Το καθιέρωσε ο Λαζόπουλος ως γύφτος. Είναι το «γαμώτη- γαμώτο» με λίγα τακ ξενική ή γιούφτικη προφορά. Σε σχέση με το απλό γαμώτο (που δεν έχει καταχωρισθεί!!!), το οποίο είναι πια πασπαρτού και άχρωμο, το «γκαμώτη» δηλώνει λίγο περισσότερο οργή- αγανάκτηση, φιλτραρισμένη όμως με αυτοσαρκασμό στο στυλ του πλάκα κάνω!

Ποιος μου κουλούριασε πάλι το λήμμα, γκαμώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περίπου σαν το φυτό, δηλαδή κάποιος που δεν αντιδρά, που είναι φυτικής διάδρασης με το περιβάλλον. Δηλαδή ένας φύτουκλας, ένας geek. Αλλά κυρίως κάποιος που είναι στην κοσμάρα του, που είναι από άλλο πλανήτη, από μια φρουτοπική κοινωνία, ένα ούφο ή αλλούφο, ή ούφο με σκούφο και με φλογέρα.

  2. Ένας σαπρός καρπός σαπρού δένδρου, δηλαδή ένα μπουμπούκι, ένα περιβόλι, αλλά όλα αυτά με την κακή έννοια.

- Τι φρούτο είναι αυτός ρε παιδάκι μου! Στα Λιντλ τον ψωνίσαμε;
- Άλλο φρούτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η όμορφη αλλά πολύ μελαψή γυναίκα εκ του αθάνατου σήριαλ με Γκλέτσο και Παπαχαραλάμπους του μέγιστου δημιουργού Μανούσου Μανουσάκη. Αν προκαλέσει κερατοβόλο έρωτα μπορεί να μετονομαστεί και σε Κερατώ.

Πρβλ. σκουριά

Πηγή: Κνάσος.

Είμαι ερωτευμένος με μια Ερατώ, σκέτη ηθοποιό του Ψώλλυγουντ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προκαταβολή που δίνουμε μπροστά ως «καπάρο», για να καπαρώσουμε κάτι.

Πηγή: Άψογος.

  1. Λίνα Δημοπούλου. «Ψυχή βαθιά».

Ζητάς πατρίδα μου να μείνω στην παράγκα
Άχρηστη βάρδια σ’ ετοιμόρροπη σκεπή
Τα σύνορά της φυλάω απ’ τον ληστή
Αυτόν που εσύ τον έχεις κάνει μάγκα
Και που μονάχη σου τον άφησες να μπει
Προσφέροντάς του τη ζωή μου για μπροστάντζα
Ζητάς αγάπη μου να γίνω η καβάτζα
Φοβάσαι, χαίρεσαι, πονάς να είμαι εκεί
Να σου ‘χω άγρυπνη συγνώμη και φιλί
Να σε σηκώνω απ’ τις στραβές και τα στραπάτσα
Και να κρατάω την ψυχή σου καθαρή
Όπως τα ρούχα που στεγνώνουν στην ταράτσα
Δε θέλω αλλού να πάω
Εγώ όταν αγαπάω _ είμαι ψυχή βαθιά
Αυτό μου με σταυρώνει
Στ’ αλήθεια με λυτρώνει
Η μόνη σίγουρη στεριά είν’ η καρδιά»

  1. Από το «Παρόν της Κυριακής».

Ο αντιπρόεδρος του Παναθηναϊκού και δικηγόρος Γιώργος Στράτος πήγε στον Παπαλάκη ιδιωτικά συμφωνητικά και υποστήριξε πως τα 815.000 ευρώ τα έδωσαν οι «πράσινοι» στον ΟΦΗ ως προκαταβολή για τους ποδοσφαιριστές Χρυσάφη, Αναστασιάδη και… Σοάρες. Ασχέτως αν ο Σοάρες πήγε στην ΑΕΚ. Δηλαδή ο ΟΦΗ είχε πάρει μπροστάντζα από τον Παναθηναϊκό για τον Σοάρες και άλλη μπροστάντζα από την ΑΕΚ; Και γράφτηκε στο… χιόνι η προκαταβολή. Έχουν μπει τα 815.000 ευρώ στον ισολογισμό του ΟΦΗ και του Παναθηναϊκού; Και γιατί δεν μπήκαν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομοφυλόφιλος που αρνείται να δεχθεί τις ορμές του και ασπάζεται, προκειμένου να τις καταπιέσει, έντονα συντηρητικές ιδέες και αναχρονιστικές απόψεις, είτε επιλέγοντας επαγγέλματα όπως αυτά του ιερέα, του στρατιωτικού, του εισαγγελέα κλπ, είτε επιλέγοντας κόμματα όπως αυτό των Ρεπουμπλικάνων.

Συνώνυμο: ναζιάρης.

Πηγή: lexilogia.gr.

Ακόμη και για τον Χίτλερ λένε ότι ήταν ένας οπισθιοδρομικός ναζιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αλλαγή φύλου εν Καζαμπλάνκα του Μαρόκου, που γίνεται προς την σκληρή κατεύθυνση. Λογοπαίγνιο με το «σκλήρυνση κατά πλάκας», μακριά από μας.

Πηγή: Athens Voice.

Άσε, η καημένη η Μαρία έπαθε σκλήρυνση Καζαμπλάνκας. Τώρα είναι σαν τον Σουγκλάκο!

Μυδασίστ: Σφυρίζων. (από Khan, 22/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άμα κάποιος δεν έχει σχολιαστεί από τον χρήστη του slang.gr sarant στην προσωπική του ιστοσελίδα, η οποία θίγει (μεταξύ άλλων) όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής γλώσσας.

Από το lexilogia.gr εδώ.

- Καλά, έγραψες «Εβραίως γνωστός» κι έχεις μείνει ασαράντιστος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υστερόγραφο που γράφεται από υστερία, ιδίως αν είναι αμέτρητα υστερόγραφα στην σειρά, από έναν ψυχαναγκαστικό επιστολέα.

Πηγή: lexilogia.gr

- Μου έγραψε ένα γραμματάκι ότι χωρίζουμε και μου άφησε από κάτω και δώδεκα υστερόγραφα.
- Α, καλά, υστεριόγραφα. Σε καμιά βδομάδα πάλι εδώ την βλέπω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεξιπλασία που διατηρεί όλο το άρωμα μιας φρέσκιας πορδής.

Το ίδιο το λήμμα «λεξικλασία, η» και πολλά ακόμη στο σάιτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το κλάω = σπάω, σημαίνει τον καινοτόμο δημιουργό που τα σπάει. Επειδή όμως πολλοί απ' αυτούς φτιάχνουν κυρίως αρρωστουργήματα, τελικά είναι πιο πολύ κλάστες!

- Καλά, είδαμε Φασμπίντερ! Φοβερός εικονοκλάστης!
- Ναι, γι' αυτό μριζ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified