Έκφραση που περιγράφει γλαφυρά και μεταφορικά, αλλά με αδιαφιλονίκητο πραγματισμό, την πανίσχυρη, ασυναγώνιστη και ακατανίκητη επίδραση και επιρροή μιάς και μόνο, έστω, απλής, αδύναμης η ακόμα και ασήμαντης εκπροσώπου του γυναικείου φύλου πάνω στις αποφάσεις και έργα ολόκληρου συλλήβδην του παντοδύναμου ανδρικού πληθυσμού.

Συμπληρώνεται και από το «είδες καράβι στο βουνό; μουνί το έχει σύρει» που ισοδυναμεί με το γαλλικό «cherchez la femme»

- Πω πω! για πάρτη της κόντεψαν να σφαχτούν και τα 3 αδέλφια μεταξύ τους.
-Εμ, τι περίμενες; Τρίχα απο μουνί τραβάει καράβι.

(από iwn, 18/10/10)μουνί τραβάει καράβι (από iwn, 06/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός, υποτιμητικός και μειωτικός χαρακτηρισμός που απευθύνεται ή χαρακτηρίζει πρόσωπα του στενού ή ευρύτερου περιβάλλοντος, χάριν αστεϊσμού, πειράγματος ή εμπαιγμού.

Κυριολεκτικά ο όρος δεν σημαίνει κάτι συγκεκριμένο. Μπορεί άφοβα και χαλαρά να χρησιμοποιηθεί σε χαβαλεδο-αντροπαρέες νεαρών.

Συνώνυμα χλεχλές, κασόμπρα, φιρφιρής, μαλάκας κλπ

  1. Άντε ρε παλιομαγλύφα. Κάτσε φρόνιμα, τι ειν' αυτά που λες πάλι!

  2. Α τον παλιομαγλύφα! Τι μαλακία έκανε πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντραμίστας ή ντράμερ, drummer. Ο μουσικός που παίζει τα κρουστά σε ένα τυπικό ελληνικό παραδοσιακό λαϊκό ή δημοτικό μουσικό συγκρότημα. Προφανώς από το Jazz Band.

O όρος εμπεριέχει περιπαικτική διάθεση μιας και δημιουργήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, από λαϊκούς μουσικούς για να προσδιορίσει τους συναδέλφους τους μουσικούς, εκτελεστές των κρουστών, με δεδομένη την καχυποψία και ειρωνική διάθεση προς την ξενόφερτη τότε μουσική rock jazz latin pop κλπ και τους έλληνες θιασώτες της μουσικούς.

Συχνά ο τζαζμπανίστας ήταν ντραμίστας με ανησυχίες διεθνούς μουσικής καριέρας που ... κατέληγε σε λαϊκό ή δημοτικό συγκρότημα για βιοπορισμό.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ... τζαζμπανίστες που έπαιξαν σε πάρα πολλές παλιές λαϊκές ελληνικές επιτυχίες, και τους απολαμβάνουμε στα τραγούδια μέχρι σήμερα, είναι ανεπανάληπτοι.

Επίσης το σύνολο των κρουστών μουσικών οργάνων (ντραμς, τύμπανα, πιατίνια κλπ) που στήνονταν στο «λαϊκό» πάλκο αναφέρεται και ως (η) τζαζ.

Μήτσο για το πανηγύρι στο χωριό μεθαύριο, θα πάρουμε για τζαζμπανίστα τον Γιώργο, που έχει και το αγροτικό τζιπάκι, για να μεταφέρουμε τη μικροφωνική, τους ενισχυτές και τη τζαζ.

(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)(από iwn, 16/10/10)

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει καταστάσεις ενέργειες ή αποφάσεις που προκύπτουν ή αντιμετωπίζονται είτε με έλλειψη διακριτικής ικανότητας είτε ισοπεδωτικά.

Συνώνυμη έκφραση: «όλα στο ίδιο τσουβάλι».

- Δεν έχει σημασία αν είστε άγαμοι ή έγγαμοι, παλαιοί ή νέοι, μικροί ή μεγάλοι, με παιδιά ή όχι, με πτυχία η μη, όλοι θα πάρετε τα ίδια. - Τσ τσ... ωραίος ο τύπος, «μικρό-μεγάλο παστρεύει»...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται σαν συμβουλή αποφυγής συνδιαλλαγής με εγνωσμένα δύστροπους, δύσκολους και ιδιότροπους χαρακτήρες.

- Άσε φίλε, βρήκα το μπελά μου. Προσπάθησα να βοηθήσω τον καημένο τον Γιώργο στο πρόβλημά του και άκουσα τα εξ αμάξης, μόνο που δε μ' έβρισε.
- Μίλα με κώλους, ν' ακούσεις πορδές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο kilavuz που σημαίνει οδηγός (οδηγητής), αυτός που μας δείχνει το δρόμο.

Το κολαούζο ή σπειροτόμος, είναι εργαλείο κοπής σπειρώματος σε οπές, ενώ σε άξονες χρησιμοποιείται η φιλιέρα.

  1. «Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.»

  2. - Πιάσε το κολαούζο κι άνοιξε καινούριο πάσο (σπείρωμα).

(από Galadriel, 21/01/10)(από iwn, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται προκειμένου να προστατευθεί κάποιο σημαντικό διακύβευμα.

Προέρχεται από το «βαράτε αλλά μη τραβάτε» που απάντησε ο παππούς όταν τον έπιασαν να συνουσιάζεται με μια πιτσιρίκα.

- Κοίταξε, το μηχάνημα που επισκεύασες χάλασε, πρέπει να μας επιστρέψεις τα χρήματα που πήρες.
- Α, όλα κι όλα, βαράτε αλλά μη τραβάτε. Θα το ξαναφτιάξουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να χαρακτηρίσει μια μη όμορφη γυναίκα, ενίοτε χρησιμοποιείται και καθ' υπερβολή προκειμένου να δημιουργηθεί μια ιλαρότητα με τη μεταφορική και εξαιρετικά απαξιωτική επιλογή της σύγκρισης.

Σιγά, ρε φίλε, τη γκόμενα που ψώνισες, αυτή είναι πιο άσχημη κι απ το χρέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.

...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...

(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβερή εξελληνισμένη σύντηξη-συνήχηση της γνωστής αμερικάνικης λαϊκής ύβρεως «motherfucker», ενώ συγχρόνως συμπεριλαμβάνεται γραφικότατα ο ελληνοπρεπέστατος και διεθνούς εμβέλειας όρος-χαρακτηρισμός «μαλάκας».

Η έκφραση «πατάει» σε διαφορετικό εννοιολογικό επίπεδο, ανάλογα με την μητρική γλώσσα εκείνου στον οποίον απευθύνεται.

- Καλά ρε συ, μ' αυτά που λες και κάνεις, είσαι ή δεν είσαι μαλαφάκας!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified