Στο Π. Ναυτικό, σκωπτική αναφορά στο αρκτικόλεξο Α.Φ.Ε. = Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου, δηλαδή τον αξιωματικό υπηρεσίας της βάρδιας, υπεύθυνο για ολόκληρη μονάδα, συνήθως Πλωτάρχης Π.Ν. Κάτω απ' αυτόν υπηρετεί ο βαφλέ (εκ του Β.Α.Φ.Ε.= Βοηθός Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου), συνήθως Υποπλοίαρχος.

Ο αμέσως υπεύθυνος κάθε μιας υπηρεσίας είναι ο Άλφα-Φί (Αξιωματικός Φυλακής), που αλλάξει κάθε μέρα, συνήθως Υποπλοίαρχος αλλά και σημαιοφόροι ΠΤ ή ΠΥ (πιλάφια / μπαρμπα-ναύτες).

Οι δυο πιο πάνω συνήθως, με το που αναλαμβάνουν βάρδια, την πέφτουν ακαριαία για ξάπλα, ενώ ο τελευταίος πίνει αόκνως ούζα στη διπλανή υπηρεσία, αφήνοντας το κινητό του και τα οπλονομόπαιδα στο πόδι του. Άμα καβλαντίσει, ξυπνά τους οδηγούς κι κάνει και καμιά «εφοδεία» (δηλ. βόλτα με την καμιονέτα) πού και πού.

- Μαλάκες, μαζέψτε τα μπυρόνια κι έρχεται ο παρφέ να κάνει εφοδεία, το νου σας!

- Το μπούστη! Κατουρόκαβλα νυχτιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Κρυφοσαδιστική κι εξυπνακίστικη έκφραση (ών ουκ έστιν αριθμός), που χρησιμοποιούν τα πιλάφια προκειμένου να δηλώσουν οτι θα τιμωρηθείς για πειθαρχικό παράπτωμα.

Παραπέμπει στο γνωστό έπαιξες (το πουλάκι σου / μαλακίστηκες / έκανες μαλακία / έσφαλες) κι έχασες και τώρα ήρθε η ώρα της λυπητερής (=λογαριασμού)...

Συνεπώς, η πιλάφειος σπάθη εκκρεμεί πάνω από τις εξόδους σου, για να τις τεμαχίσει άκαρδα.

- Κλίμακα! Πού είναι ο πιλίσκος σου;
- Τον άφησα στο υπόφραγμα ύπαρχε...
- Έχασες! Μόλις τελειώσεις, τράβα γράψου 10 φι στο οπλονομείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Ο χώρος συναθροίσεως των ναυτών, κατόπιν κλήσεως, για αναφορά-καταμέτρηση. Η «αναφορά» ή ντάκος ή «σέντρα» στα στρατέικα.

Δηλαδή, βαράει το καμπάνι, τρέχουν τα ναυτάκια, στοιχίζονται αναλόγως τη μονάδα, στον ουλαμό, τον λόχο, τη διμοιρία ή την ομοχειρία τους, κάνουνε τα στον καιρό - έι τους, βγαίνει κάποιος και λέει προσευχούλα για να καθαρίσει ο τόπος απ' τα τελώνια (όπως στο shinobi), κάνουνε και μια ψοφο-γυμναστική της κακιάς ώρας, διαβάζει ο επικεφαλής πιλαφάς την ημερησία διάταξη (π.χ. αγγαρείες, έπαινοι, επισημάνσεις, αιτήματα, παράπονα, τιμωρίες κτλ) και μετά τα ναυτόπουλα σκορπάνε εις τα εξ ων συνετέθησαν.

Αυτό το βιολί γίνεται συνήθως πρωί-απόγευμα-βράδυ. Το πρωί είναι με προσευχή και ναυτοβική γυμναστική (φαίνεται ότι μόνον της αεροπορίας είναι αποτελεσματική, γι' αυτό και επεκράτησε ο όρος). Στις υπόλοιπες κλήσεις είναι με άνευ (μόνο καταμέτρηση), ίδια όπως στη φυλακή και στο μαντρί.

Ο χώρος συναθροίσεως συνήθως είναι ένα αρκετά μεγάλο πλάτωμα (π.χ. στα κέντρα εκπαιδεύσεως ή στις μεγάλες μονάδες), όπου παρατάσσονται ομαδόν τα ναυτόπουλα κυκλικά, με τα βλοσυρά πιλάφια στην κορυφή και ενδιάμεσα κενό, εξ ού και πίστα (αφού τα πιλάφια είναι θαμώνες κωλόμπαρων του Πειραιά) ή «σέντρα» (για τους ποδοσφαιρόφιλους).

Η σημαντικότερη εκδήλωση της πίστας για τους ναύτες είναι η υποχρεωτική είσοδος σε αυτήν, κατόπιν πιλαφόθεν ονομαστικής κλητεύσεως, προκειμένου να τους απαγγελθεί κατηγορία και να τιμωρηθούν για πειθαρχικό παράπτωμα = να χορέψουν.

Για τον λόγο αυτό, η απειλή θα σε βγάλω στην πίστα μαραγκιάζει την ψυχή και του πιο χορευταρά ναύτη...

- Ποιος ήτανε βάρδια χτές;
- Εγώ οπλονόμε…
- Και ποιος είσαι συ; Όνομα-βαθμό-μητρώο δεν έχεις; Για αναφέρσου κανονικά, για θα σε βγάλω στην πίστα να χορέψεις τσάμικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνογαλλική συμμαχική λέξη: κωλόπαιδο. Κώλος + enfant (= παιδί), ήτοι το εκ του αφεδρώνος τεχθέν (μεταφορικώς) ή συλληφθέν (κυριολεκτικώς) παιδί, δια της μεθόδου του μπα(ν)τανά (βλ. λήμματα: μπατανόπιασμα / μπαντανόπιασμα, πινέλο).

Μπινελίκι εισαγωγής, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον επί της δεύτερης καραμανλοκρατίας, δώρο του Ντεστέν στο «φρύδια», που την κουβάλησε στον διπλωματικό του σάκο μαζί με τη δημοκρατία, κάτι μιράζ και υποσχέσεις εισδοχής στην Ε.Ο.Κ.

Αποπνέει μια δροσερή εξωτική εσάνς και φοριέται και στο δεξί σαν κόσμημα, με παρασόλι και αποικιακή κάσκα.

- Τσιμπάει μπάρμπα;
- Μπαρμπαριά και Τούνεζι να σε κόψει. Φύγε απο δώ βρέ κωλανφάν και μου διώχνεις τα ψάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Χιουμοριστικόν): Το κατά μόνας κανάκεμα της κοκκώνας τινός, προσιδιάζον τον (ατελή) αυνανισμό. Δηλαδή, πρόκειται περί ομιλούσης ημιμαλακίας, προς αβγάτισμα του μεγέθους της ζουφώσασας -ένεκα αχρησίας- τσουτσούνας και για λόγους αποκαταστάσεως της τρωθείσης αυτοεκτιμήσεως.

Τα ταχταρίσματα ή νταχτιρ(ι)ντίσματα που κάνανε οι μανάδες / παραμάνες στα βρέφη, είναι γνωστό αντικείμενο της λαογραφίας, άλλωστε διδάσκονταν μέχρι πρότινος και εις το σχολείον (βλ. ανθολόγιο πράσινο και κίτρινο), π.χ.

[i]«νταχντιρ(ι)ντί του λέγανε και δε μου το παντρεύανε (κ.τ.λ.)», «το παιδάκι μου το ρούσο να το πλύνω να το λούσω (κ.τ.λ.)» κ.α.[/i]

Εις πλείστους πολιτισμούς, η λουλού προσωποποιείται ως υποκείμενον: φίλος, παιδί, ή αντικείμενον: φίδι, χοιρινόν, γαριδάκι, λουκάνικον, σπάθη, λάσο, σφενδόνη, λάστιχον, κορδόνι, πτηνόν και εν πάσει περιπτώσει (τόση κι άλλη τόση) οι Γάλλοι την αποκαλούν με τον μη κολακευτικό όρο: «mon petit frere» (ο μικρός μου αδελφός).

Τα ταχταρίσματα δεν πρέπει να συγχέονται με τα νανουρίσματα, γιατί αυτά έχουν ως σκοπό να αποκοιμηθεί το βρέφος (και να ησυχάσει η μητέρα), ούτε με τους Ταχτατζήδες (κρυφοχριστιανούς της Ανατολίας που πετσοκόψανε οι νεότουρκοι). Είναι δε άγνωστο, εάν οι μανάδες έλεγαν στο παρελθόν λιγότερα νανουρίσματα, εφόσον δεν τα χρειάζονταν, δεδομένου ότι πότιζαν τα παιδάκια με λάβδανο ή αφιόνι, π.χ. ακόμα και μέχρι πριν καμιά 50αριά χρόνια στην Κρήτη ή στη Μακεδονία που το έλεγαν μάκο (=μήκων-η υπνοφόρος-στα-ντόπια) για να ξεραθούν.

Εν προκειμένω όμως, το ζητούμενο δεν είναι η ύπνωση, αλλά τουναντίον η αφύπνιση της τσαπούς ταις παραινέσεσιν οίκοθεν ταχταρισμάτων, ελλείψει στοργικής αντισυμβαλλομένης...

Ας θυμηθούμε το γνωστό ανέκδοτο με τον εν λεωφορείω μαλακισθέντα οδηγόν, άδοντα το «αχ κουνελάκι-κουνελάκι», προϊόντος του προκεχωρημένου της ώρας, δεδομένου ότι έδει μαλακισθήναι εις τας πέντε ακριβώς ίνα μεγεθύνη το μόριόν του, κατ' ιατρικήν επιταγήν, όπως άλλωστε και η πληροφορήσασα αυτόν περί του προκεχωρημένου της ώρας επιβάτις, ήτις βυζεμαλακίζετο, προκειμένου να αυξηθή ο όγκος των ημιυπαιθρίων της, άδουσα το «μια ωραία πεταλούδα»(!)

Επί παραδείγματι, ιδέ γνωστόν σχολικό ποίημα, δίκην ταχταρίσματος:

[i]«Ω πούτσα μου πώς κατήντησες, εσύ σε τέτοιο χάλι, που όταν έβλεπες μουνί, γινόσουνα μεγάλη;
Αγρίευες και θέριευες, γινόσουν άνω-κάτω
και ξέσκιζες της καθεμιάς τον μούνο και τον πάτο. Τώρα, κλεισμένη στο βρακί, δε μου ζητάς παιχνίδια, μόνο που αναπαύεσαι στα ένδοξά σου αρχίδια.»[/i]

Μεταφορικώς το ταχτάρισμα εξομοιούται προς την μαλακίαν, ήτοι σημαίνει: κωλοβαράω, μαλακίζομαι, πουτσίζω, ψωλάρω, τον παίζω = είμαι άεργος, οκνός, νωθρός, κωλυσιεργώ κ.τ.λ.

Σημείωση: Η «κολλεχτίβα» παρά τοις εξορισθέσιν εις ξερονήσα διστειχισμένους κομονισταίς εργάταις, εξελαμβάνετο ως «κωλοχτύπα»...

(Συνεργείο)
- Την έλυσες τη μηχανή;
- Τώρα, να αυτό κάνω...
- Τόση ώρα; Απ' το πρωί κάθεσαι εκεί πέρα μόνος σου και την ταχταρίζεις; Έλα κάνε γρήγορα και μας έχει φύγει η μαγκιά στη δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός παλιού σαπιοκάραβου. Εκ του παλιού πλοίου «Κάντια» (=Κρήτη/Ηράκλειο στα βενετσάνικα), που εκτελούσε δρομολόγια Ηράκλειο-Πειραιάς κι έτρεμε ολάκερο.

Συνώνυμα: Σκυλοπνίχτης, μπανιέρα, ψαροκασέλα, παλιο-φελούκα, νεκρόκασα, οπιπί (=Ναυτικό αρκτικόλεξο: όρμος παροπλισμένων πλοίων) κ.α. Αγγλιστί: tub κ.α.

Να μην συγχέεται η λέξη «μπρίκι» προκειμένου για ψοφόπλοιο, δεδομένου οτι το εγγλέζικο brigg είναι τύπος ταχέως μικρού πλοίου, όπως και schooner = σκούνα κτλ.

- Με ποιό πλοίο φεύγουμε;
- Με το Mediterranean Sea.
- Τί, μ' αυτή την κατάντια; - Γιατί, δε σ' αρέσει;
- Ρε, αυτό θέλει να το δουλέψεις δυο μήνες ηλεκτροματσάκονο για να δεχτούνε να το πάρουνε τσάμπα οι Σομαλοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα. Δηλαδή, ο κατηραμένος να έχει ετεροχρονισμένες στύσεις πάντα και μόνο σε χρόνο ακατάλληλο. Ήτοι, όταν ουρεί να κατέχεται απο κατουρόκαβλα, ενώ όταν επιδίδεται στο σεξάκι, η τσαπού του να γίνεται τρυφερότερη κι απο την καρδιά ενός μαρουλιού...

Εξυπονοείται η πρόταση: Που να σου γίνει / που να σου καμωθεί / που να την έχεις κτλ (πριν την κατάρα).

- Τελικά, σ' έκλασε ο Χρήστος. έ;
- Ναι, πανάθεμάτονε και τα' φτιαξε και με κείνη τη σακαφιόρα τη Ντέππυ, που μολύβι στο κατούρημα, μπαμπάκι στο γαμήσι να την έχει, ο πούστης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία, σηματοδοτούσα με πικρία το πέρας μιας ευχάριστης κατάστασης (π.χ. πάρτυ, διακοπές, διάλειμμα κτλ) και την απαρχή ξενέρας (π.χ. σπίτι μόνος, δουλειά, μάθημα κτλ).

Παρόμοιο του μπαμπαδίστικου: «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».

Ισπανιστί: Se acaba el cachondeo.

Ιταλιστί: Finita la musica e pasata la festa.

Αγγλιστί: Δη πάρτη, ιτς όβερ (βλ. Σιούφας στη Βουλή απο u-tube)!

- Ωωχ... Αρχίσανε και τα μπλουζ μ' ανοιχτά τα φώτα, μάλλον μας διώχνουνε φίλος.
- Εμ, πήγε έξι η ώρα. Εμάς θα περιμένουνε πότε θα χτυπήσουμε γκόμενα οι άνθρωποι; Έχουνε και σπίτια.
- Κατάλαβα, έκλασ' η νύφη, σχόλασ' ο γάμος. Πάμε για βρώμικο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Τηλεγραφική έκφραση που χρησιμοποιούνε τα πιλάφια, προκειμένου να δηλώσουν ότι η συνδιάλεξη έλαβε τέλος.

Εκ της ομώνυμης έκφρασης των τηλεγραφητών ή των υπολόγων στο αρ-εφ (R/F), σε υπηρεσιακούς διαλόγους ασυρμάτου ή ΕΕΝ (ενσυρμάτων επικοινωνιών). Συνήθως ως εξής:

- Υπόλογος ακούει;
- Δυνατά-καθαρά.
(Ακολουθεί ο διάλογος)
- Πέρας!

Προκειμένου να γίνει η συνδιάλεξη με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια, ιδίως σε δυσμενείς συνθήκες (π.χ. θαλασσοταραχή, παράσιτα, βόμβοι, φωνές, πόδια μηχανής, εκτοξεύσεις κτλ), οι διάλογοι είναι λακωνικότατοι. Aν πρέπει να μεταφερθεί μέσω περισσοτέρων το μήνυμα, ο πρώτος που το ακούει το επαναλαμβάνει φωναχτά ώστε να διαπιστώσει ο πομπός ότι το έλαβαν σωστά οι δέκτες και κατόπιν μεταδίδεται φωναχτά επακριβώς απ' τον ενα ναύτη στον άλλο (π.χ. πρόσω ημιταχώς). Χρησιμοποιείται κατά κόρον το τρίτο ενικό πρόσωπο, ενώ σε ασύρματη/ενσύρματη επικοινωνία, πρέπει να διαπιστωθεί το πρώτον η ευκρίνεια και η ένταση του πομπού-δέκτη κι ύστερα να γίνει ο διάλογος, για να μην υπάρχουν παρερμηνείες στα διαμοιβόμενα, αλλιώς μπορεί να γίνει χοντρή μαλακία!

Για τον ίδιο λόγο, οι σηματωροί χρησιμοποιούν τον διεθνή κώδικα επικοινωνίας λατινικών αρχικών και σπελλάρουν ένα-ενα τα γράμματα μιας λέξης:

A= Alpha
B=Bravo
C=Charlie
D=Delta
E=Echo
F=Foxtrot
G=Golf
H=Hotel
I=India
J=Juliet
K=Kilo
L=Lima
M=Mike
N=November
O=Oscar
P=Papa
Q=Quebec
R=Romeo
S=Sierra
T=Tango
U=Uniform
V=Victor
W=Whisky
X=X-ray
Y=Yankee
Z=Zulu

Επίσης, τα αριθμητικά:

0=nadazero
1=unaone
2=bissotwo
3=terrathree
4=kartefour
5=pentafive
6=soxisix
7=setteseven
8=oktoeight
9=novenine

Τούτο, γιατί ο ένας μπορεί να λέει black out κι ο άλλος ν' ακούει slack ounce (βλ. σπασμένο τηλέφωνο...). Π.χ. Η λέξη active είναι alpha-charlie-tango-india-victor-echo. Ενώ Victor Charlie = VC έλεγαν οι Αμερικάνοι έλεγαν συνθηματικά τους VietCong.

Ιδιαίτερα στο ναυτικό, υπάρχουν πολλοί παραδοσιακοί κώδικες επικοινωνίας, για συνεννόηση εξ αποστάσεως (π.χ. σχήματα και απόδοση τιμών με τις ασπιρίνες, σημαιάκια απο τους σημαιωρούς, σφυρίχτρες, συμβολικός σημαιοστολισμός ναυτικής εβδομάδας κτλ).
Π.χ. κατά τη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, ο Νέλσον ύψωσε μια συστάδα σημαιακίων στη ναυαρχίδα, ώστε να φαίνονται παντού και απ' όλους, η οποία σήμαινε στη ναυτική διάλεκτο (αναλόγως στο σχήμα, χρώμα και σχέδιο του σημαιακίου): England Expects Every Man Will Do His DUTY.

Στα μόρς (καθρέφτης, φανός, βόμβος ή σημαιάκια) άλλωστε υπήρχαν διορθωτικά σημεία στίξης, για να μην ενσωματώνονται οι παρεμβολές στο κείμενο και μπερδεύεται ο δέκτης.

Σ' ένα Λουκυ-Λουκ, οι ινδιάνοι εξέλαβαν την πυρκαγιά που άναψε κάποιος ντεσπεράδο για ανορθόγραφα σήματα καπνού (!)

Σημειωτέον οτι στην αγγλοσαξωνική ναυτική & στρατιωτική ορολογία το πέρας είναι out = τέλος συνδιάλεξης και όχι over που σημαίνει τέλος πρότασης - περιμένω απάντηση.

Μεταφορικώς, τα πιλάφια και οι παλιοί ναύτες (που αναγκαστικά με την πάροδο του χρόνου καταντούν ολίγον απο μπαρμπα-Μπέν και γι' αυτό άλλωστε τους χαϊδολογούν τα πιλάφια - όμοιος ομοίω γαρ αεί πελάζει), χρησιμοποιούν την έκφραση πέρας! για να δηλώσουν οτι δεν δέχονται κουβέντα πάνω σε προειρημένη πρότασή τους, κατά τα:

«Είμαστε γενjημένjοι ο ένας για τον άλλον. Τέλος!» (Από γνωστή πατρινή τηλε-φάρσα). Ή και, «Full stop!» (Βρετανία) και «Period!» (Αμερική).

Υπάρχει μια γερμανική διαφήμιση στο Ίντερνετ, (πού διάολο την έχω;) για φροντιστήρια αγγλικών, κατά την οποία ένας Γερμανός πιτσιρικάς (25 περίπου χρονών), αναλαμβάνει βάρδια σε κίνηση λιμένος κάπου στη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια της βάρδιας του, ακούει σήμα: Mayday-mayday-mayday!. Σημασία δε δίνει. Κατόπιν, ακούει: We are sinking!. Το άτομο απαντά: Vat ar you sinking;. Και καπάκι πέφτει η διαφήμιση: Μάθετε Αγγλικά!

- Ρε μαλάκα, δε σου’ πα να μην ξαναπάρεις τις σαγιονάρες μου;
- Σιγά τη μπίχλα σου ρε τυροβρωμίκουλα, ορίστε πάρ’τες και ρίχτες στον πάτο σου!
- Άμα τις ξαναπάρεις, σε γάμησα, πέρας!

Τι τον νοιάζει που δεν ξέρει αγγλικά; Οι άλλοι πνίγηκαν... Συμπέρασμα: Μάθε γερμανικά, αν δεν θες να πνιγείς. (από Hank, 13/07/09)Είμαστε γεννjημένοι ο ένας για τον άλλο. Πέρας! (από Hank, 13/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Σκωπτική έκφραση των ναυτών για το καμπάνι του συσσιτίου αλλά κυρίως για το συσσίτιο το ίδιο!

Προέρχεται από το καμπάνι-σειρήνα του γυμνασίου που κάνει: Γυμνάσιο-γυμνάσιο-γυμνάσιο! (και τρέχεις όπως-όπως σα μαλάκας, να λάβεις θέση π.χ. μάχης ή πυρασφάλειας κ.α.). Όταν όμως γίνει καμιά μαλακία, σφίγγουν οι κώλοι και βαράει η μπουρού με την επισήμανση: Προσοχή! Το παρόν δεν είναι γυμνάσιο! (=μην το πάρετε στην πλάκα-κινδυνεύουμε).

Πρέπει να γίνει γνωστόν ότι, οι υπηρετούντες στα μαγειρεία ναύτες, με την πάροδο του χρόνου τρέπονται αυτόχρημα σε στωικούς φιλοσόφους μ' αυτά που βλέπουνε εκεί μέσα, (όπως ακριβώς και όσοι γίνονται οδηγοί, που μεταμορφώνονται σε ψυχανώμαλους γκαζοφονιάδες, τα οπλονομόπαιδα σε άκαρδα τσογλάνια, τα αρμένια σε ακροβάτες κ.ο.κ.). Ούτω πως, αρέσκονται να χρησιμοποιούν σιβυλλικές εκφράσεις, όταν ερωτώνται για την ποιότητα του φαγητού που προσφέρουν. Έτσι, ακόμα και αδερφός σου να είναι ο άλλος, μετά από δυο-τρεις βδομάδες στα μαγειρεία, θα λάβεις τις εξής απαντήσεις:

  1. Ερώτηση: - Φίλε το φαΐ την παλεύει;
    Απάντηση: - Το φαΐ την παλεύει, ο μάγειρας δεν την παλεύει...

  2. Ερώτηση: - Ρε κληρού, το φαΐ είναι καλό; Έτσι, να χαρείς τα μάθια σου.
    Απάντηση: - Είναι καλύτερο από προχθές...

  3. Ερώτηση: - Αδερφέ, απάντα μου ειλικρινά, εσύ το μαγείρεψες;
    Απάντηση: - Όλοι μας βάλαμε την πινελιά μας...

Και πολλά άλλα ων ουκ έστιν αριθμός, δηλονότι ουδέν κινδυνωδέστερον δια την δημοσίαν υγείαν από ένα μάγερα με χιούμορ...

Σημειωτέον, οι διάλογοι αυτοί είναι πέρα για πέρα αληθινοί(!)

Δεν είναι τυχαίον, ότι η γλίτσα των μαγειρείων, ενώ συ-σκευ-ά-ζε-ται όλως επαγγελματικώς με χαρτονένιο κουτάκι και λαστιχάκι σε αλυσίδα παραγωγής (!) σαν τα καλύτερα ντελιβεράδικα, ντανιάζεται τακτικότατα στις καμιονέτες, διανέμεται με πάσαν επισημότητα (χαρτιά-υπογραφές παράδοσης / παραλαβής-χαιρετούρες κτλ), καταλήγει καπάκι στη θάλασσα ή (αν είναι ακοσταρισμένοι στο ντόκο) στα σκουπίδια, βορά των παρεπιδημούντων αρουραίων ή καλαζαροφόρων σκύλων, ενώ οι ναυτούμπες παραγγέλνουν σουβλάκια...

Οι Εγγλέζοι λένε ότι: The Royal Navy sails on its stomach. Πράγματι, οι περισσότερες στάσεις πλοίων ή φυλακών είχαν και έχουν ως αιτία / αφορμή το συσσίτιο, ενώ το σύνηθες σύνθημα αρχής της στάσης, ήταν και είναι το αναποδογύρισμα του καζανιού.

Αλλά αυτά, είναι μια άλλη ιστορία.

- Ρε μαλάκα, τι’ ναι αυτό που σφυράει;
- Το παρόν δεν είναι συσσίτιο. Στα μαγειρεία μου 'πανε έχει καρμπονάρα σήμερα λέει …
- Ωχ! Θα μας πάει πάλι σερπαντίνα ο κώλος μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified