Ψευδο-καθαρευουσιάνικη εκφορά του «παλιόπουστας», με υπεραστισμό, κατά το «παλαιοκρασάς» κ.τ.ό. Τον όρο υποστήριξε ο ηθοποιός Μιχάλης Ιατρόπουλος σε εκπομπή της «Ζούγκλας».

(Από μνήμης):
Μάκης Τριανταφυλλόπουλος: Την λέξη «πουστιά» προσωπικά δεν την χρησιμοποιώ για ομοφυλόφιλους, αλλά για δικηγόρους, πολιτικούς, δημοσιογράφους...
Μιχάλης Ιατρόπουλος: Κοιτάξτε, υπάρχουν πολλά είδη ομοφυλοφίλων. Υπάρχει και ο λεγόμενος «παλαιόπουστας»...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάρα πολύ χοντρός άνθρωπος, το κρεοπωλείο η αφθονία.

Πηγή: GATZMAN.

Τι του βρήκε του Επαμεινώνδα το Λαουράκι, αυτός είναι κινητό χασάπικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική προσφώνηση που χρησιμοποιείται όταν έχουμε οικειότητα με κάποιον, αλλά όχι τόσο πολύ, ώστε να τον προσφωνήσουμε μαλάκα με την καλή έννοια.

  2. Ανάλογα με τον επιτονισμό μπορεί να πάρει διαφορετικές σημασίες, όπως και εμφατικό θαυμασμό.

Είναι η original generic προσφώνηση που άνοιξε τον δρόμο για τόσες και τόσες άλλες. Λ.χ.:

Τεχνολογικές: Τρισδιάστατε, τριφασικέ, υπερηχητικέ, ανοξείδωτε, αλκαλικέ, ευρυζωνικέ, ασύρματε, υψηλής ευκρίνειας.

Μεταφυσικές: Ανυπέρβλητε, ακατάβλητε, ανύπαρκτε, απόλυτε, υπερβατικέ, απροσδιόριστε, μέγιστε, τρισμέγιστε, κολοσσιαίε, άσπιλε, άμωμε, άψογε.

Συνήθεις: Άρχοντα, τεράστιε.

Χωροχρονικές: Διηπειρωτικέ, διαπλανητικέ, διαγαλαξιακέ, υπερατλαντικέ, υπερπόντιε.

Και πολλές άλλες. Ασίστ: Άψογος acg.

- Τι είπες ρε μεγάλε!
- Ναι, ρε αλκαλικέ!
- Όπα ρε τρισδιάστατε!
(Αντίστροφο βρις-οφ).

Καβουροσλανγκόσαυρος καθώς κλέβει μεζέδες ... (από Vrastaman, 18/03/09)

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μάστορας, ψηλός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης γουτσιστική προσφώνηση. Ως γνωστόν, ο γουτσισμός είναι μια ολέθρια συνήθεια που είναι καλό να την αποφεύγουμε, όσο είναι δυνατό, αλλά και να την αποθαρρύνουμε.

-Μωρουλίνι μου, να ξέρεις τι σκεφτόμουνα, θα μου πάρεις το φορεματάκι, το Γκουτσάκι, που αρέσει στο μωρουλίνι σου το γλυκουλένιο, τσαχπινούλη μου εσύ, αχ γλυκουλοκαραφλάκο μου αχ!

Για να αποφεύγονται σκηνές, όπως η παραπάνω, σας παρακαλούμε να προσφέρετε με γενναιοδωρία στον «Σύλλογο για την καταπολέμηση του γουτσισμού στην Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου» στον παρακάτω λογαριασμό:

1118//34257-42667278-678.

(από Khan, 24/01/13)(από Khan, 12/02/14)

Βλ. και μωρό, μάκης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα μόντ, ιδίως αν είναι όμορφη.

- Μπα, νέο μοντέλο στο slang.edu;

Και κυρίως, τα μοντέλα μεταξύ τους, αγαπιούνται με έναν αγνό και βαθύ αίσθημα χωρίς ιδιοτέλεια :-P (από Galadriel, 09/04/09)

Σχετικά: mod diplomatique, μόδιστρος, ο, Μ.Ο.Δ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.

Επίσης, ο εξελληνισμός του αγγλικού mod = moderator σε διαδικτυακό φόρουμ, σάιτ κτλ (κατά το δωδ).

Μεταξύ των δύο δεν υπάρχει σχέση, παρά μόνο για αυτούς που έφαγαν μπανάνα.

Τον δίκασε το Μ.Ο.Δ. και τον καταδίκασε σε μπανάκι επί τρολισμώ.

Σχετικό λήμμα: engreek και ασφαλώς τα mod diplomatique, μοντέλο, μόδιστρος, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «μουρλός». Κάτι τρελά ωραίο.

- Τράβηξα μια φωτογραφία του Πέρι και του Μπρίλιου αγκαλίτσα στην Αμμόχωστο μούρλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευθύς εξαρχής κάνω κάτι τρομερό, βίαιο ή εντυπωσιακό - γκολ απ' τα αποδυτήρια!

Με το καλημέρα ο νιούμπης άρχισε να ανεβάζει κάτι λήμματα μούρλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «καταπραΰνω, ηρεμώ». Αλλά ετυμολογείται από το «ευνή» που σημαίνει γαμήλιο κρεβάτι. Οπότε μπορεί να σλανγκιστεί, ότι σημαίνει καταπραΰνω δια της μεθόδου του αχαλίνωτου σεξ. Δηλαδή αυτό που κάνουν οι κάθε λογής Γιόκο Όνο για να ψωλαγωγήσουν τους άντρες τους.

-Άρχισε να ουρλιάζει ο Μένιος με τις αγριοφωνάρες του αλλά η Λάουρα κατάφερε γρήγορα να τον κατευνάσει.
-Και πώς τα κατάφερε;
-Η παλιά καλή μέθοδος: Πίπα της ειρήνης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο πιπιλογαμούλης. Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

  2. Ο πεοθηλαστής ομοφυλόφιλος που κάνει σουσέλ. Δηλαδή, ως πιπίλα σλανγκίζεται το πέος.

Πιπίλας είναι και το παρατσούκλι του Μιχάλη Ασλάνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified