Απάντηση όταν ο συνομιλητής τελείωνει τη φράση του με τον αριθμό έξι.
- Ρε μαλάκα τι ώρα είναι;
- Έξι.
- Ο κώλος σου να φέξει, ρε κωλόπαιδο, πάω για μπύρες!
Απάντηση όταν ο συνομιλητής τελείωνει τη φράση του με τον αριθμό έξι.
- Ρε μαλάκα τι ώρα είναι;
- Έξι.
- Ο κώλος σου να φέξει, ρε κωλόπαιδο, πάω για μπύρες!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για κάποιο άτομο που δεν έχει ξανακαπνίσει τσιγάρο από μαριχουάνα.
-Ρε παιδιά παίζει κανα τσιγαριλίκι;
-Ρε σεις τι είπε η μαρι...χουάνα η παρθένα;
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που στα αγγλικά μεταφράζεται ως τσιμπούκι.
- Σου έδωσε το βιβλίο;
- Όχι αλλά μου έδωσε ένα φτηνό βιβλίο κλειδί!
- Έλα ρε μάγκα!
Βλ. και σχετικό λήμμα φθηνό βιβλίο
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Το αμπέλι.
- Τί δουλειά κάνει αυτός ξέρεις;
- Νομίζω έχει κρασισοφυτεία.
- Ρε μπαφιάρη μίλα κανονικά!
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για τον άνθρωπο που βρίσκεται υπό την επήρρεια παραισθησιογόνων ουσιών. Εμπνευσμένο από τον αμυντικό της ΑΕΚ Ντάνιελ Μαϊστόροβιτς (ψιλοτρελός... πχ. έριξε ένα ξύρισμα στη μέση ενός αγώνα).
- Ρε αυτός μου έλεγε κάτι κουφά χθες.
- Ε όχι μόνο χθες... αφού είναι μονίμως μαστούροβιτς!
Βλ. και σχετικό λήμμα μαστουρώνω
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε έναν απαρχαιωμένο ηλεκτρονικό υπολογιστή.
- Ρε Μήτσο τί windows έχεις στον υπολογιστή σου, vista;
- Τί vista ρε, σβήστα έχω. Μιλάμε για πολύ παλιό του παππούλη μου!
- Α κατάλαβα. Γκατζετάκιας και συ!
Got a better definition? Add it!
Είναι η μέτρηση του μήκους του ανδρικού γεννητικού οργάνου με τη βοήθεια του στόματος. Λέγεται αλλιώς και πιπομέτρηση.
- Και τί έγινε χθες βράδυ;
- Ε, της λέω θες να κάνεις μία στομομέτρηση στον πουροσωλήνα μου;
- Και τί σου είπε;
- Δε μου είπε, με μέτρησε ακριβώς!
Got a better definition? Add it!
Ένας άλλος τρόπος να πούμε τη λέξη «υπάρχει».
Δασκάλα: Παιδιά πείτε μου μία λέξη από φι.
Τοτός: Κυρία, κυρία!
Δασκάλα: Πες Τοτέ.
Τοτός: Φούτσα κυρία!
Δασκάλα: Μα Τοτέ, δεν υπάρχει αυτή η λέξη...
Τοτός: Υφάρχει, υφάρχει...!
Got a better definition? Add it!
Είναι ένα είδος ψαριού με χαρακτηριστικό το μεγάλο του μέγεθος.
Ψαράς: Θέλετε έναν ψωλιάγκο;
Γιάννης Γαλάτης: Ψωλιάγκο; Ψωλιάγκο; Τι σικ! Ψωλιαγκάζ!
Got a better definition? Add it!