάνω φράση στους παρευρισκομένους.

-Αυτή ήταν να την πιεις στο ποτήρι..
-Μας τρέλανες στο κέρασμα.

(από pavleas, 28/01/09)Σε βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας σε πίνω (από GATZMAN, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη (κώλος+βαλβίδα) μηχανολογικής προσέγγισης για τον πρωκτό, το γκρόβερ.

  1. - Θα πάρω τρεις καριόλες μαζί όταν τα κονομήσω και θα τις βάλω
    τη μια να μου παίρνει πίπα ,την άλλη να μου πιπιλάει τ' αρχίδια και την τρίτη να μου γλύφει το κωλοβαλβιδόνι...

  2. - Μου κάηκε το κωλοβαλβιδόνι με τα καυτερά που φάγαμε χτες...

(από pavleas, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντετμημένος συνδυασμός του χαζός και βλάκας στα ποδανά (ως έχει και για τα δύο φύλα).

-Ωραίο γκομενάκι ρε συ αυτή η Ναταλί... (sic)
-Ωραία είναι αλλά λίγο ζόσβλα...

-Ζόσβλα είσαι ρε μαλά...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο: batirmak= βουλιάζω.
Ο απένταρος, οικονομικά κατεστραμμένος, βουλιαγμένος στα χρέη, έχω μπει μέσα με τα τσαρούχια.
Παλαιάς κοπής σλανγκιά που έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον..
Συγγενικά = η μπατίρω, το μπατιράκι.

Μπατίρη με κατάντησες
στους δρόμους να γυρίζω
[κι απόξω από την πόρτα σου
μόρτικα να σφυρίζω.]x2

Παλάτια έχασα πολλά
για τα γλυκά σου μάτια,
[με πλάνεψαν το φουκαρά
και μ' έκαναν κομμάτια.]x2

Μέσα στην τόση συμφορά
οι φίλοι με γελούνε,
[μπατίρη με φωνάζουνε
και με κατηγορούνε.]x2 |

(Β.Τσιτσάνης)

Η Βουγιουκλάκη (Πίπης) ως αλητάκι-μπατιράκι (από GATZMAN, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάφος κορωνίδα της κατηγορίας που οι χασίστες και φουντικοί ονομάζουν «διφυλλάκια».

Αποτελείται από 2 τσιγαρόχαρτα, το ένα κάθετα κολλημένο στην άκρη του άλλου δίνοντας την εικόνα του Τ (και όχι του σταυρού που θα ήταν και λάθος κατασκευαστικά) και με την δέουσα (δις) βεβαίως... γόμωση.

- Φτιάσε ένα ταφάκι ρε για καπάκι...
- Ωραία ιδέα... και δεν το φτιάχνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προΐσταμαι ομάδας θηλυκών σε κατ' οίκον περιορισμό αποτρέποντας την όποια σκέψη για έξοδο.

-Που είναι ο Μανωλάκης;
-Ήρθαν κάτι ξαδέρφες του από το χωριό κι έμεινε να σπίτι να φυλάξει λιβαδομούνι..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναποτελεσματικότητα, νούλα, μηδέν εις το πηλίκειον, ατελέσφορο αποτέλεσμα, γάματα με μεγάλα γράμματα...

- Έκαμες καμιά προκοπή;
- Δε φάνηκε δικέ μου το βέρι, τζίφος..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified