Από το τούρκικο otur=κάθομαι.

Χρησιμοποιείται ως προτρεπτικό μαζί με την προσφορά καθίσματος σε επισκέπτες. Δηλαδή, «καθίστε παρακαλώ».

Υπάρχει και η έκφραση «οτούρ μπακαλούμ» που σημαίνει «κάτσε να δούμε» η «κάτσε να το κουβεντιάσουμε» η «κάθησε να το συζητήσουμε».

Ακούγεται συχνά στην Βόρειο Ελλάδα και όχι μόνο.

  1. Kαλώς τα παιδιά. Οτούρ.

  2. Kαλά μην κάνεις έτσι, κάτι θα σκεφτούμε, οτούρ μπακαλούμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει

  • Αν είναι δυνατόν;
  • Πώς μπορεί να είναι έτσι;
  • Πώς γίνεται αυτό;

    Αλλά, και πιο ελεύθερα

  • Είσαι με τα καλά σου;

  • Πας καλά;
  • Ξέρεις τι σου γίνεται;

    Από το τούρκικο olur mu;= είναι εντάξει;

Επίσης και ολούρμ, ολούρμι.

Χρησιμοποιείται από τουρκομερίτες και μη, ώστε να προσδώσει εξωτικό χαβά (αέρα) στη κουβέντα με ανατολίτικο αυθορμητισμό και εκφραστικότητα.

- Τι , πώς!; Θα πάμε μέχρι τη Δόμβραινα με τα πόδια;! Καλά, ολούρμε;

(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζεται έτσι ο αργόστροφος, ο μειωμένης αντίληψης, ή και χαϊδευτικά, πειρακτικά, ο χαζούλης, ο χαζοβιόλης.

Ένας ηπιότερος και γενικότερος χαρακτηρισμός πριν καταφύγει κανείς σε βαρύτερες εκφράσεις και χαρακτηρισμούς.

Προέρχεται από τη λέξη Curcubita που είναι η κολοκύθα.

- Τι πρασινάδα έκανες πάλι βρε κουρκουμπέτα;

(από iwn, 23/10/10)(από iwn, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρός, ο ατσίδας, ο ξύπνιος, ο αετονύχης, ο πανούργος.

Από το τούρκικο kurnaz που σημαίνει το ίδιο.

Δεν χρησιμοποιείται απαραίτητα απαξιωτικά. Μάλλον το αντίθετο, δηλαδή ο μάγκας, ο έξυπνος, το τσακάλι.

Βρε, κουρνάζε μου τελώνη τη ζημιά ποιος την πληρώνει...

τραγουδάει ο Βασίλης Τσιτσάνης.

(από iwn, 23/10/10)(από iwn, 23/10/10)Σπύρος Μπουρνάζος που ήταν κουρνάζος (από perkins, 23/10/10)1.15 : "Είσαι κουρνάζος μάγκα μου" λέει ο Βαμβακάρης. (από Khan, 26/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο του υποκόσμου, ο αλήτης, το παλιόπαιδο, το τσογλάνι, ο ελεεινός.

Από το τουρκικό batak = βούρκος, βάλτος, έλος.

Πρόσεχε, γιατί αυτός που σε είδα να κάνεις μαζί του παρέα εχθές είναι πολύ μπατάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλαιστής.

Από το τουρκικό pehlivan, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Απόγονοί τους οι αθλητές του κατς.

Λέγεται και «μπεχλιβάνης».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομο, ως μάγκα, καραμπουζουκλή, ασίκη, ασλάνη κλπ

  1. Πάμε στο πανηγύρι, θα έχει και αγώνες με πεχλιβάνηδες.

  2. Γεια σου ρε Γιώργο μάγκα, καραμπουζουκλή και μπεχλιβάνη.

(από iwn, 22/10/10)(από Jonas, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε συνήθως το πολύχρωμο, το εμπριμέ ύφασμα.

Από το τούρκικο alaca, που σημαίνει πολύχρωμο, παρδαλό.

- Πήγα κι αγόρασα έναν αλατζά, για να ράψω φουστάνι.

(από iwn, 23/10/10)Μπάμπης Αλατζάς (από GATZMAN, 23/10/10)Νίκος Πουλαντζάς, τάραξε τους κύκλους τις μόδας (από Vrastaman, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την τουρκική λέξη bogaz που σημαίνει λαιμός, στενό, πορθμός, δίαυλος. Έτσι ονομάζεται επίσης και ο Βόσπορος.

Μεταφορικά, σημαίνει σήμερα σ' εμάς, το δροσερό αεράκι, όχι απαραίτητα θαλασσινό.

Λέγεται επίσης και μπουγάζι.

  1. Πάμε μέσα γιατί έβγαλε μπογάζι και άρχισα να κρυώνω.

  2. Ωραία δροσιά έχετε στο εξοχικό σας, κατεβάζει ωραίο μπογάζι από το βουνό.

(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως επιφώνημα καημού και πόνου σε ρεμπέτικα η λαϊκά τραγούδια, χορούς, γλέντια κλπ. Προέρχεται από το τούρκικο παραπονιάρικο και νταλκαδιασμένο επιφώνημα «yalan-dünya», που σημαίνει ψεύτικε κόσμε, ψεύτη ντουνιά. Οι 2 τελευταίοι εξελληνισμένοι τύποι μάλιστα, απαντώνται αυτούσιοι σε ρεμπέτικα τραγούδια. Εξελικτικά, παραλείπεται η δεύτερη λέξη και παραμένει μόνο το πρώτο yalan = γιάλα.

Συνδυάζεται συχνά με το συνηθέστερο «αμάν».

... Ένα μαυρομάνικο μαχαίρι είναι η αγάπη σου, αμάν-γιάλα, όταν το πετάς και δε με πιάνει, αμολάς το δάκρυ σου ...
(τραγ. Στέλιου Καζαντζίδη)

(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται από παλιούς (και νεότερους) μαγαζάτορες το ρολό (στόρι) μεταλλικού φύλου κυματοειδούς λαμαρίνας, που φράζει τη βιτρίνα καταστήματος, προκειμένου να ασφαλίζεται κατά τις ώρες μη λειτουργίας.

Στα παλιά μαγαζιά αποτελούσε σχεδόν τον αποκλειστικό τρόπο ασφάλισής τους.

Επίσης παλαιότερα το ανεβοκατέβασμά τους γίνονταν με το χέρι και με τη βοήθεια μιας μεταλλικής ράβδου με γάντζο στην άκρη της, ενώ σήμερα, όπου υπάρχουν, γίνεται συνήθως με ηλεκτροκινητήρα. Στη μέση υπάρχει μεταλλικός κρίκος για να περνάει στο τέλος και η κλειδαριά ασφαλείας.

Ο όρος σήμερα χρησιμοποιείται για κάθε είδους περιστρεφόμενο συρόμενο ή πτυσσόμενο προστατευτικό κάλυμμα βιτρίνας καταστήματος.

Από το τουρκικό kepenk, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

- Άντε Κώστα πέρασε η ώρα, να κατεβάσουμε τα κεπέγκια και να πάμε σπίτια μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified