Ο mod σε διαδικτυακό φόρουμ, σάιτ κτλ. Θηλυκό: η μοδίστρα, να μην συγχέεται με τις δύο στρατιωτικές σημασίες της μοδίστρας και μοδίστρας.
Πηγή: Vrastaman.
Δεν με κέρασε μπανάνα με την μία ο μόδιστρος. Είναι mod diplomatique.
Ο mod σε διαδικτυακό φόρουμ, σάιτ κτλ. Θηλυκό: η μοδίστρα, να μην συγχέεται με τις δύο στρατιωτικές σημασίες της μοδίστρας και μοδίστρας.
Πηγή: Vrastaman.
Δεν με κέρασε μπανάνα με την μία ο μόδιστρος. Είναι mod diplomatique.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ήρωας ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ φάσεων/εκδοχών του Λούκι Λουκ. Ο γαμιάς που γαμεί πιο γρήγορα απ' τον ίσκιο του.
«Ο Παλούκι Λουκ στην Άγρια Στύση.»
(Τίτλος όλος-χρόνος-κλασικής τσόντας).
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πούτσα, ως κάτι υπερβολικά δύσκολο, βλ. και άλλη έννοια του notheitis.
Το ευμέγεθες και σκληρό πέος μεταφορικά.
Διαγωνίστηκα στην σεξολογία. Πολύ παλούκι τα θέματα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το παλλουκάρι που τον έχει παλούκι.
-Και παλλουκάρι και μαλάκας!
-Άστα αυτά! Παλουκάρι είναι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το παρατσούκλι του Προέδρου των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα. Αν αναλογιστούμε ότι ο Ομπάμιας είναι και μπάμιας και ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ, τότε μιλάμε για σχήμα οξύμωρο.
Τι να κλάσει κι ο Ομπάμιας από οικονομική στύση;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το slang.gr σλανγκιστί, δηλαδή το σλανγκ του σλανγκ. Η έκφραση χρησιμοποιείται ιδίως για λήμματα, όπου το επιμορφωτικό περιεχόμενο υπερισχύει του απλού χαβαλέ. To edu είναι βέβαια η ιντερνετική κατάληξη των σάιτς των αμερικανικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Πηγή: acg.
Κάτι λήμματα σαν το απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων είναι που μετατρέπουν το slang.gr σε slang.edu!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Για γυναίκα, όταν ένας Μυνχάουζεν διηγείται ότι έκανε τόσο καλό σεξ σε μια γκόμενα, ώστε αυτή είχε πολλαπλούς οργασμούς.
Για άντρα, όταν κάποιος μαλακίζεται καθ' υπερβολήν.
Γενικώς, όταν συναντάμε στην ζωή μας την απόλυτη ονείρωξη, γυναίκα, άντρα, αυτοκίνητο, κινητό, λήμμα του slang.edu, ή ό,τι άλλο.
Φίλε Σλάνγκε μην το πάρεις για σπεκουλαδορία, αλλά το λήμμα σου μου προκάλεσε πολλαπλούς οργασμούς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο λίγο-πιο-σλανγκ φτωχομπινές. Ή το επίθετο που προκύπτει απ' τον φτωχομπινέ. Επίσης: Φτωχομπινεδιάρικος, φτωχομπινεδιαρισμός.
Πτωχελένη είναι στα αρχαία το φτωχομπινεδιάρικο πουταναρειό.
(Από πρόσφατο λήμμα του Vrastaman, βλ. εδώ).
Σχετικά: δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ασθένεια απ' την οποία πάσχει ο ξερόλας. Ή, η ιδεολογία/ προσέγγιση, που τον διακατέχει, κατά το «ολισμός».
Ο Χέγκελ πάσχει από μεταφυσικό ξερολισμό. (Από φιλοσοφικό δοκίμιο).
Σχετικά: WWW, ξερόλι, φωτεινός παντογνώστης, πανεπιστήμονας, που ξέρει τα πολλά κι ο νους του κατεβάζει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified