Η λέξη κυριολεκτικά χρησιμοποιείται αντί του ρύγχους, του προσώπου, ζώου, όπως σκύλου, γάτας, αλεπούς κλπ όπως και η παραλλαγή μουσούδα, ή μουσουδίτσα, ή μουσουδάκι.

Μεταφορικά σημαίνει άτομο πονηρό, δόλιο, ύπουλο αλλά και καταφερτζή, καπάτσο κλπ.

Επίσης, φάτσα, μούρη.

  1. - Άκουσες; Εκείνον τον τύπο με τη 1000αρα τον έχωσαν μέσα για απάτες. - Ε, καλά! Φαινόταν ότι ήταν πολύ μουσούδι.

  2. - Καλά, πώς τους έψησε κι έσκασαν όλοι από 20 ευρώ για να παν στο πάρτι;
    - Ποιος; Ο Τάκης ; Α, είναι μεγάλο μουσούδι!

(από iwn, 22/10/10)(από iwn, 22/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κτηνοτροφία στην ελληνική ύπαιθρο είναι παμπάλαια δραστηριότητα. Η αγελάδα είναι ένα βοοειδές χρησιμότατο που παράγει γάλα που, πέρα από την αυτούσια κατανάλωσή του, αποτελεί και θεμελιώδη πρώτη ύλη για αμέτρητες γαστριμαργικές δημιουργίες. Η αγελάδα συγχρόνως παράγει και απογόνους προς κατανάλωση βοείου κρέατος, παραγωγή δέρματος, κλπ αλλά και για την αναπαραγωγή του είδους. Τα παραπάνω προσπορίζουν ένα σημαντικό εισόδημα στον ιδιοκτήτη της.

Η εγγενής αδυναμία παραγωγής γάλακτος από τον άρρενα εκπρόσωπο του είδους (ταύρος, δαμάλι κλπ), καθώς και η γενικότερη απροθυμία του για συμμετοχή σε άλλες υποδεέστερες παραγωγικές ασχολίες, καθιστά την επί μακρόν εκτροφή και διατήρησή του, οικονομικά ασύμφορη στον ιδιοκτήτη του. Πλην όμως είναι απαραίτητος για την διαιώνιση του είδους και την αναπαραγωγή, με την παροχή του ως δότη αναπαραγωγικών κυττάρων μέσω του ζευγαρώματος με το θηλυκό.

Η συμμετοχή, χρονικά, του επιβήτορα στη διαδικασία της αναπαραγωγής είναι σχετικά βραχεία, ενώ η επαναληπτική ικανότητα και συχνότητα του είναι σχετικά μεγάλη. Ένεκα τούτου δεν απαιτείται μεγάλος αριθμός επιβητόρων για την εν λόγω πασίγνωστη δραστηριότητα, καθ' όσον ελάχιστα διαφέρει και από την ανθρώπινη τοιαύτη.

Έτσι λοιπόν, κάποιος από τους εκτροφείς αναλαμβάνει να εκτρέφει και να διατηρεί εν ζωή ένα δυνατό, υγιές και “βαρβάτο” αρσενικό, με αποκλειστικό σκοπό τον προαναφερθέντα. Πλην όμως, η αναπαραγωγική του δραστηριότητα και ενασχόληση του εν λόγω “ζωντανού” αποζημιώνεται έναντι ευλόγου χρηματικού ή άλλου συμπεφωνηθέντος τιμήματος, το οποίο και καταβάλλεται εξ ολοκλήρου στον ιδιοκτήτη του μετά την επιτυχή περαίωση του “έργου”, από τον ιδιοκτήτη της αγελάδας, ο οποίος και δικαιούται να παρευρίσκεται στο τόπο της συνεύρεσης, και που είναι κατά κανόνα ο τόπος του άρρενος (προς αποφυγή περιττών μετακινήσεων και διατήρηση ακέραιας της δύναμης του προς τον σκοπό της αναπαραγωγής).

Δεν αναφέρονται ιστορικά δεδομένα για παρακρατήσεις, εισφορές, επιβαρύνσεις, παράβολα, τέλη, δασμούς, χαρτοσημάνσεις κλπ της παραπάνω συναλλαγής.

Το αρσενικό αυτό τετράποδο λοιπόν, είναι ευρύτερα γνωστό στην ελληνική ύπαιθρο με το συμπαθέστατο όνομα-υποκοριστικό “μπίκας”.

Μεταφορικά, ο όρος χρησιμοποιείται για χαρακτηρίσει έναν άνδρα υπερδραστήριο σεξουαλικά, με πολλούς απογόνους από διαφορετικές γυναίκες, ερωτύλο, γυναικά κλπ.

  1. - Πού την πας ρε Μήτσο;
    - Στον μπίκα!

  2. - Τον είδες τον Γιώργο; Πριν μια ώρα κυκλοφορούσε με άλλη.
    - Είναι μεγάλος μπίκας.

(από iwn, 21/10/10)(από iwn, 21/10/10)Ὁ διοικητὴς τῆς ΕΥΠ κ. Κ. Μπίκας, «γερμανικής παιδείας και αμερικανικής πρακτικής» (από aias.ath, 15/11/11)

βλ. και μπίκος, μπήκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ό,τι νά 'ναι, του τύπου από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, θα βγάλω το σακάκι μου να μην βραχεί η ομπρέλλα ή αλλιώς, τρία πουλάκια κάθονται. Μπορεί να διατυπωθεί σαν πείραγμα-αστείο σε φιλικές γνωριμίες, είτε σε συστάσεις, είτε σε νυκτερινούς αποχαιρετισμούς μεταξύ φίλων, ή μεταξύ φιλικών παρεών.

- Άντε γεια σας παιδιά.
- Άντε γεια και σε σας, χαρήκαμε ζικ ζακ, σιγά μη τσαλακωθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι νταλίκες είναι μεγάλα και μακριά τροχοφόρα οχήματα που, κατά τις νυκτερινές ώρες σε εθνικές και επαρχιακές οδούς, χωρίς οδικό φωτισμό, και ειδικά στις διασταυρώσεις, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνουν ορατές και άρα αντιληπτές σε όλο τους το μήκος και πλάτος. Ιδιαίτερα δε, εάν σύρουν και ρυμουλκούμενο όχημα.

Με σκοπό λοιπόν την αποφυγή των τροχαίων δυστυχημάτων, ο ιδιοκτήτης προβαίνει σε κάλυψη ολοκλήρου του οχήματος και του ρυμουλκούμενου με πλήθος εγχρώμων μικρών φωτεινών λαμπτήρων, προκειμένου το όχημά του να γίνεται έγκαιρα και από μακρινή απόσταση αντιληπτό από τους διερχόμενους και διασταυρούμενους οδηγούς των υπολοίπων Ι.Χ. η Δ.Χ. οχημάτων καθώς και από τους πεζούς.

Ο τρόπος αυτός της καθολικής φωτεινής επισήμανσης-κάλυψης του οχήματος, ονομάζεται “χριστουγεννιάτικο δέντρο”.

Το 'κανα χριστουγεννιάτικο δέντρο και τώρα ξεκινάω για Γερμανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλη μια έκφραση για να περιγράψει το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε του μορφή.

Η έκφραση ακούστηκε ευρέως από τον Σιόρ Διονύσιο (Νιόνιο), τη γνωστή φιγούρα του θεάτρου σκιών του Καραγκιόζη, του Ευγένιου Σπαθάρη και πιθανότατα να έχει Ζακυνθινή προέλευση.

Με δεδομένη την Ιταλική επιρροή των επτανήσων, ο όρος πιθανότατα να προέρχεται από το Banko= τράπεζα και cedole= κουπόνια, δηλαδή κάτι σαν τραπεζογραμμάτια, όπως λέγονται αλλιώς τα χαρτονομίσματα.

Συνωνυμα: μπακίρι, μπαγιόκο, μουρμούρια, παράδες, όβολα (τα) λεφτά, χρήματα.

-Ωρέ απατεώνες! Εσείς, μωρέ, φάγατε τα μπακοτσέτουλα;.

(από iwn, 20/10/10)(από iwn, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια «μόρτικη κι αλανιάρικη» έκφραση για να περιγράψει το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε του μορφή.

Από το τούρκικο μπακίρ = χαλκός, προφανώς από τα πλείστα όσα μεταλλικά νομίσματα που εμπεριείχαν (και εμπεριέχουν μέχρι και σήμερα) στη σύνθεσή τους το γνωστό και πανάρχαιο μέταλλο.

Συνωνυμα: μπακοτσέτουλα, μπαγιόκο, μουρμούρια, παράδες, όβολα (τα) λεφτά, χρήματα, κλπ κλπ

Να πέφτει γρήγορα το μπακίρι...

(από iwn, 20/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χρήματα, το χρηματικό αντίτιμο πάσης μορφής (συνήθως σε χαρτονομίσματα).

Συνώνυμα το μπαγιόκο, ο παράς , τα τάλαρα, τα λεφτά , ο αργύρης, όβολα, οι παράδες, κλπ.

- Ελάτε για πληρωμή.
- Να πέφτουν τα μουρμούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα όβολα

Τα χρήματα, σε μορφή μεταλλικού νομίσματος, τα κέρματα, από το αρχαίο «οβολός», που ήταν νομισματική μονάδα (δεν είχαν δα τότε τραπεζογραμμάτια).

Αλλά και γενικότερα σήμερα το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε μορφή του.
Συνώνυμα το μπαγιόκο, αργύρης, παράς, παράδες, τάλαρα, λεφτά, μουρμούρια κλπ.

- Επειδή η απόσταση είναι μεγάλη θα πρέπει να πέσουνε τα όβολα προκαταβολικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκική λέξη για το άσυλο, συσσίτιο απόρων, και γενικότερα ίδρυμα προστασίας αναξιοπαθούντων.

Μεταφορικά, σημαίνει μια κατάσταση όπου προσέρχονται διάφορα άτομα, ετερόκλιτα, προσκεκλημένοι ή μη, όπου τρων, πίνουν και γενικώς καταναλώνουν δωρεάν σε βάρος άλλων.

- Αμάν βρε γυναίκα, κάθε μέρα μαζεύεις όλη τη γειτονιά στο σπίτι, ιμαρέτ το κάναμε δω μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικά, η πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, παρατημένη, παραμελημένη με μισοχαμένα λογικά, η γριά, η τζαντόγρια, η παλιόγρια, η σκατόγρια.

Τούρκικης προέλευσης.

Αλλά και μεταφορικά για μεσήλικες που το παίζουν ντεμέκ νέοι.

  1. Δεν τη βλέπεις; Αυτή είναι σα γριά χαρχάλω.

  2. Δεν κοιτάς που χαρχάλιασες (γέρασες), μου θες και γούστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified