Αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός μεσαίας ισχύος, εκφοβιστικού χαρακτήρα. Αποτελεί κωδική έκφραση του κόσμου της νύχτας και του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν χρησιμοποιείται από ομάδες πολιτικής βίας, οι οποίες προτιμούν άλλες εκφράσεις, όπως πχ καλάθι.

Προέρχεται από το δέσιμο των εννοιών: επίσκεψη, πακέτο, δωράκι, να γλυκάνει, να μαλακώσει, να σκονιστεί.

Ο ειδικός στην παρασκευή των «λουκουμιών», λέγεται λουκουματζής.

Oι αρχές συνέλαβαν τον περίφημο «Λουκουματζή», έναν αλλοδαπό ονόματι Ιβάνωφ Ντεγιάν, παρέα με έναν δεύτερο επίσης αλλοδαπό, να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα εκρηκτικής ύλης. Στόχος ήταν ένας ντόπιος επιχειρηματίας. Ο Ιβάνωφ Ντεγιάν ήταν γνωστός στις αρχές ως ειδικός στα «λουκούμια», δηλαδή τα εκρηκτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς ανίδεος στη χρήση υπολογιστικών συστημάτων. Ο ανίκανος να παστώσει το κοπίδι.

Από το αλβανικό μπιτ=εντελώς και μάπας=βλάκας, παραπέμποντας στις ψηφιακές εικόνες τύπου bitmap.

Καλά ρε πούστη! Μπίτμαπ είσαι; Έδωσες την πιστωτική σου στο hackers.net;

(από baznr, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικός χαρακτηρισμός φωτογραφικών συσκευών που, ενώ έχουν φακό μεγέθους φακής, πλασάρονται ως «υψηλής ποιότητας» προβάλλοντας μόνο τον αριθμό των megapixel.

- Πολύ πρώτο το κινητό του Τάκη. Έχει εφτά μεγαπίξελ.
- Καλά, άμα του κουτσουλίσει μύγα το φακό, θα έχει εφτά μυγαπίξελ.

Got a better definition? Add it!

Published

Λειτουργικό σύστημα που έκατσε στο σβέρκο της παγκόσμιας κοινωνίας της Πληροφορικής, καταδικάζοντάς την να κάνει βήματα πιο αργά κι από τον Έβερτ.

Λέγεται ότι ο ιδρυτής της Μικρομαλακιάς, Βασιλάκης Πόρτες, ονόμασε το δημιούργημά του «Παράθυρα» οραματιζόμενος την ελληνική νομοθεσία, η οποία χαρακτηρίζεται από παραθύρια, τρύπες, κενά, τσόντες, μπαλώματα, παραπομπές, αντιφάσεις, πασαλείμματα και εξυπηρετικά «πακέτα».

Βλέποντας μπροστά, με θάρρος και αυτογνωσία, ο οραματιστής Πόρτες, δεν δίστασε να βγάλει το πράμα του, το μαγαζί του, «Μικρομαλακιά» και αυτό είναι κάτι που η ανθρωπότητα πρέπει να του αναγνωρίσει.

Από την άλλη μεριά, ο Πόρτες λατρεύεται σαν θεότητα από τους υπαλλήλους των εταιριών παρασκευής αντι-ιϊκών, οι οποίοι κάθε μεσημέρι στρέφονται προς το Ερυθρομόνδιο της Πλυντηριούπολης και γονατίζουν σαν Πέντιουμ ΙΙΙ με Παράθυρα ΧρωΠη.

- Σούλα μου! Το πισί μου αρρώστησε.
- Στα λεγα γω Πόπη μου. Κόψε την Μικρομαλακιά να δεις φως.

(από baznr, 28/04/09)(από baznr, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω επικόλληση αυτό που μόλις πριν έκανα αντιγραφή, σε υπολογιστή με Λειτουργικό Σύστημα Γραφικής Ενδομετώπης Χρήστη (Graphical User Interface), όπως γιά παράδειγμα τα Παράθυρα της Μικρομαλακιάς (Microsoft Windows).

Από το αγγλικό copy paste.

- Δεν προλαβαίνω ούτε με σφαίρες να παραδώσω την ιστοσελίδα μέχρι αύριο.
- Έλα μωρέ! Πάστωσε τους δυό - τρία κοπίδια από ένα άλλο και πάμε για μπύρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθένας από τους δύο ακραίους της επιθετικής τριπλέτας στο ποδοσφαιράκι. Συνήθως απαγορεύεται το σκοράρισμα με αυτούς τους παίκτες, με εξαίρεση την κόντρα.

Στο εντελώς στρέιτ ποδοσφαιράκι, ο μεσαίος «σφίγγει», περιμένει τον αντίπαλο να «πιάσει» την άμυνα, «αλλάζει» με τον πούστη και μετά «καρφώνει».

Δουλεύει τον πούστη με την σπόντα.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Δες και μπανιστήρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μιά άγρια παρερμηνευμένη λέξη, που συχνά χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο και μάλιστα από αυτόν τον ίδιο τον Μπαμπινιώτη!

Ο Μπαμπινιώτης λοιπόν, στα χαλαρά και αβλεπί, γράφει ότι ρουφιάνος είναι ο καταδότης, ο προδότης, ο ραδιούργος, ο χαφιές, ο σπιούνος, ο δολοπλόκος, ο συκοφάντης, ο μαστροπός.

Άρτσι μπούρτσι και λουλάς!

Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η εννοιολογική φθορά της λέξης και όχι η πραγματική σημασία της.

Ρίζα της λέξης:
Στην ιταλική, ruffiano λεγόταν αρχικά το ψωράλογο που βάζουν μαζί με την φοράδα την εποχή του οίστρου της. Η φοράδα όμως είναι ζόρικο ον και δεν κάθεται εύκολα. Τις πρώτες μέρες κλωτσάει άσχημα, δαγκώνει και μπορεί να τραυματίσει άσχημα το αρσενικό. Γι' αυτό οι εκτροφείς, θέλοντας να αποφύγουν τυχόν τραυματισμό του καθαρόαιμου επιβήτορα, βάζουν πρώτα μαζί με την φοράδα τον ρουφιάνο. Όταν η φοράδα αρχίσει να «μαλακώνει», τότε βγάζουν τον κακομοίρη τον ρουφιάνο και ρίχνουν μέσα το άτι για τα περαιτέρω.

Πραγματική σημασία της λέξης:
Ρουφιάνος είναι ο αναλώσιμος άνθρωπος που εκτελεί μια ποταπή αποστολή για λογαριασμό άλλου, ώστε να μην εκτεθεί ο εντολέας του. Ο αχυράνθρωπος.

Συνηθέστερες αποστολές του ρουφιάνου είναι:
- η νύξη για σύναψη παράνομης ερωτικής σχέσης χωρίς να εκτεθεί ο εντολέας (βολιδοσκόπηση).
- η έκφραση απειλών, ο εκφοβισμός.
- η προβοκάτσια

Να σημειωθεί ότι μέχρι πριν όχι και τόσα πολλά χρόνια, η λέξη χρησιμοποιείτο με την σωστή έννοια...

Και τώρα μπορώ να το πω: Μπαμπινιώτη σε έσκισα!
Ένα όνειρο ζωής έγινε πραγματικότητα!

  1. - Με μια δεκάρα κάλπικη χίλιους ρουφιάνους βγάζεις. (= αναλώσιμα ανθρωποειδή)

  2. - Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι! (δηλαδή μεταφέρουν τα λόγια των αφεντικών τους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στου χαντάκ είναι η απλή νεοελληνική λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο θα έκανε τον κάθε κουτόφραγκο να βασανίζεται για ώρες. Είναι η δική μας απάντηση στο παρώ «αβγό του Κολόμβου» και αποτελεί σίκουελ της αρχαιοβλαχουρόλυσης του Γόρδιου Δεσμού.

Προέρχεται από το γνωστό ανέκδοτο όπου ένας κλασικής μόρφωσης τροχομπάτσος καλείται να συμπληρώσει το δελτίο συμβάντος ενός θανατηφόρου δυστυχήματος σε κάποιον εθνικό κατσικόδρομο: - Το μοτοσακό είναι τούμπα στου χαντάκ.
- Τα ποδάρια του νεκρού είναι παραπέρα, μέσα στου χαντάκ.
- Το κεφάλι του είναι {στην αφσαλ... (μουτζούρα) αλφσασ... (μουτζούρα) αλφσα... (μουτζούρα) ασφλα... (μουτζούρα, γρήγορη ματιά γύρω, κλωτσιά)...} στου χαντάκ.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος βαριέται ή δεν μπορεί να πολυψάξει ένα θέμα και εφόσον είναι σίγουρος ότι κανείς δεν θα του ζητήσει ευθύνες, το γράφει εκεί που πιάνει μόνο κραγιόν.

Στο συνεργείο:
Φτου ρε γαμώτο! Με το κωλοκατσάβιδο έσκισα κατά λάθος τη φούσκα του ακρόμπαρου. Τώρα για να την αλλάξω πρέπει να βγάλω αμορτισέρ, μουαγέν, δισκόφρενο, τιμόνι, κάθισμα, ντεπόζιτο.
Γαμώ τα Σιντροέν!
Να πάει να γαμηθεί!
Στου χαντάκ!

(από baznr, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυνατή ερωτική ταινία, με εξτρέμ καταστάσεις. Πορνοφωτογραφία.

Από τα τρία Χ (ΧΧΧ) που χρησιμοποιούνται για την σήμανση των ταινιών του είδους.

Να σημειωθεί ότι η πραγματική σήμανση από την Motion Picture Association of America's είναι «Rated-X» αλλά οι τσοντοεταιρίες για διαφημιστικούς λόγους το κάναν «ΧΧΧ» για να ξεχωρίσουν την πραμάτεια τους από τις υπόλοιπες ταινίες «Χ», πχ αυτές που χαρακτηρίζονται έτσι λόγω παρουσίασης βίαιων σκηνών.

Τι μπουρδέλο έχει γίνει το ίντερνετ! Ήμουν χτες με τα παιδιά στο πισί και ξαφνικά ποπάρησε μιά τριχιά φάτσα κάρτα και δεν ήξερα από πού να την κλείσω.

(από baznr, 13/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΑΤΜ που έχει ενσωματωμένο, μεταξύ αφαλού και γονάτου, κάθε ανθρωπίνα.

– Ρε Λίτσα τι αφραγκιά είναι αυτή! Μας βλέπω φέτος και τις δύο να μαυρίζουμε στο μπαλκόνι.
– Εγώ Πόπη μου προτιμώ να ανοίξω το τριχωτό πορτοφόλι παρά να κάτσω να λιώσω στα τσιμέντα.

απ΄το μουνί της τό \'βγαλε το κέρμα; (από jesus, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified