1337 έκφραση κάποτε. Σήμερα έχει περάσει στο λεξιλόγιο όλων των κάτω των 20 που νομίζουν ότι είναι hackers και βασικά λιώνουν σε chat και myspace ψάχνοντας γκόμενα.

Δημιουργήθηκε από τα αμερικανάκια και προέρχεται από τα αρχικά της φράσης Laughing Out Loud που εξηγούσε κατά την διάρκεια της online συνομιλίας ότι κάποιος γελάει δυνατά (προφανώς). Συναντιέται και ως rotflol (rolling on the floor laughing out loud) κ.ά. αλλά σπανίως στην Ελλάδα.

- Άκου μαχλέπα, προχτές που έψηνα το γκομενάκι από λούτσα στο msn, πέφτει ο σέρβερ στη Νέα Μάκρη και δεν πρόλαβα να πάρω τηλέφωνο!! Κόφα η φάση μαν!
- Λολ!!!
- Της μάνας σου!

Βλ. και LMFAO κ.λπ., lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles, rotf-lol, lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλεμάο κάργα, τα ξύνω, αράζω, με όλα όσα αυτό περιλαμβάνει. Το λέμε όταν συναντάμε στον δρόμο κάποιον γνωστό μετά από πολύ καιρό.

- Τι λέει κορίτσια; Πού έχετε χαθεί τόσο καιρό; Σάπινγκ;
- Άσε ρε Λιάκο! Το λούζουμε κανονικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλωτσιά που δίνεται με τον χαρακτηριστικό τρόπο τεντώνοντας το πόδι σε ευθεία γραμμή προς τα εμπρός εστιάζοντας όλη τη φόρα, τη δύναμη και την ορμή στο πέλμα.

Τεχνική ζίου μήτσου που χρησιμοποείται στο ταβερνόξυλο, στις φέρμες, στις πορείες και αλλού. Άγνωστο γιατί λέγεται φασιστική. Πιθανώς από τους άνδρες των SS και την Gestapo...

-Για λέγε ρε μαλάκα, τί έγινε μετά;
-Εκεί που του την πέφτουνε ρε μαν από πίσω, τρέχει ο Βαγγέλας και δίνει μια φασιστικιά στον πρώτο, τον έστειλε σούμπιτο στο ΚΑΤ. Γυρνάει κι ο δικός σου που λες και μετά έγινε της πόρνης. Ακόμα τους τρέχουνε!

(από poniroskylo, 07/04/08)(από Vrastaman, 07/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρτούζα με τη συμμετοχή 3 ατόμων μόνο, εξού και η ρίζα τρι-. Το -ολέ πιθανώς από την πανηγυρική κραυγή «όλε!», εκφράζοντας τη χαρά του παρτουζάκια για τη συμμετοχή του σε αυτή. Αλάνικη έκφραση.

- Ρε Θόδωρα σε ζηλεύω! Τί 'ναι αυτά πάλι;! Έκανες τριολέ με Σόνια και Λαμπρινή; Ζαγοραίος!!
- Τι να κάνουμε αγορίνα μου! Δεν είμαστε όλοι σας Μπραντ Πιτ!

Βλέπε και φάση πολυφασική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.

- Τι κοιτάει ρε ο καριόλης! Τσαμπουκά θέλει; Θα τον αρχίσω στα τάλιρα!
- Άραγκον μαν, κωλόμπα είναι. Τον κώλο παπαρούνα θέλει να σου κάνει...

0.45 και μετά (από Khan, 23/04/11)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά εύηχη έκφραση που εκφράζει την κατάσταση στην οποία επικρατεί απόλυτος πανικός ή τρελή ανοργανωσιά. Γενικώς πολύ χύμα φάση και ό,τι να 'ναι.

Εφ' όσον λουλάς είναι ο ναργιλές, άρτσι μπούρτσι είναι μάλλον έκφραση αντίστοιχη της σέα και μέα, ή απλά παρήχηση του ρ. Άγνωστο.

Σπάσε λουστραρία, μη μου πολυκολλάς
μη γίνουμε εδώ πέρα άρτσι μπούρτσι και λουλάς.

(Νότια Μπάχαλα lyrics)

Archie (από Vrastaman, 30/07/08)Bourgie (από Vrastaman, 30/07/08)Loulas (από Vrastaman, 30/07/08)"Άρτζι μπούρτζι και λουλάς" ονομάζονται σκωπτικώς και τα συστήματα του προπονητή Αργύρη- Άρτζι Πεδουλάκη. (Πάσα: Σαραντάκος). (από Khan, 13/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση των καλιαρντών που σημαίνει διώχνω, στέλνω κάποιον ή κάτι, συνήθως ανεπιθύμητο. Απαντάται συνήθως στην προστακτική (τζάσε). Συγγενεύει με το τζους, επίσης των καλιαρντών.

- Και που λες χρυσή μου... μπλα μπλα...

«ΝΤΡΙΙΙΙΙΝ!!!»

- Ωχ! Η κουνιάδα μου η ποντικοπηδιόλα θα είναι. Περίμενε μισό λεπτό να την τζάσω κι έρχομαι πίσω στο ρόφτε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος τρόπος έκφρασης. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την βόλτα που κάνουν τα αλάνια σε πλατείες και γενικά μέρη με πολύ κόσμο για να κοζάρουν τι παίζει από γκόμενες, κλαμπάκια κι άλλες εναλλακτικές λύσεις αποφυγής του σάπινγκ.

Προέρχεται από το αμερικάνικο «check it out» με γάματα ελληνική προφορά.

-Τι λέει ρε μουτσούνια; Την κλάνουμε για Εξάρχεια;
-Άραγκον ρε μάπα! Τώρα πάνε ο Μίνος με τον έτσι λετόνι να κάνουν το τσεκερά! Κοζέρνουμε τι θα μας πούνε και φεύγουμε στο ρόφτε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μάγκικη διάλεκτο, το αραίωμα της κοκαΐνης με άλλη ουσία.

Τι μαλακίες είναι αυτές ρε! Ποιος έκοψε την κοκαΐνα μου με χάρπικ;

Δες και κόψιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο cool τρόπος να πεις μαλάκα. Σχεδόν ταυτόσημο απλά συνήθως αφορά μικρότερες ηλικίες. Στους παλιούς φέρνει δάκρυα στα μάτια θυμίζοντάς τους τα σχολικά τους χρόνια.

Παράγωγο του μαλάκα και της χλέπας, άγνωστο γιατί...

- Παιδιά αύριο πάμε εκδρομή Ζούμπερη!
- Πωπω μαχλέπαααα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified