Τριτοπρόσωπη έκφραση, ένας πιο μαγκιόρικος τρόπος για να πεις: κολλάει με την όλη φάση, ταιριάζει, κουμπώνει, το σηκώνει η κατάσταση, είναι ότι πρέπει, έρχεται και δένει.

Να μη συγχέεται με το πολυχρηστικό τραβιέμαι.

Απαντάται μόνο στο γ' ενικό πρόσωπο (τραβιέται) και σπανιότερα στο γ' πληθυντικό (τραβιούνται). Επίσης κατά κανόνα μόνο στον ενεστώτα, άντε και λίγο στον παρατατικό (τραβιόταν). Μπορείς να το πεις και στο μέλλοντα (θα τραβιέται), αλλά μετά μάλλον το παρατραβάς, διότι η έκφραση δέον να εκφέρεται ως έμπνευση της στιγμής, πάνω στις καύλες. Άμα κάθεσαι και προβληματίζεσαι από τώρα για το τι ΘΑ τραβιέται στο μέλλον, είσαι μάλλον φλωράς και δεν αξίζεις να ανήκεις σ' αυτούς που χρησιμοποιούν την έμπειρη έκφραση.

Δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ σε πρόσωπα, αλλά σε πράγματα/καταστάσεις. Παραδείγματα:

  1. Ποτά:

α) Φίλε όταν πιάσει και νυχτώνει και την αράζω στην τηλεόραση, ένα ουισκάκι τραβιέται εύκολα. β) Έτσι όπως έχουμε αράξει εδώ στον ήλιο και γουστέρνουμε, δυο μπιρίτσες ακόμη τραβιούνται άνετα.

  1. Φαγώσιμα.

α) Τώρα που καλοκαίριασε, μια σαλατούλα ντοματούλα αγγουράκι τραβιέται πολύ.
β) Αφού το ξηροκάρπιο τραβιέται πολύ με το ποτό, γι' αυτό στο κοτσάρουν μαζί.
γ) Μετά το ξίδιασμα ένας πατσάς τραβιέται αβλεπί.

  1. Ντραγκς.

- Να 'χαμε ρε αγόρι ένα μπάφο τώρα και τι στον κόσμο.
- Αυτό ξαναπέστο. Μετά το φαί ένα γάρο τραβιέται για πλάκα.

  1. Μπουρδελότσαρκα.

- Όπως έχουμε γίνει έτσι ζάντα, μια Φυλής τραβιέται τώρα, νομίζω;

  1. Βραδινή έξοδος σε συγκεκριμένο μαγαζί.

- Εφόσον ρε φίλε θα 'μαστε με γυναίκες αύριο, μια πιστούλα τραβιέται πιστεύω... Ένας Βέρτης, ας πούμε... Να κάνουμε και το εφέ μας οι άνθρωποι.

  1. Βραδινή έξοδος γενικότερα.

- Μετά το ποτάκι στο Γκάζι, μια παραλία τη χτυπάω πάντα. Τραβιέται άσχημα σου λέω.
- Επιβάλλεται να λες καλύτερα.

  1. Προκειμένου για πρόσωπα, όταν όμως αυτά έχουν αντικειμενικοποιηθεί, αντιμετωπίζονται δλδ ως πράγματα, απλό κρέας με το κιλό.

- Μετά απ' αυτή τη βολτούλα στο Γκάζι και τα τόσα μουνιά που είδαμε, έχουμε φτιάξει ένα παπάρι ναα... Πιστεύω πως μια βιζιτούλα τραβιέται τώρα, έτσι για να φύγουν τα χοντρά.

Βλέπε ανωτέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεμελιώδης όρος του ερασιτεχνικού μπιλιάρδου.

Πάγκος είναι καταρχήν το ίδιο το τραπέζι του παιχνιδιού. Κατ’ επέκταση, ο πάγκος αντιστοιχεί στο κόστος ενοικίασης του τραπεζιού για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθως λίγων ωρών.

Με αυτή τη δεύτερη έννοια είναι που χρησιμοποιείται κυρίως η λέξη. Σε αγώνες ερασιτεχνών, στο μπιλιαρδάδικο της γειτονιάς, το στοίχημα που μπαίνει είναι κατά κανόνα ο πάγκος, δηλ. όποιος χάσει την παρτίδα υποχρεούται να πληρώσει το μαγαζί για το χρόνο που χρησιμοποιήθηκε το τραπέζι. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για πάγκο, εννοούμε ότι ο χαμένος πάει ταμείο και πληρώνει τη λυπητερή, ενώ ο νικητής αράζει, έχοντας την ικανοποίηση ότι έπαιξε μπιλιαρδάκι τσάμπα στην υγειά του μαλάκα.

Συνήθεις οι προ του αγώνα προτάσεις: «παίζουμε τον πάγκο μωρή κότα;» ή «σε παίζω πάγκο αγορίνα μου». Θεωρείται λίαν τιμητικό για παίχτη, να πηγαίνει στο μπιλιαρδάδικο χωρίς μία στη τσέπη και να φεύγει μετά από αρκετές ώρες παιχνιδιού έχοντας στείλει ταμείο αρκετούς αντιπάλους, λιγότερο ή περισσότερο άμπαλους.

Στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν υποψήφια θύματα που θα πληρώσουν τον πάγκο, οι περισσότερο ικανοί παίκτες προτίθενται να παραχωρήσουν εκ των προτέρων κάποια πλεονεκτήματα στον αντίπαλο, π.χ. στην παραλλαγή του αμερικάνικου μπιλιάρδου που είναι γνωστή ως «εννιάμπαλο», είθισται να χαρίζεται στον αδύναμο η τελευταία μπίλια – η εννιά – πράγμα που σημαίνει ότι για να κερδίσει χρειάζεται να βάλει μια μπάλα λιγότερη από τον έμπειρο. Αν το υποψήφιο θύμα είναι ακόμη μεγαλύτερος κάτσικας, ο ανώτερος για να τον δελεάσει να παίξουν μπορεί να του χαρίσει δύο μπίλιες (το 9 και το 8) ή και τρεις μπίλιες ακόμη (7, 8, 9).

Όταν οι δύο αντίπαλοι παίκτες συμφωνήσουν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, να μοιραστούν από κοινού το κόστος χρήσης του τραπεζιού, δεν γίνεται λόγος για πάγκο. Τότε λέμε απλώς, όταν τελειώσουμε, πως πάμε να πληρώσουμε το τραπέζι.

Πάγκος εννοείται πως δεν υφίσταται σε αγώνες επαγγελματιών. Εκεί, εφόσον πρόκειται για παίκτες υψηλού επιπέδου, όλα τα έξοδα καλύπτονται από διοργανωτές, ομοσπονδίες κλπ. Στα επαγγελματικά διακυβεύονται πολύ περισσότερο πράγματα από ένα πάγκο, ο οποίος είναι μάλλον το στοίχημα του φτωχομπινέ μπιλιαρδόρου. Το αντίστοιχο του μπιλιαρδικού πάγκου στο μηχανοκίνητο αθλητισμό είναι η κλασικοί αυτοσχέδιοι αγώνες, που στήνονται ατάκα κι επί τόπου από τους καυλόγκαζους κοντράκηδες, με έπαθλο συνήθως λίγα ψωροευρά.

(στο μπιλιαρδάδικο, που αλλού;)

  1. - Λάζαρε σε παίζω πάγκο.
    - Μπα, άστο καλύτερα ρε φίλε, έτσι για βόλτα ήρθα..
    - Τι άστο ρε καραγκιόζη; Έλα, ένα παιχνιδάκι στα 3 κερδισμένα, μπαμ μπαμ.
    - Αφού θα μας ξεφλουδίσεις πάλι με την κωλοφαρδία που σε δέρνει.. Είναι απάλευτη η κατάσταση με την πάρτη σου.
    - Έλα ρε, μην πήζεις. Θα σου χαρίσω το 8..
    - Μην παιδεύεσαι άδικα. Δεν πα να μου χαρίσεις και τον άσο, εγώ μαζί σου δεν ξαναπαίζω. Βρες άλλο μαλάκα να πληρώνει.

  2. - Γιωργάκη ψήνεσαι για ένα στα εφτά;
    - Δε σου 'φτασε το χτεσινό γαμήσι που έφαγες αγορίνα μου και θες κι άλλο;
    - Άντε μωρή νούλα πάρτα πόδια σου κι έλα δω να σου κάνω ράμματα..
    - Α ρε θύμα.. Καλά που υπάρχουν μερικοί σαν κι εσένα και παίζουμε μπιλιαρδάκι τσάμπα. - Κατούρα και λίγο ρε γιωργάκη, μη γαμάς τόσο, θα πάθεις τίποτα..
    - Φίλε μου αν είχα σε μετρητό όλους τους πάγκους που έχω κερδίσει θα είχα κάνει την προίκα μου 7 φορές..

(από johnblack, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πηγαίνω κάπου, μεταβαίνω. Το τράβηγμα = η μετάβαση. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) η χρήση του υπονοεί ότι η μετάβαση αυτή προκαλεί δυσφορία στον μετακινούμενο, ότι είναι γι' αυτόν σκέτη ταλαιπωρία. Επί το κοσμιότερον, αλλά με την ίδια σχεδόν σημασία, χρησιμοποιείται το πολύ ευρύτερα διαδεδομένο «τρέχω» (αν δεχθούμε ότι το «τραβιέμαι» προκαλεί σεξουαλικούς συνειρμούς). Το «τρέχω» και το «τρέξιμο», αν και πιο πολιτικώς ορθά, δηλώνουν κατά κανόνα ένα βαθμό δυσφορίας του υποκειμένου. Αντίθετα, το «τραβιέμαι» παίζει να χρησιμοποιείται και ουδέτερα, ως ένας εξαιρετικά μαγκιόρικος τρόπος να πεις απλώς «πάω» κάπου.

  2. Βρίσκομαι μέσα σε μια ορισμένη κατάσταση, περνάω μια ορισμένη φάση στη ζωή μου με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της. Εν προκειμένω δλδ, το ρήμα δηλώνει περισσότερο την εν χρόνω διάρκεια μιας κατάστασης ενώ στην περίπτωση 1 δηλώνει την κίνηση.

Παραδείγματα: τραβιέμαι με τα ναρκωτικά απ' τα 14, τραβιέμαι πολύ με τη δουλειά αυτό τον καιρό, τραβιέμαι τώρα 3 μήνες μ' ένα γκομενάκι, η Ρούλα τραβιέται με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια κ.ο.κ.

Τράβηγμα = η όλη φάση, το όλο σκηνικό με τα παλούκια του και τις μανούρες του (αλλά ενίοτε και τις καλές του στιγμές). Και εδώ παίζουν εναλλακτικά τα «τρέχω» και «τρέξιμο», αλλά σε λιγότερες περιπτώσεις. Π.χ. μπορείς να πεις «η Ρούλα τρέχει με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια» αλλά χλωμό να ακούσεις «τρέχει με τα ναρκωτικά από μικρός».

  1. Βρίσκομαι σε μπελάδες. Σημασία συναφής με την 2 (της οποίας ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκατηγορία). Εδώ τα τραβήγματα είναι απλώς και μόνο μπελάδες, ενώ η όλη φάση μπορεί ανέτως να χαρακτηριστεί ως εξόχως μανουριάρικη. Τα «τρέχω» και «τρέξιμο» χρησιμοποιούνται σε απόλυτη αντιστοιχία, διαφέρουν όμως όσον αφορά την ένταση της μανούρας. Όταν σε έχει χώσει το αφεντικό να δουλεύεις υπερωρίες απλήρωτες, το λες «τρέξιμο», το λες και «τράβηγμα». Όταν όμως σε κυνηγάει κάποιος πιστωτής σου να τον ξοφλήσεις και απειλεί ότι, αν δε το κάνεις, θα σε θάψει, τότε έχεις απλά πολύ χοντρά τραβήγματα.

Γενικά και για τις τρεις περιπτώσεις: το «τραβιέμαι» είναι πιασάρικο διότι γραμματικώς ανήκει στη μέση φωνή, η οποία διατηρεί στενές επαφές τρίτου τύπου με την παθητική φωνή (και κλίνεται όπως αυτή). Τονίζει δλδ τη διάσταση του πάθους, του ακούσιου, του αναγκαστικού. Βλ. και το κλασικό «τραβάτε με κι ας κλαίω». Γιατί όλους μας αρέσει κατά βάθος να μας τραβολογάνε κι ας μη το παραδεχόμαστε. Έχει τη καύλα του ενίοτε να αφήνεσαι, να παρασύρεσαι, να άγεσαι και να φέρεσαι, να είσαι άθυρμα στον άνεμο, να μην προσπαθείς ψυχαναγκαστικά να τα έχεις διαρκώς όλα υπό τον έλεγχό σου, να αφήνεις και λίγο τα πράματα στην τύχη.

Some of them want to be abused, όπως έλεγαν και οι Ευρυθμικοί.

  1. - Μαλάκα ψάχνω να βρω λίγη φούντα για την Κυριακή που θα 'μαστε με τη Γωγώ. Γουστάρω να 'χω κάτι να την κεράσω, μη με πάρει και για μαλάκα... Tραβιόμαστε καμιά Ομόνοια λες;
    - Είσαι άσχετος τελικά. Στην Ομόνοια πας μόνο για ζαπρέ αγόρι μου, δεν πας για μαύρο... Για μαύρο μόνο στους γύφτους.
    - Ε άντε λοιπόν ρε φίλε, θα με πετάξεις με το μηχανάκι να ψωνίσουμε; Θα σου βάλω και βενζίνη...
    - Δε θα 'σαι καλά μου φαίνεται. Δεν τραβιέμαι τέτοια ώρα Ζεφύρι για κανένα λόγο... Αύριο και βλέπουμε...

  2. - Πόσα χρόνια τραβιόσαστε με το φροσάκι βρε μαλάκα; Τρία, τέσσερα; Πώς και την παλεύεις ακόμα;
    - Το κέρατο όμως που της έχω περάσει δεν περιγράφεται.

  3. - Πριν δυο χρόνια που λες, ο Γιαννάκης κι ο Τάσος κάνανε την κέντα και πήρανε το εκείνο το μπαράκι που πουλιότανε στο Μαρούσι. Το δούλεψαν καλά στην αρχή, κονομάγανε, γαμούσαν και τα γκομενάκια που πήγαιναν να ζητήσουν δουλειά... Κομπλέ η φάση, αμέρικαν ντρημ σου λέω κι έτσι...
    - Και μετά τι χάλασε;
    - Μετά ο ένας έμπλεξε με τα κοκορέτσια, τον άλλο τον έβαλε μες το βρακί της μια καριόλα μπαργούμαν που γνώρισε εκεί... Το παράτησαν το μαγαζί, άρχισαν να μπαίνουν μέσα... Χρώσταγαν στην εφορία, στο προσωπικό, στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Στο τέλος έβαλαν λουκέτο. Και τώρα έχουν όλους αυτούς να τους κυνηγάνε, χώρια τα δικαστήρια για τα ναρκωτικά. - Πω ρε φίλε, αυτά είναι χοντρά τραβήγματα.

αφού κορόιδο πιάνεσαι τί θέλεις και τραβιέσαι; (από joe909, 06/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός όρος. Δεν πρέπει να συγχέεται με το ομόριζο και συναφές σφαγή (όρο πιο politically correct, που έχει καθιερωθεί σχετικά ευρέως και στο γραπτό λόγο).

Σφάξιμο είναι:

  1. Η συνουσία, το γαμήσι, ο πήδουλας. Εξ ου και σφάζω = γαμάω. Εν προκειμένω δλδ το σφάξιμο ταυτίζεται με το σφίξιμο, ενώ το σφάζω με εκφράσεις όπως σφίγγω, ξεκατινιάζω, της τον σφυράω, της πατάω ένα, της ξηγάω τ' όνειρο, την κάνω μάγκα, την παίρνω, της τον ακουμπάω, της αλλάζω τα υδραυλικά, της κάνω γενικό σέρβις, της πετάω τα μάτια όξω κλπ κλπ. Κλασικός ο διάλογος: «το 'σφαζες το μωρό; - στο γόνατο».

  2. «Ρίξιμο» σε συναλλαγή. Όταν ο εις εκ των δύο συναλλασσομένων αποκομίζει δυσανάλογα οφέλη σε σχέση με αυτά που προσφέρει, λέμε οτι σφάζει τον άλλο. Ειδικότερα, ο όρος παίζει πολύ σε πιάτσες τοξικομανών. Είναι η άσχημη ξήγα στο νταραβέρι, όταν παίρνεις μικρή ποσότητα ή κακής ποιότητας σταφ σε ακριβή τιμή. Σφαξίματα τέτοιου είδους θα συμβαίνουν καθημερινά, όσο υπάρχουν φρικαρισμένοι χαρμάνηδες, οι νούμερο ένα εθελοντές για σφάξιμο. Στης παραμύθας την ποδιά σφάζονται παλικάρια. Tα σφαξίματα κατ' εξακολούθηση είναι μάλλον επικίνδυνη μπίζνα. Δεν παίζεις έτσι με την αρρώστια του καθενός. Παίζει καμιά μέρα να σε βρουν πεταμένο σε κανά χαντάκι ή καμιά χωματερή.

  3. Εγχείρηση, χειρουργική επέμβαση. Η λαϊκή αντίληψη ήθελε ανέκαθεν τους γιατρούς σκιτζήδες, κομπογιαννίτες, τσαρλατάνους, χασάπηδες. Πριν το 19ο αιώνα κανείς δε τα αμφισβητούσε αυτά, κι ο γιατρός ήταν ο εύκολος στόχος της κάθε είδους σάτιρας (π.χ. Μολιέρος). Τα τελευταία 150 περίπου χρόνια όμως, το ιατρικό επάγγελμα κέρδισε αναπάντεχα αξιοσημείωτο κοινωνικό κύρος, σε φάση που οι γιατροί να θεωρούνται ως ένα είδος «ιερών αγελάδων» των σύγχρονων κοινωνιών. Ευτυχώς κάποιοι άνθρωποι όπως ο Michel Foucault («Η Γέννηση της Κλινικής») μας άνοιξαν τα μάτια και καταλάβαμε οτι τελικά δεν έχουν αλλάξει και τόσο τα πράγματα σε σχέση με την προνεωτερική εποχή και πως οι δόχτορες κοιτάνε πριν απ' όλα την παρτάρα τους και πως θα τα κονομήσουν στη δική μας την καμπούρα..

  1. - Μαλάκα έχεις πάρει πρέφα την αδερφή του Νίκου πως μεγάλωσε; Μπουμπούκι σε λέω... Άνετα την έσφαζα.
    - Μαζέψου ρε σάτυρε, ούτε δώδεκα δεν είναι το κοριτσάκι.
    - Ε και; Άλλες σ' αυτή την ηλικία έχουν κάνει και παιδιά. Ξύπνα αγόρι μου, ζήσε στην πραγματικότητα..

  2. - Μάστορα τώρα που είδες τους χώρους, δε μου λες και πόσο θα πάει το κουστουμάκι για να κάνω και γω τα κουμάντα μου;
    - Για σένα κύριος έχω τιμούλα σπέσιαλ, 750 φράγκα όλα κομπλέ. Και μην το πεις πουθενά αυτό, σύμφωνοι;
    - Τι με λες ρε μάστορα τώρα; Θες εφτάμιση κατοστάρικα για να βάψεις δυο δωμάτια 40 τετραγωνικά; Αυτό είναι σφάξιμο απ' τα λίγα..
    - Εμένα που με βλέπεις είμαι μπογιατζής πολυτελείας.. Τώρα για να καταλάβεις άφησα δουλειά στην Εκάλη για να 'ρθω εδώ.. Βίλα διώροφη 500 μέτρα, και μου λες τώρα συ για το δυάρι..

  3. - Τι έγινε ρε μπόι μ' εκείνο το φίλο σου το νταραβεριτζή, θα μας φέρει τίποτα απο κείνο το σταφ που ήπιαμε τις προάλλες;
    - Φίλε τέτοιες καθαρές κόκες δε σκάνε κάθε μέρα.. Έκατσε μια φορά το καλό, δε σημαίνει οτι θα 'ναι συνέχεια έτσι.
    - Και τώρα;
    - Έχει κάτι, πιο δεύτερο βέβαια... Αν ενδιαφέρεσαι πες μου, 70 το γραμμάριο.
    - Σιγά μη του πάρουμε και τσιμπούκι του μαλάκα... Τέτοιο σφάξιμο εδώ δεν περνάει, έτσι να του πεις.
    - Είσαι νέοπας, γι' αυτό τα λες. Έτσι είναι τα νταραβέρια, χαλάρωσε, θα μπεις στο πνεύμα..

  4. - Μαλάκα Μήτσο τουμπάνιασες... Τέζα είσαι, μπράβο. Δούλεψε το φάρμακο βλέπω..
    - Ναι ρε φίλε, ο τελευταίος κύκλος καλά με πήγε. Αλλά τσιγκουνεύτηκα να μπω αποκατάσταση και με χτύπησε στο βυζί. Γαμώ τη γυναικομαστία μου μέσα..
    - Νταξ ρε φίλε δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου. Δεν παίζει να πάρεις τώρα κανά Nolvadex και να φύγει;
    - Παπαριές αγόρι μου, τώρα μόνο σφάξιμο με σώζει. Πάω το κόβω το γαμοβυζί και ησυχάζω μια και καλή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που μεταχειρίζονται οι απασχολούμενοι σε τηλεοπτικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η μεγάλη άνθιση της ιδιωτικής τηλεόρασης στη χώρα μας, την τελευταία 20ετία, οδήγησε στην ανάπτυξη ενός νέου ιδιώματος που αφορά τις τεχνικές δυνατότητες του μέσου καθώς και τα πάσης φύσεως προβλήματα που ανακύπτουν λόγω αυτών. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι όροι του τηλεοπτικού ιδιολέκτου είναι ξενόφερτοι, ιδίως αγγλικοί.

Η αράχνη λοιπόν, είναι το σήμα / λογότυπο του εκάστοτε τηλεοπτικού σταθμού, όταν αυτό προβάλλεται φαρδύ πλατύ στο κέντρο της τηλεοπτικής εικόνας (και σε γκουμούτσα γραμματοσειρά), προς εξασφάλιση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Επειδή το εν λόγω σήμα είναι συνήθως λευκού χρώματος και σχετικά θαμπό (ώστε να κουτσοβλέπει κανείς κι από κάτω του) ονομάστηκε αράχνη (αν και θα 'πρεπε να το πουν ακριβέστερα ιστό αράχνης, αλλά τρέχα γύρευε τώρα).

Αράχνη πέφτει συνήθως στην οθόνη, όταν πρόκειται για αποκλειστικά ρεπορτάζ ή αποκλειστικές εικόνες που πρέπει να προστατευτούν απ' τον ανταγωνισμό. Αυτά ισχύουν βέβαια περισσότερο στη θεωρία, καθώς ουκ ολίγες φορές έχει παρατηρηθεί το ιλαρό φαινόμενο 2 ή και περισσότεροι σταθμοί να προβάλλουν την ίδια εικόνα (π.χ. απευθείας λήψεις από κάποια πυρκαγιά ή άλλη καταστροφή), έχοντάς την καλύψει με την αράχνη τους. Να το αποδώσει κανείς αυτό στο φόβο των Ιουδαίων ή στην εφαρμογή της παλιάς παροιμίας «φύλαγε τα ρούχα σου»; Είναι μια άποψη. Ο κάπως πιο υποψιασμένος δεν θα δυσκολευτεί να καταλάβει πως η αράχνη δεν είναι παρά άλλη μια μορφή επίδειξης δύναμης, μια δήλωση του στιλ «είμαι εδώ, με βλέπετε, έχω τη δύναμη να προβάλλομαι». Τέσπα, αυτά είναι πράγματα γνωστά απ' την εποχή του Μarshall McLuhan («το μέσο είναι το μήνυμα»)... Όπως ακριβώς μια διαφήμιση η οποία δεν λέει τίποτα για τα ουσιαστικά πλεονεκτήματα του διαφημιζόμενου, μόνο προβάλλει γιγαντιαίο το εταιρικό λογότυπο (π.χ. coca-cola)...

Ενοχλητικές αράχνες δεν συναντά κανείς μόνο στους τηλεοπτικούς δέκτες του, αλλά και στο ίντερνετ, π.χ. σε φωτογραφίες από συλλογές μουσείων, όπου έχουν καθίσει στη μέση το λογότυπο του σάιτ ή το όνομα του μαλάκα που τράβηξε τη φωτογραφία. Δεν υπάρχει πιο απτή ίσως απόδειξη για την πλήρη εμπορευματοποίηση της Τέχνης. Βέβαια θα αντιτείνει κανείς ότι το χρήμα και η τέχνη πήγαιναν πάντα πακέτο (βλ. Μέδικοι), αλλά έλεος πλέον. Έχεις να προβάλλεις μια ωραιότατη και σφιχτή power-point παρουσίαση και, θες δε θες, θα μάθουν όλοι οι ακροατές σου σε ποια σάιτ σεργιανούσες για να μαζέψεις το υλικό σου.

  1. (σε τηλεοπτικό κανάλι)
    - Έχω εικόνα τον Κούγια με τη σκρόφα του να είναι έξω απ' το κτίριο και να απειλεί ότι θα πηδήξει τη μάντρα..!
    - Ρίξε αράχνη μαλάκα μου πρώτα, μη τυχόν και το βγάλεις έτσι, σε γάμησα!

  2. (δύο φίλοι στο νετ)
    - Τι ψάχνεις;
    - Μπα τίποτα, πίνακες ζωγραφικής χαζεύω, από μεγάλα μουσεία κι έτς.
    - Πετριά που 'χεις φάει ρε αγόρι μου... Και βρίσκεις τίποτα;
    - Ναι, όλα κομπλίτα. Ρίχνουν βέβαια την αράχνη τους πάνω στην εικόνα, αλλά τι να κάνεις; Μόνο αυτού του γαμημένου του Kunsthistorisches της Βιέννης δεν μπορείς να βρεις τίποτα, τα 'χει όλα κλειδωμένα..
    - Του ποιου;

(από ο αυτοκτονημενος, 27/05/09)(από ο αυτοκτονημενος, 27/05/09)Αράχνη με αράχνη (από poniroskylo, 28/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά γραμμωμένος, ο κομμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας, ο γράμματας. Το υποδόριο λίπος του έχει περιοριστεί τόσο, σε φάση που το δέρμα του φαίνεται διάφανο, σαν τσιγαρόχαρτο rizzla (το γαλάζιο πακετάκι). Τόσο λεπτό και διάφανο, όπως το κουστουμάκι που αλλάζουν τα φίδια κάθε χρόνο.

Το ερπετό σηματοδοτεί τον ανώτατο βαθμό γράμμωσης. Είναι η γράμμωση που καταντάει αηδία. Ως χαρακτηρισμός, δεν έχει απόλυτα θετική χροιά, σε αντίθεση π.χ. με το «φέτας». Δύσκολα θα δεις επιτυχημένους σφίχτες να αλληλοθαυμάζονται σε στιλ «πω ρε φίλε, ερπετό έγινες». Θα το πει μάλλον κάποιος που ασχολείται μεν με τη γυμναστική, αλλά χωρίς να έχει δει ιδιαίτερα αποτελέσματα, σε κάποιον γραμμωμένο που κρυφοζηλεύει. Ο τόνος είναι συγκαλυμμένα συγκαταβατικός. Δεν είναι δλδ ένας ευθέως ειρωνικός και μειωτικός χαρακτηρισμός (όπως π.χ. το «πρησμένος»), αλλά ακόμη κι έτσι προδίδει τον ανομολόγητο φθόνο του wannabe κομμάτια, προς το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του.

Ερπετά γίνονται οι μπίλντερς σε περίοδο αγώνων, όταν πλακώνονται στη δίαιτα, τρυπιούνται με στεροειδή που δεν κατακρατούν υγρά (π.χ. winstrol) και στην ούγια χτυπάνε και διουρητικά, π.χ. lasix (τα οποία είναι και τα πλέον επικίνδυνα, οι πιο πολλοί musclemen απ' αυτά έχουν πάει). Μερικοί δεν κάνουν ούτε μπάνιο τις τελευταίες μέρες, για να φρακάρουν οι πόροι και να μη μπαίνει υγρασία στο δέρμα. Έτσι, όταν ανέβουν στη σκηνή για να ποζάρουν, είναι εντελώς αφυδατωμένοι, τεζαριστοί, μόνο μύες και κόκαλα, με το ασπράδι των ματιών να κοντεύει να πεταχτεί έξω απ' τις κόγχες.

(διάλογος ζευγαριού στην παραλία)

- Τι κοιτάς ρε φροσάκι τόση ώρα και σου 'χουν βγει τα μάτια;
- Τίποτα μωρό μου, απλά χαζεύω...
- Μη μου πεις πως κοιτάς τον σφίχτη το ναυαγοσώστη... Αυτός ρε μωράκι μου το 'χει παραχέσει με τη γράμμωση. Δεν τον λες άνθρωπο πια, ερπετό τον λες. Φαντάζομαι τι φάρμακα θα 'χε πάρει για να γίνει έτσι. Θα σου πω όμως εγώ σε λίγα χρονάκια, που θα τον κλαίει η μάνα του...
- Ναι μωράκι μου αλλά οι κοιλιακοί του είναι σκέτη αμαρτία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος περίτεχνης κόμμωσης που προτιμούν οι κάγκουρες. Είναι παραλλαγή του λουκ «καρφάκια», μόνο που στον φράχτη σχηματίζεται ένα είδος στέμματος από υπερυψωμένα καρφιά, περιμετρικά του τριχωτού της κεφαλής, τη στιγμή που, στο κέντρο, τα μαλλιά παραμένουν φλατ. Για να πετύχει ο φράχτης, εκτός από τις υπερποσότητες τζελ που πρέπει να ξοδέψεις για να τον στήσεις, πρέπει τα σχετικά τουφάκια του να έχουν μάκρος κανά τεσσάρι πόντους τουλάστιχον, ενώ στο κεντρικό τμήμα πρέπει να έχει πέσει ξούρα ή έστω τα μαλλιά να είναι αρκετά κοντά.

Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές του μαλλιού-φράχτη, αρκεί να 'χεις όρεξη να ασχολείσαι με τρίχες και λεφτά για ν' αγοράζεις τζελ / κεριά / σπρέι κλπ. Πουχού, ο φράχτης μπορεί να σχηματίζει Π, δλδ να υψούται μόνο στη μπροστινή και τις δύο πλάγιες όψεις (και όχι πίσω).

Ο φράχτης είναι σήμα κατατεθέν του πιτσιρικά κάγκουρα, ηλικίας το πολύ μέχρι 22-23. Αρχετυπική περίπτωση κάγκουρα, οι πιτσιρικάδες αυτοί καβαλάνε συνήθως κωλοφτιαγμένα παπιά με αυτοκόλλητα, εξατμίσεις sebring, επιθέματα νίκελ, χρωματιστά αντίβαρα τιμονιού, υπερμεγέθη after market φίλτρα αέρα κλπ. Ενίοτε θα τους δεις να καβαλάνε, εκτός από πάπιες, τίποτα παλιές διχρονίλες του στυλ Honda CRM (οι πιο φτωχομπινέδες) ή χωμάτινα καθαρόαιμα, όπως η σειρά YZ της Yamaha (οι πιο γκαφράδες).

Όπως και η all time classic μοϊκάνα, ο φράχτης πάει πακέτο με μέταλλο (σκουλαρίκια σε αυτιά, μύτες, φρύδια) και tattoo (τραϊμπαλάκια συνήθως, λιγότερο κινέζικα που τα προτιμούν πιο μεγάλες ηλικίες ως πιο σοφιστικέιτεντ [κι ετς]).

Η αλήθεια είναι πως ο φράχτης, ενώ έκανε θραύση πριν καμιά πενταετία περίπου, περνά σήμερα μια φάση σχετικής κάμψης στις προτιμήσεις των καγκουροειδών. Γενικά η σημερινή εποχή ρέπει περισσότερο προς την ποικιλομορφία και την διαφοροποίηση (ως προς τα κουρέματα / χτενίσματα τουλάχιστον), ενώ όσο προχωράμε προς τα πίσω παρατηρούμε όλο και μεγαλύτερη ομοιομορφία στο νεανικό λουκ (π.χ. πριν καμιά δεκαπενταετία φόραγαν όλοι φλάι μπουφάν και doc martens).

Kαι κάτι τελευταίο. Από είδος κόμμωσης, ο φράχτης κατέληξε να σημαίνει εξίσου τον ίδιο τον φέροντα την κόμμωση. Το φαινόμενο αυτό (το μέρος να χαρακτηρίζει το όλο) ονομάζεται συνεκδοχή. Τυπικό παράδειγμα συνεκδοχής είναι το παμπάλαιο «αγόρασα μια ρόδα» = «αγόρασα αμάξι / μηχανή».

  1. - Άντε ρε καραγκιόζη, έχουμε αργήσει, τελείωνε με τον καθρέφτη καμιά φορά... Είπαμε να σενιαριστείς, αλλά εσύ το γάμησες. - Άμα δε στρώσει ο φράχτης δεν πάω πουθενά.
    - Εγώ μια φορά στο είπα. Όταν θα σκάσουμε στο ραντεβού κι οι γκόμενες θα 'χουν γίνει μπουχός, μη μου αρχίσεις την κλάψα...

  2. - Έμαθες που η γιώτα τραβιέται μ' έναν περιστεριώτη;
    - Ναι, μου τον έχει μοστράρει κιόλας.
    - Τι μέρος του λόγου είναι;
    - Ένα μόμολο είναι, κλασικός φράχτης, με τη μαγκιά να του τρέχει απ' τα μπατζάκια...
    - Αυτό το κορίτσι μια ζωή με μαλάκες και αποτυχημένους έμπλεκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οσονούπω θα τα τινάξει, που έχει κλείσει ραντεβουδάκι με το Χάρο, που έχει μπει σε λίστα αναμονής για τον αγύριστο, που του σώθηκε το λάδι στο καντηλάκι του, που τα ψωμιά του είναι μετρημένα, που είναι με το ένα πόδι στον τάφο, που θα πάει διακοπές στα εξωτικά Θυμαράκια, που θα βλέπει τα ραδίκια να φυτρώνουν ανάποδα, που θα παίζει τάβλι με τον άγιο Πέτρο (στην καλύτερη περίπτωση) κλπ κλπ.

Ανακεφαλαιώνοντας: το λέμε για κάποιον που πρόκειται να πεθάνει λίαν συντόμως, έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος αυτού. Μη σου πω ότι ξέρει και τη μέρα στο περίπου. Συνήθως οι γιατροί του έχουν πει π.χ. ότι του μένουν 3 μήνες, 6 μήνες ή ένας μήνας. Ο μελλοθάνατος έχει λοιπόν την άνεση, στο διάστημα που του απομένει, να κάνει τα κουμάντα του, κυρίως να τακτοποιήσει διάφορα θέματα κληρονομικά και διαδοχής.

Η έκφραση έπαιξε πολύ τον καιρό που ήταν για να μας αδειάζει τη γωνιά ο Αρχιεπίσκοπας Χριστόδουλας (sic). O Aρχιεπίσκατος (έτσι τον έλεγε τρυφερά ο Ζακύνθου) εκτός απ' το να μοιράζει χρυσά μανικετόκουμπα και άλλα εκκλησιαστικά μπιχλιμπίδια σε φίλους και συγγενείς, μεθόδευσε προσεκτικά και τη διαδοχή του, αλλά τελικά δεν του έκατσε.

(διάλογος θεούσας μαμάς - αντίχριστου γιου)

- Τα έμαθες παιδάκι μου για τον Αρχιεπίσκοπο;
- Ναι, ο τύπος ετοιμάζει βαλίτσες για πάνω, so what;
- Πως μιλάς έτσι παιδάκι μου, θα μας κάψει ο Θεός...
- Προς το παρόν αυτός που θα καεί στην κόλαση είναι ο αγαπημένος σου τραγόπαπας.

Δες και του πήραν τις πινακίδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επεξηγώ μετά λεπτομερειών προηγούμενη φράση μου. Συναφείς εκφράσεις: κάνω νιανιά, δίνω μασημένη τροφή, το καταλάβατε ή να κάνω και κακά;

Αναγκαζόμαστε να κάνουμε φραγκοδίφραγκο κάτι που είπαμε, συνήθως όταν ο συνομιλητής μας είναι κάπως αργόστροφος, γκαφάλι, δεν τα πιάνει με τη μία, λειτουργεί με χρονοκαθυστέρηση, το μυαλό του δουλεύει με μανιβέλα, του λείπουν καναδυό βίδες, έχει κάψει (κάποια) εγκεφαλικά κύτταρα, η σκούφια του κρατάει από Μογγολία μεριά, πήγαινε στο ΠΙΚΠΑ με το γνωστό πουλμανάκι κλπ κλπ.

Γενικώς δεν είναι και η καλύτερη φάση να αναγκάζεσαι να κάνεις φραγκοδίφραγκο. Τη στιγμή που προσπαθείς να εξηγήσεις τα αυτονόητα, αισθάνεσαι τη νοημοσύνη σου να συρρικνώνεται καθώς προσπαθείς να κατέβεις στο επίπεδο του βλακέντιου συνομιλητή σου.

  1. Όταν όμως κάποιος σου πετάξει τη φράση «δε σε πιάνω, για κάντο φραγκοδίφραγκο αυτό που είπες», δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: α) όντως δεν κατάλαβε διότι καίει κάρβουνο (οπότε ισχύουν όσα είπαμε πιο πάνω)
    β) έχει καταλάβει πολύ καλά τι του είπες, δεν του πολυάρεσε, και σε αναγκάζει να το επαναλάβεις πιο ξεκάθαρα για να σε φέρει σε δύσκολη θέση και να οργανώσει στο μεταξύ την αντεπίθεσή του. Συναφής έκφραση, το κλασικό «δεν κατάλαβα, τι είπες;», που λέγεται σε άκρως μαγκιόρικο στυλ, με απειλητική διάθεση και με το απαραίτητο στραβοστόμιασμα.
  1. - Τι λέει ρε Τζορτζ, καιρό είχα να σε δω... Με τη σχολή πώς τα πας, τελειώνεις;
    - Το πολεμάω ρε φίλε... Κάνω και κάτι μαθήματα σε παιδάκια τώρα και δε μου μένει πολύς χρόνος.
    - Καλή φάση, έχει λεφτά αυτή η φάμπρικα με τα ιδιαίτερα.
    - Τι καλή φάση ρε μαλάκα, που είναι όλα τους μόγγολα κι αναγκάζομαι να τους κάνω τα πάντα φραγκοδίφραγκο... Εδώ χτες ένας δεν ήξερε τι πάει να πει η λέξη «αποδιάρθρωση» και βρέθηκα να εξηγώ από καταβολής κόσμου..
    - Παράδειγμα που βρήκες κι εσύ ρε πούστη μου.

  2. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Δεν πάει. Οσονούπω την κάνιγγος. Είπα προχτές στο μαλάκα το αφεντικό ότι δε γίνεται να συνεχίσω να δουλεύω 9 και 10 ώρες για 30 γαμοευρώ, και ξέρεις τι μου είπε;
    - Όχι δεν ξέρω.
    - «Δεν κατάλαβα κωστάκη, για κάντο μου φραγκοδίφραγκο αυτό αν έχεις την καλοσύνη» και κάτι τέτοια κουτσαβάκικα...

(από johnblack, 25/05/09)

Βλ. και σχετικό λήμμα σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο τίγκα στα καυλόσπυρα. Ο φέρων τα καυλόσπυρα είναι ο «πίτσας».

Πίτσα, διότι η μάπα του σπυριάρη σχηματίζει ένα πολύχρωμο μωσαϊκό όπου κυριαρχούν οι ρόδινες, υπόλευκες και υποκίτρινες αποχρώσεις (μαζί με ορισμένες πινελιές μαύρου, αν ο τύπος είναι αξύριστος ή η τύπισσα είναι γάτα μουστακάτη).

Πίτσα, διότι το εν λόγω ψηφιδωτό φέρει επιπλέον, πολλαπλά ανάγλυφα κοσμήματα: καντήλες, βυζιά, καρούμπαλα, κέρατα και λοιπά διακοσμητικά μοτίβα.

Πίτσα, διότι το εν λόγω γεωλογικό ανάγλυφο περιλαμβάνει και ενεργά ηφαίστεια, που ξερνούν κάθε τόσο απολαυστικά λιπαρά ζουμιά.

Εδώ στο Ελλάντα πρέπει να το ξεσηκώσαμε από τα αμερικλάνικα, και πιο συγκεκριμένα απο τις θρυλικές και καλτιάρικες πλέον «νεανικές/κολεγιακές» ταινίες της δεκαετίας του '80 (Εκδίκηση των Νερντς κλπ), όπου έπαιζαν πολύ προσφωνήσεις-καζούρες του τύπου: «who's talking to you, pizza face;»

Κατά διαβολικό τρόπο, ο πίτσας συμβαίνει συχνά να είναι και γυαλαμπούκας, να φοράει ατσάλι στα δόντια και να είναι και παραγωγός χλωροφύλλης (δλδ φυτούκλα). Οι ωραίοι και γαμιστεροί και μαγκιόροι του σχολείου τον κάνουν τσιμπούκι, έτσι για να γουσταρίζουν and life goes on..

- Φίλε σκέφτομαι στο σχόλασμα να πω στη Μαρία να γυρίσουμε μαζί.. Μ' αρέσει και νομίζω πως έχω ελπίδα να κάνω κάτι..
- Τι ελπίδες βρε όρνιο μου λες; Έχεις κοιταχτεί ποτέ στον καθρέφτη να δεις τη μάπα σου που είναι σαν πίτσα πεπερόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified