(Κρήτη): Στήθος, θώραξ. Πιθανόν εκ του petto (ιταλ.) < pector-is (λατιν.) = στήθος, θώραξ.
Έζιν' ο μπέτης σου ζυαλί
τσαι φαίνετ' η καρδιά σου
τσ' είν' η αγάπη ψεύτιτση
κρίμα την εμορφιά σου
(Κρήτη): Στήθος, θώραξ. Πιθανόν εκ του petto (ιταλ.) < pector-is (λατιν.) = στήθος, θώραξ.
Έζιν' ο μπέτης σου ζυαλί
τσαι φαίνετ' η καρδιά σου
τσ' είν' η αγάπη ψεύτιτση
κρίμα την εμορφιά σου
Got a better definition? Add it!
Μυρμήγκι που τσιμπάει άμα λάχει.
(Κρητικός ιδιωματισμός).
Γιαγιά: - Παλουκώσου και διάβαζε βρε διαολή! Μελιτάκους έχεις στον ποπό σου ;
Got a better definition? Add it!
Τιρι-ρι-ρον.
Got a better definition? Add it!
Ο γκόμενoς, η γκόμενα.
Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.
-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται
-Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
(Κλασσική αργκό) Αγαπητικός, -ιά.
Εγώ είμαι μερακλού
και θέλω μάγκα γιαβουκλού
(Ρεμπέτικο: «Κορόιδο άδικα περνάς»)
Got a better definition? Add it!
Δες και σπάω βράχια.
Got a better definition? Add it!
(Παλιά, πριν τα αυτόματα ακυρωτικά μηχανήματα): Ο εισπράκτορας, ιδίως στα λεωφορεία της Σαλονίκης, που περίμενες στην ουρά, να σου βγάλει εισιτήριο και καπάκι να το σκίσει (ακυρώσει).
Χαρτοσκίστη! Λάλα το τζιτζίκι να χυθεί ο μάγκας στην άσφαρτος!
(δηλ. Εισπράκτορα, πάτα το κουμπί της στάσης - με το χαρακτηριστικό τσίου Χ 2 - να κατέβει ο κύριος).
Got a better definition? Add it!
Έτσι αισθάνεται ο πρώιμα ξεψαρωμένος νεοσύλλεκτος φαντάρος, κατά την γνώμη των λεουροειδών.
Νέος! Αισθάνεσαι παλιός αγόρι μου; Καλάαααα. Θα βρέξει το βράδυ ...
Got a better definition? Add it!
Θα βρέξει (ναυτικό): Απειλή παλιών στα πολεμικά πλοία, ότι αν δεν συμμορφωθεί ο blind john με τις εντολές τους, κατά τη νυχτερινή του κατάκλιση θα φάει στη μάπα σακκούλα/δοχείο με ακαθαρσίες, απόνερα από τα κύτη, λάδια μηχανής κ.α. (από ''αγνώστους'').
Συνήθως, ο νέωψ, ούτε που καταλαβαίνει το περιεχόμενο της απειλής, μέχρι να πραγματοποιηθεί.
Σε περίπτωση που παρίσταται μεμυημένος (και ρουφιάνος) ναύτης ή βαθμοφόρος, ο λαίουρας δεν λέει τίποτα και κάνει κρυφά την ταυτόσημη χειρονομία με τα δυο χέρια ψηλά, με τους καρπούς κρεμασμένους προς τα κάτω, εν είδει βροχής.
Δε γουστάρεις να κάνεις την αγγαρεία σου εεε; Καλάααα. Το βράδυ θα βρέξει ...
Got a better definition? Add it!