Κάτι μεταξύ του «επιτέλους οι δυο μας» και του α να σε γαμήσω....
Πηγή: Ιωνάς.
Επιτέλους πηδυό μας είπε ο Τζύμπριος γερομπινές στον Πέρι κι έπεσαν οι τίτλοι τέλους με happy ending. (Τουλάχιστον μέχρι το επόμενο επεισόδιο, που κατέφτασε το Λίλιαν).
Κάτι μεταξύ του «επιτέλους οι δυο μας» και του α να σε γαμήσω....
Πηγή: Ιωνάς.
Επιτέλους πηδυό μας είπε ο Τζύμπριος γερομπινές στον Πέρι κι έπεσαν οι τίτλοι τέλους με happy ending. (Τουλάχιστον μέχρι το επόμενο επεισόδιο, που κατέφτασε το Λίλιαν).
Got a better definition? Add it!
Published
Πρόβλεψη της βαθμολογικής απόδοσης των λημμάτων με τη βοήθεια χαρτιών, καφέ, τσαγιού, κινήσεων των άστρων, των πτηνών κι ό,τι άλλου φανταστείτε. Εν ανάγκη και με την βοήθεια αναγραμμαντείου ή πεηντάρ.
Πηγή: GATZMAN, Vrastaman.
Λημματομαντείο, λημματομαντειάκι μου, πες μου θα γίνω more popular than jesus, σαν τον John Lennon; Θα γίνω Πονηρόσκυλο στη θέση του Πονηρόσκυλου;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μπιφτεκώνομαι με σούσι, αντί για μπιφτέκι, κατά το φεσώνομαι (τα δύο μπορεί να συνδυαστούν δεδομένης της ακρίβειας των σούσι). Να μην συγχέεται με το «σου σώνομαι».
Λίλιαν: Ήθελε ο Επαμεινώνδας και να με σουσώσει μετά το Μέγαρο, αλλά εγώ προτίμησα να με μπιφτεκώσει ο Αρίστος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από τραγούδι της Ρίτας Σακελαρίου, σε στίχους Γιώργου Παυριανού και μουσική Νίκου Τερζή, που έχει ως εξής:
Έδωσα δέκα καφετιά
κι έκλεισα πρώτη θέση
στο Μέγαρο για μια βραδιά
να πάω όπου μ' αρέσει.
Είχα χτενίσει τα μαλλιά
και φόραγα τακούνια
κι ο παίδαρος απ' τα παλιά
χτύπησε τα κουδούνια.
Εγώ δεν πάω, δεν πάω Μέγαρο
θα μείνω με τον παίδαρο.
Έδωσα δέκα καφετιά
μα τώρα τα πετάω
στο Μέγαρο δεν θέλω πια
μονάχη μου να πάω.
Κι άμα θελήσω μουσική
πηγαίνω στο κρεβάτι
εγώ κι ο παίδαρος εκεί
ακούμε την Ενάτη.
Εξ ου και η έκφραση «την ακούει την Ενάτη» κατά το την τρίζει την όπισθεν. Το τραγούδι κυκλοφόρησε στις αρχές των '90ς, όταν ακόμα υπήρχαν καφετιά, και το Μέγαρο Μουσικής ήταν στα χάι του. Η έκφραση δηλώνει το δίλημμα μεταξύ κουλτούρα να φύγουμε αφενός, και χουχουλιάρικων καταστάσεων που από γουτσισμό μπορεί να εξελιχθούν και σε γαμιστερές καταστάσεις αφεδύο. Ασφαλώς, επικρατεί η δεύτερη λύση. Για ένα παρόμοιο δίλημμα βλ. σούσι ή τσιμπούσι;
Λίλιαν: Με κάλεσε ο Επαμεινώνδας, ξέρεις αυτός ο ευήλικος κύριος, που την έχει δει κάτι μεταξύ κούλτουρμαν και Αλμπέρ Γαμύ να πάμε στο Μέγαρο, αλλά την ίδια ώρα είχα κλείσει δείπνο σπίτι με τον Αρίστο. Οπότε λέω να του πω του γέρου: Εγώ δεν πάω, δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο!
Λάουρα: Τι; Είναι αποφασισμένο; Στον Αρίστο, σ' αυτόν τον νιούμπη θα δώσεις ό,τι πολυτιμότερο έχεις, την παρθενιά σου;
Λίλιαν: Θα δούμε, ή την μία ή την άλλη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γνωμικό του λαού μας που αποτελεί ύμνο στην δειλία και την μπαγαποντιά, κατά το «Ή ταν ή την πατάς». Εννοείται ότι στα ζόρικα πρέπει να γίνεσαι τιγκανόπουλος για να μην σε κλάψει η μάνα σου νεκρό ή τραυματία.
Κατά αυτό το πρότυπο έχουν σχηματιστεί και τα: η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ, του Κούτρα η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, του σπεκουλαδόρου η μάνα ποτέ δεν έκλαψε, και άπειρα άλλα.
-Την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια ο Πέρι απ' την μαρτυρική μεγαλόνησο, όπου τον είχε στριμώξει ο γερομπινές.
-Εμ, του φευγάλα η μάνα ποτέ δεν έκλαψε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από εκεί είναι όποιος σφίγγεται.
Πω πω, μας τά 'κανε τούμπανο ο αστροφονιάς! Απ' τη Μονή Εσφιγμένου είναι;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που σκοτώνει με την βαθμολόγησή του, λίγα αστέρια, στο slang.gr.
Αυτός που έχει αστρολαγνεία και σφίγγεται πολύ για τα αστέρια και για να περάσει πάνω απ' τους άλλους, με αποτέλεσμα να χαλάει τον σλανγκικό χαβαλέ και esprit de corps.
Κατά το γκαζοφονιάς.
Assist: Mes, Vrastaman.
Πω πω, μεγάλος αστροφονιάς, κάθησε και κουλούριασε αυτούς που ισοβαθμούν μαζί του, για να τους περάσει για 0,01!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιδίδομαι σε ερωτικές αταξίες, μπερμπαντεύω, ερωτοτροπώ.
Στο Λεξικό Μπαμπινιώτη δίνεται η εξής ετυμολογία: Από το αρχαίο σιληπορδώ με τσιτακισμό, όπου το β' συνθετικό είναι η λέξη πορδή. Για το πρώτο συνθετικό, άλλοι λένε ότι πρόκειται για τον αρχηγό των Σατύρων Σιληνόν, ενώ άλλοι για το ρήμα τιλώ = έχω διάρροια.
Έχει ηνταρίσει ο Επαμεινώνδας κι ακόμα τσιλημπουρδίζει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι γνωστό το δίλημμα: Πουλχερία ή φιστίκι; Διά χειρός Βαράγκη ή βαθύσκιωτο φαράγγι; Παραδόξως, υπάρχουν και επιχειρήματα υπέρ της μανουέλας, για τα οποία βλ. το λήμμα «σαν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι». Υπάρχει, όμως, κι ένα σοβαρό επιχείρημα υπέρ του γαμησιού: είναι εκ των ων ουκ άνευ στην διαδικασία κοινωνικοποίησης ενός ανθρώπου.
(Needless to say, το χιούμορ στο εν λόγω γνωμικό του λαού μας έγκειται και στο ότι ξεκινά σαν να είναι ισότιμα τα δύο μεγέθη και να πρόκειται για πραγματικό δίλημμα).
Ασίστ: acg.
Επαμεινώνδας: Όλο με κατηγοράει η γυναίκα μου, που τσιλημπουρδίζω. Προσπαθώ να της εξηγήσω ότι καλή κι η μαλακία, αλλά με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Να, τις προάλλες έψαχνα για γραμματέα μέσω αγγελίας, αλλά μάταια. Με το που πήγα στο ρετιρέ της Αμαλίας για το πάρτυ, γνώρισα ακριβώς την γραμματέα των ονείρων μου. Λάουρα την λένε. Έγινε η πρόσληψη στο τάκα-τάκα και τώρα πάμε για μονιμοποίηση.
Φίλος: Δεν ντρέπεσαι στην ηλικία σου εσχατόγηρω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αστεία μεταφορά γκρηκλιστί του αγγλικού pathetic = απελπισμένος, απελπιστικά ρόμπα, η οποία μετάφραση θυμίζει και τον παθητικό στο σεξ.
Αυτί της γής: Και έπαιρνε τηλέφωνο ο Πέρι το Λίλιαν και ζητούσε συγγνώμη κι ορκιζόταν ότι έχει ξεκόψει με τον Τζύμπριο γερομπινέ κι ότι ήταν μια παρόρμηση της στιγμής...
Φίλος: Μα είναι τελείως παθητικός!
Αυτί: Αυτό είναι το μόνο σίγουρο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified