1. Γεωμετρικό σχήμα με τρεις πλευρές και τρεις γωνίες (ορθογώνιο, ισοσκελές, ανισοσκελές, σκαληνό κ.λπ.).

  2. Γλυκίσματα σε σχήμα τριγώνου, συνήθως σιροπιαστά. Τα πιο γνωστά και δημοφιλή είναι τα τρίγωνα Πανοράματος.

  3. Ο άνθρωπος έχει αχαλίνωτη φαντασία και, στο βωμό της ηδονής, την άφησε ελεύθερη να οργιάσει. Έτσι κατάφερε να κάνει πράξη και τις δύο αυτές σημασίες του τριγώνου, οργανώνοντας πάρτυ με ούζα τριών ατόμων, δημιουργώντας περιβάλλον με όλων των ειδών τα τρίγωνα και γλύκα περισσότερη αυτής των τριγώνων Πανοράματος. Τα σχήματα των τριγώνων δεν είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν την όρεξη και, βάζοντας πάντα την φαντασία να οργιάζει, ο άνθρωπος κατάφερε να μετατρέπει το τρίγωνο σε τετράγωνο, πεντάγωνο κ.λπ., κατάφερε δηλ. να κάνει ένα απλό γεωμετρικό σχήμα σε πολυμορφικό.

Σημείωση: τα τρίγωνα Πανοράματος και γενικά τα γλυκά τριγωνικού σχήματος, κατασκευάστηκαν πολύ αργότερα της οργάνωσης των πάρτυ με ούζα, αλλά κολλάνε ωραία...

Το βράδυ θα βγω με την Λίλιαν. Είσαι να μας κάνεις παρέα, να κάνουμε φροντιστήριο γεωμετρίας; Η Λίλιαν γουστάρει πολύ την πρακτική εξάσκηση στα τρίγωνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί τουρκοκρατίας, νεαροί Έλληνες που υπηρετούσαν τον σουλτάνο.

Ο όρος παρέμεινε για να χαρακτηρίζει άτομα αχρεία και χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις ευγένειας και βασικών κανόνων συμπεριφοράς. Συνηθίζεται η χρήση της και στον υπερθετικό: «τσόγλανος».

Πολύ συχνά αναφέρεται και από γυναίκες που στο κρεβάτι δεν ικανοποιήθηκαν οι σεξουαλικές ορέξεις τους.

  1. Ρε τσογλάνι δεν το είδες το φλας; Στραβωμάρα έχεις; Τσόγλανε, ε τσόγλανε!!!

  2. Κάτι ήξερε η Σούλα που έδιωξε τον Μάκη! Τι να σου πω! Κι εγώ τι του ζήλεψα; Στο κρεβάτι είναι πολύ τσογλάνι.

Κλασσική φάτσα τσόγλανου δεκαετίας \'80 (από krepsinis, 05/02/09)

Βλ. και κωλόπαιδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χρόνια που υπήρχαν οι γειτονιές με τις μονοκατοικίες και τις αυλές, ο ρόλος της γυναίκας περιοριζόταν μόνο στο σπίτι και στη γειτονιά. Κύριο μέλημά της, τα του σπιτιού και η εκπλήρωση ανελλιπώς των συζυγικών καθηκόντων.

Είχε, όμως, και μια άλλη απασχόληση που της επέτρεπε να μπορεί να κυκλοφορεί στις αυλές και να τραβάει την προσοχή της γειτονιάς. Έβγαζε τα άπλυτα από την μία αυλή στην άλλη και, αν τα άπλυτα ήταν πολύ λερωμένα τόσο καλύτερα και πιπεράτα ήταν τα νέα που μετέφερε. Η μεταφορά των νέων απαιτούσε γρηγοράδα για να πάρει η κουσκουσιάρα την πρωτιά.

Αλίμονο, όμως, στην κουτσή που δεν μπορούσε να μετακινηθεί ούτε στην διπλανή αυλή. Έτσι, ήταν η τελευταία που μάθαινε τι κυκλοφορεί στην γειτονιά και αυτό που μάθαινε δεν ήταν πλέον νέο γιατί ήδη κυκλοφορούσαν άλλα πιο φρέσκα - όπως ο κερατάς μαθαίνει πάντα τελευταίος για τις εκφύσεις στο κεφάλι του, και αν θα το μάθει. Η κουτσή πήρε το όνομα Μαρία γιατί είναι το πιο δημοφιλές όνομα στον γυναικείο πληθυσμό.

- Τα έμαθες τα νέα; Η Φούλη εχθές βράδυ δεν γύρισε σπίτι της γιατί έμεινε στου Κώστα. - Μμμμ, σιγά τα νέα! Πέρσι ψόφησε, φέτος βρώμισε! Αυτό το ξέρει και η κουτσή Μαρία! Δεν έχεις κάτι καινούριο να μας πεις;

Φωτό του Κουτσού... (από krepsinis, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ευρέως διαδεδομένη για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ!!! Και αυτό γιατί ως γνωστόν ουδείς πούτσος αναμάρτητος! Έχουν όλοι τους εγωισμό, υπεροψία, απιστία, διαφθορά και πολλές άλλες αμαρτίες!

- Πότε θα έρθει η μέρα που θα ξυπνάμε το πρωί και θα βρίσκουμε κάτω από το μαξιλάρι μας μερικές δεκάδες ευροπουλάκια!
- Περίμενε, θα ξημερώσει αυτή η μέρα του αη πούτσου ανήμερα!!!

Δες και όταν πεθάνει ο Χαϊλάντερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σλαβ. popara. Ψωμί μουσκεμένο σε νερό ή γάλα / πρόχειρο φαγητό από κομμάτια ψωμιού βρασμένα με κρασί ή λάδι. Η κατάσταση που βρίσκεται το ψωμί δικαιολογεί και την χρήση της λέξης λόγω ομοιότητας στο παπάρι και στις παπαριές.

  1. Μου έπρηξες τα παπάρια! Θα σου πάρω το καινούριο πλυντήριο όταν πάρω το δώρο του Πάσχα!!

  2. Τι παπαριές ακούσαμε από τον Θόδωρο χτες δεν λέγεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντελόνι που έχεις αφήσει ξεκούμπωτο, συνήθως από βιασύνη.

Και καλά όταν είσαι μόνος ... όταν είσαι όμως με παρέα ... κάποιος, λοιπόν, από την παρέα αναλαμβάνει να σου χτυπήσει το καμπανάκι αναφερόμενος στα μαγαζιά σου που ξέχασες να κλείσεις.

Ο Πάνος πάει προς νερού του και επιστρέφει στην παρέα τινάζοντας τα χέρια του. Όλων τα μάτια καρφώνονται στα κουμπιά του παντελονιού του που έχει ξεχάσει να κουμπώσει και φαίνεται το χρώμα από το εσώρουχο. Ο κολλητός του τότε του λέει: «Φίλε, δεν πήρες χαμπάρι οτι η ώρα πέρασε και τα μαγαζιά έχουν κλείσει; Τα δικά σου διανυκτερεύουν;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός της νωχέλειας (αραλίκι) και του αφερίμ (ευχαρίστηση). Συνεπώς νωχελίμ είναι αυτός που όταν πάει για την φραπεδιά του κρατάει τραπέζι που έχει τουλάχιστον 3 καρέκλες γιατί θέλει μια για τον κώλο του, μια για το αριστερό χέρι και μια για το δεξί... Είναι μάλιστα τόση η σπαρίλα, που νομίζουν ότι βρίσκονται στον παράδεισο μαζί με τα σεραφείμ και τα χερουβείμ!!!! Τώρα στον παράδεισο πάνε παρέα: σεραφείμ-χερουβείμ-νωχελίμ!!!

Στο καφενείο εχθές μαζεύτηκαν φίλε μου όλα τα νωχελίμ και δεν έβρισκα παρέα να παίξω τάβλι... Μαζεύτηκαν οι σπαριλόμυγες και κόντεψα να σκάσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη που αποδεικνύει οτι δεν υπάρχουν «κακές» λέξεις, αλλά σλανγκικές σκέψεις. Βουτώ / βυθίζω σε υγρό / αρπάζω, κλέβω / χειρονομώ με ασελγή πρόθεση.

Α΄περίπτωση: κάνω παπάρα τον παπαρολεβιέ μου σε μουνόγαλα και φτιάχνω πρώτης τάξεως παπαροζούμι. Ο βούτας εδώ είναι πηδήκουλας.

Β΄περίπτωση: Εδώ έχουμε δύο ειδών βούτες, αυτούς που τιμωρεί ο νόμος και αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους. Οι κυβερνώντες και οι αντιπρόσωποί τους έχουν ένα χρυσό κανόνα: Πάρε όσο πιο μεγάλο κουτάλι μπορείς και βούτα το όσο πιο βαθιά μπορείς στο βάζο με το μέλι.

Γ΄περίπτωση: Δεν μπορώ να αντισταθώ στα μπαλκόνια ή στα καπούλια της κουμπάρας και βουτώ. Ο βούτας εδώ είναι φαν του ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.

Ακόμα βουτώ στα βαθιά όταν αναλαμβάνω μανίκια.

  1. Μεγάλη νύχτα πέρασα χτες με τον Κούλη και δεν του φαινότανε! Βούταγε και με έκανε να παραμιλάω... Βιάγκρα είχε πάρει;

  2. Γιατί ο κ. Αλογοσκούφης είναι ένας κινητός οπισθοδρομικός κλέφτης.
    Σαν να μην έφτανε αυτό, στο τέλος κινητής τηλεφωνίας (που ουσιαστικά είναι φόρος του κράτους), προστίθεται ΚΑΙ ο ΦΠΑ +19% (που είναι και αυτός φόρος του κράτους). Φόρος στον φόρο λοιπόν, η υπέρτατη ΑΠΑΤΗ κατά των πολιτών. Η απόλυτη ΚΛΕΨΙΑ!

  3. Δεν άντεξα σου λέω!! Μου φέρνει το πρώτο ποτό και η μύτη μου χώθηκε στους εξώστες της, φέρνει το δεύτερο και όπως έσκυψε να πιάσει την απόδειξη που τάχα της έπεσε δεν άντεξα σου λέω και τη βούτηξα!!

(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγος που, είτε τον πεις, είτε δεν τον πεις, όποιος τον ακούει το παίζει κουφός και τον αφήνει να πέσει κάτω. Μπαίνει από το ένα αφτί και βγαίνει από το άλλο.

Θα μπορούσε βέβαια να χρησιμοποιηθεί με μεγάλη παραστατικότητα και σε πουλιά που παίζουν με τα μύδια...

σου μιλάω τόση ώρα! με ακούς ή ότι λέω μπαινάκης και βγαινάκης;

(από pavleas, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φασπούτσι ή φασπούτς θα μπορούσαμε να πούμε το «μία στα όρθια» ή το πολύ γρήγορο πιστόλι που εκπυρσοκροτεί σε χρόνο dt. Η κατάσταση αν και κατά κανόνα είναι χαμηλής ποιότητας, σε πολλές περιπτώσεις καταφέρνει να εκτονώνει πόθους της στιγμής, με πολλή ένταση και μεγάλη ικανοποίηση στους συμμετέχοντες.

Το φασπούτσι. μπορεί να γίνει σε πολλούς χώρους όπως τουαλέτες καταστημάτων, αυτοκίνητο, παραλίες κ.λπ.

  1. Άλλη εκδοχή είναι η λέξη να προέρχεται από την «φάση» και «πούτσα».

Αν δώσουμε στην «φάση» την έννοια που αφορά τις αλλαγές των φάσεων της σελήνης, τότε έχουμε τις αλλαγές των φάσεων της πούτσας ,σε διάφορες καταστάσεις όπως: μετά το πρωινό ξύπνημα, περιβάλλον πουτσόκρυου κ.λπ.

Αν δώσουμε στην «φάση» την έννοια του στιγμιότυπου σε αγώνα, τότε έχουμε την φάση σε γήπεδο με αντίπαλους τους δυο αιωνίους: μουνομάχοι vs μουνόλυσσας.

Εχτές ήπια τόσα ξύδια που δεν καταλάβαινα τίποτα! Μέχρι και φασπούτσι έφαγα. Ούτε το όνομά του δεν ρώτησα!

How to fuck a woman fast (από Galadriel, 09/02/09)

Σχετικό: ταχυπηδήκουλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified