Αυτός που χειρίζεται την μπάμια στο μπουρντέλο, δηλαδή ο λεκανατζής, το πουστρόνιον το λεκανηφόρον.
Α να χαθείς, ρε μπαμιάκια...
Αυτός που χειρίζεται την μπάμια στο μπουρντέλο, δηλαδή ο λεκανατζής, το πουστρόνιον το λεκανηφόρον.
Α να χαθείς, ρε μπαμιάκια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά το ερωτεύσιμη, η φακάμπλ, fuckable, η καθόλα αξιοπρεπής -μούνα, η γαμητή, αλλά όχι οπωσδήποτε γαμητέα (ρηματικά επίθετα σε -τος, -τέος) γκόμενα, με λίγα λόγια αυτή που άμα λάχει την ιππεύουμε, αλλά δεν θα κάνουμε δα και σαν τον Αλέκο με τα κυδώνια, όταν είδε τον Βουκεφάλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάνω σεξ, κυρίως σε doggy-style, δηλαδή ο ερωμένος/-η στα τέσσερα κι εγώ από πάνω. Βλ. και δικάβαλο, Δράμα η Καβάλα στις Σέρρες, καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα, Καβαλητός, μοναχικός καβαλάρης.
Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την καβαλήσω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σεξιστική έκφραση, την οποία λέει ο ενεργητικός εραστής για να περιγράψει το σεξ σε doggy-style, δηλαδή το γνωστό καβαλητό.
Φοβερή αλόγα! Πόσο θέλω να την ιππεύσω!
Got a better definition? Add it!
Published
Το σπέρμα, η εκσπερμάτιση. Παρομοιάζεται με σως, ήτοι σάλτσα, δηλαδή το γνωστό Kavli. Ίσως από αυτόν τον συνειρμό να προέρχεται και το σάλτσα και γαμήσου.
Αλλάξαμε πολλές στάσεις, αλλά την σως την έφαγε στα καπούλια μετά το οθωμανικό.
(Από απομνημονεύματα ενός μπουρδελιάρη).
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στην κομπιουτερίστικη σλανγκ, μεταφέρεται έτσι στα ελληνικά, το copy-paste, ήτοι αντιγραφή και επικόλληση. Επίσης, το clopy paste.
Πηγή: Κώστας ΤΜ.
Η εργασία του Φουντουκίδη είναι τελείως άρπα-κόλλα. Αυτό που λέμε στα ελληνικά plagiarism.
Got a better definition? Add it!
Published
Η λεκάνη στα μπουρδέλα για το πλύσιμο μετά ή πριν την συνουσία. Αυτός που το διαπράττει είναι ο λεκανατζής, που λέγεται και μπαμιάκιας και πουστράκι λεκανηφόρο. Δηλαδή ο βοηθός της μαντάμας.
Πηγή: Χότζας, η χαρά του κάβουρα.
Ο σεφ λεκανατζής σήμερα προτείνει: μπάμιες με φέτα. Παραδοσιακό φαγητό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ψευδολόγιος σλανγκισμός που σημαίνει το προφυλακτικό, με την έννοια ότι σώζει τον πέοντα και τους συγκατοίκους του από αφροδίσια, εγκυμοσύνες κτλ, αν και κττμγ θα έπρεπε το λογοπαίγνιο να σημαίνει την δαγκανομούνα με την κυριολεκτική έννοια, δηλαδή το Rapex. Το αλέξω είναι ομηρικό ρήμα, που σημαίνει αποκρούω, προστατευω από, οπότε Αλεξάνδρα είναι κανονικά η λέσβω, λεσβόγκα.
Το ρήμα αλέξω διαλέχτηκε από τους σοφούς μας για να αποδοθεί το γαλλικό para-.
parafoudre = αλεξικέραυνο, parachute = αλεξίπτωτο, parapluie = αλεξιβρόχιο, parafeu = αλεξίπυρον, paravent = αλεξήνεμον, parasol = αλεξήλιον. Από πολλούς παρόμοιους καθαρευουσιανισμούς επεβίωσαν μόνο το αλεξίπτωτο, το αλεξικέραυνο, το αλεξίπυρο, το αλεξίσφαιρο και το αλεξιπάπαρο.
Πότε στην μάχη χωρίς αλεξιπάπαρο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ως chatσος, είναι αυτός που συμπεριφέρεται ως τσατσόνι στα chat-rooms, άλλως κουβεντοδωμάτια.
Ετυμολογία του κανονικού τσάτσου:
θεία > θεια > τσα > τσατσά > τσάτσος.
Μπήκε χτες ένας chatσος στο chat και τά 'κανε όλα λίμπα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λέμε όταν είμαστε σε μια κατάσταση προσωπικής νιρβάνας για κάτι καλό που μας συνέβη ή νομίζουμε ότι μας συνέβη και νιώθουμε σαν τον πούστη Δία, όπως απεικονίζεται από καλλιτέχνες του (τουρκο)μπαρόκ και του ροκοκό να κάθεται πάνω σε σύννεφα ως πατέρας και γαμιάς θεών και ανθρώπων. Πλην η φράση δηλώνει γνώση της μικρότητας και του μπανάλ της νιρβάνας μας ή και του ψευδαισθητικού της χαρακτήρα κατά το άσε με να νομίζω. Μπορεί να ειπωθεί και από τρίτο λοιδωρόντας κάποιον που νομίζει.
Νομίζει πως επειδή του έδωσε το τηλέφωνό της η θεομούνα φραπομούνα, που εντός του σερβίρει το φραπέ, κι επειδή του κάνει τα γλυκά μάτια στο πουτό, ότι θα είναι και εκτός καψουρεμένη μαζί του! Καλά, όταν κατέβει απ' το μικρό του συννεφάκι θά 'χει χάσει κανά σπίτι στα στριπτητζοδάνεια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified