Μεταφορικά, ο αυνανισμός, η μαλακία.

Η έκφραση αποτελεί συνδυασμό κατάληξης γυναικείου ονόματος, όπως π.χ. Αμαλία, Ευθαλία, Κορνηλία, Κρυσταλλία κλπ, που, παραπλανητικά και ενδεχομένως και νοσταλγικά, παραπέμπει σε γυναίκα, μαζί με το τμήμα της άκρας χειρός, παλάμη η αλλέως χούφτα, που υλοποιεί την παλινδρομική κίνηση της επιδερμίδας του ανδρικού μορίου, κατά την αυτοηδονική και ανακουφιστική διαδικασία εξαγωγής του γνωστού γαλακτώδους οπού του άρρενος.

- Πως πήγε το καμάκι στο μπαρ;
- Άσε, τζίφος.
- Κατάλαβα, πάλι με τη χουφταλία θα τη βγάλεις απόψε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ακατάστατος, ο ασταθής, ο από δω κι από κει.

Από το τούρκικο derbeder που σημαίνει το ίδιο.

Kαρδιά μου ντερμπεντέρισσα...

(από Khan, 17/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει φύγε, ουστ, τζάζω, ξεκουμπίδια, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια κλπ.

Από το γαλλικό allez-vous en που σημαίνει το ίδιο.

Μάγκες, μπήκε ελεγκτής στο λεωφορείο, ώρα να τη κάνουμε αλεβουζάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυσιολογικά οι φράσεις χρησιμοποιούνται, η μεν πρώτη για να εκφράσει έκπληξη, ξάφνιασμα, θαυμασμό, απορία, ενώ η δεύτερη σαν χρονικό ερωτηματικό επίρρημα.

Στη σλανγκ version όμως, το κέντρο βάρους των εκφράσεων μετατοπίζεται έντεχνα, από την έκπληξη και τον χρόνο, στην άμφω περιεχόμενη προσωπική αντωνυμία «εσύ», αποδίδοντας επαναληπτικά ένα τελείως διαφορετικό όσο και μακάβριο πολλές φορές, νόημα.

- Τα 'μαθες; Πέθανε ο Ιάκωβος.
- Άντε κι εσύ! Πότε κι εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας, ουδόλως λόγιος, τρόπος προκειμένου να ζητήσεις από κάποιον να απομακρυνθεί.

Μπορεί κάλλιστα να σερβιριστεί με πλήθος εποχιακών ή μη, υβριστικών ή απαξιωτικών προσωπικών χαρακτηρισμών.

Από το εκ και ακουμπάω (ακουμπώ, αγγίζω).

Προστακτική ξεκουμπίσου. Πληθυντικός ξεκουμπιστείτε. Αόριστος ξεκουμπίστηκα.

Συνώνυμα: ουστ, χάσου, στα τσακίδια, ασταδιάλα.

Προσοχή: να μη συγχέεται με το ξεκούμπωτος (ακομβίωτος).

  1. Ξεκουμπίδια ωρέ βρωμόπουστα.

  2. Ξεκουμπιστείτε γρήγορα από δω μωρή καλτάκες.

Βλ. και ξεκούμπα, ξεκουμπιδιέν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσφατο, σχετικά, ειδικό μεταλλικό εργαλείο του τεχνίτη αμαξωμάτων αυτοκινήτων (φανοποιού, λαμαρινά), για εξειδικευμένη και συγκεκριμένη χρήση. Πρόκειται για εξολκέα που χρησιμοποιείται για επιδιορθώσεις ελαφρών ζημιών (βουλιάγματα) το οποίον έλκει την παραμορφωμένη λαμαρίνα προς αποκατάσταση της στο αρχικό της σχήμα και θέση.

Το εργονομικού σχήματος βαρίδι που χρησιμοποιείται ειναι σχεδιασμένο και κατασκευασμένο σε σχήμα χούφτας, ενώ η όλη κίνηση χρήσης του, σε συνδυασμό με την παλινδρομική κίνηση του βαριδιού προσομοιάζει με τη πασίγνωστη και ευχάριστη νεανική , αλλά και ωριμότερη, δραστηριότητα του άρρενος, απ' όπου λαμβάνει και την ονομασία του.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η χρήση του εν λόγω εργαλείου πραγματοποιείται ευχάριστα τόσον απο νέους οσο και από παλαιότερους τεχνίτες, οι οποίοι, κατά κοινή ομολογία και κατ' εξαίρεση από τα υπόλοιπα εργαλεία, δεν αντιμετωπίζουν καμιά απολύτως δυσκολία κατα την εκμάθηση του τρόπου χρήσης του, που εξελίσσεται και περαιώνεται ταχύτατα και με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Μια αντιπροσωπευτική τιμή του σετ μαλάκα, για το τρέχον έτος 2010, είναι περί τα 35 ευρώ.

Κυκλοφορεί και μαλάκας βαρέος (η βαρέου) τύπου.

Οι μαλάκες προέρχονται από όλες τις γνωστές βιομηχανικές χώρες ενώ υπάρχουνε και μαλάκες εγχώριας παραγωγής. Ο επώνυμος και εγγυημένος μαλάκας διαθέτει διεθνή ISO τυποποίηση ποιότητας και παραδίδεται σε ανθεκτική μεταλλική κασετίνα.

Αναμένεται η καταχώρηση του λήμματος μαλάκας και στα τεχνικά εκπαιδευτικά μηχανολογικά εγχειρίδια για πλήρη αποκατάσταση και αποσαφηνισμό του όρου και άρση κάθε σύγχυσης και παρερμηνείας.

Για να δείτε τον μαλάκα στο φυσικό του περιβάλλον, επισκεφθείτε αυτό εδώ το σάιτ εταιρείας που ειδικεύεται στα εργαλεία αυτοκινήτων.

Ο μάστορας στο βοηθό:

- Τάκη, φερ' ένα μαλάκα βαρέου τύπου, γιατί μ' αυτόν εδώ δε γίνεται τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».

Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.

Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση χαρακτηρίζει το άτομο που παίρνει τις αποφάσεις σε εταιρεία, οργανισμό, υπηρεσία, επιχείρηση ή σε ομάδα ανθρώπων γενικότερα και είναι σε θέση να επιβάλει την άποψή του, να πραγματοποιήσει τη θέλησή του και να υλοποιήσει τα σχέδιά του.

Μπορεί να χαρακτηρίσει επίσης την επάρκεια του βαθμού επιρροής ενός καθοδηγητή τάσεων, απόψεων (opinion leader).

- Α, γύρισες, ποιος παρέλαβε τη προσφορά;
- Ο Σκορδοπούτσογλου.
- Α, τον ξέρω, καλό παιδί, αλλά δεν κόβει το μαχαίρι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ζάρια στο μπαρμπούτι.

Φέρ' τα κόκαλα ν' αρχίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γεμάτο ζάρι, λέγεται και καραγκιοζάκι.

  1. ... έχω μια μεγάλη ρέντα κι όλοι οι μάγκες απορούν
    και στη τσόχα καραγκιόζη
    ψάχνουν άδικα να βρουν...

(στίχος από το λαϊκό άσμα «Μεσ' στον πράσινο το μύλο»
του Μπάμπη Μαρκάκη).

(από iwn, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified