Παλιά αργκό των κουτσαβάκηδων για την αμφίστομο κάμα (συνήθως βουλγάρικης προελεύσεως) ή «σκανταλιάρα» ή «ισόβια» ή «γκαρδιακιά» (φυλάσσονταν στην εσωτερική τσέπη σακακιού στη θέση της καρδιάς) ή «σπαθί» ή «κέρατο», με την οποίαν ξεκοίλιαζαν ή έκοβαν / χαράκωναν με άνεση τους αντιπάλους τους (βλ. Ναπολιτάνικο sfregio=ατιμωτικό κόψιμο μάπας). Άλλωστε και τα παλικάρια του ’21, όταν συνελάμβαναν κανέναν κιοτή ή χαφιέ ή προσκυνημένο / νενέκο, του ’κοβαν το μαλλί ή το μουστάκι με το ελάχιστα ακονισμένο μαχαίρι τους (βλ. και «Σουλιώτικο ξύρισμα»).

Ο Μίσσιος και ο Πικρός αναφέρονται ειδικώς στον τρόπο με τον οποίον οι σκληροτράχηλοι μαχαιροβγάλτες χειρίζονταν το λεπίδι με ακρίβεια χειρουργού και δεξιοτεχνία μαέστρου...

Η κάμα των κουτσαβάκηδων ήταν καμάρι γι’ αυτούς (τη στόλιζαν με δίστιχα αχ-βαχ κλπ) και φόβητρο για τους αντιπάλους τους: αράζανε π.χ. στο Πάγκειον, απιθώνανε τη διμούτσουνη στο τραπέζι και δηλώνανε ότι θέλουν να πιουν τον καφέ τους μονάχοι (!). Τούτο σήμαινε ότι έπρεπε να εκκενωθεί πάραυτα το καφενείο, αλλιώς θα γινότανε σαματάς κι ο ταμπής έσπευδε να τζάσει τους διστακτικούς παρισταμένους να σώσει το μαγαζί. Εκείνος που θα έμενε, ήξερε τί έκανε, αφού είχε βερεσέδια με δαύτον κι η παραμονή του σήμαινε ότι προκαλούσε ανοιχτά τον κουτσαβάκη σε μονομαχία μέχρι θανάτου, σα να του πατούσε το ζωνάρι...

Καθένας από τους μαχομένους θα επιζούσε μόνον αν το επέτρεπε η φιλευσπλαχνία του νικητή και υπό την προϋπόθεση ότι θα «έκανε ράι» (βλ. ραγιάς) δηλαδή θα δήλωνε ισόβια υποταγή σ’ αυτόν (ραϊτζής).

Άλλοτε πάλι, αν ήθελε να ξεφτιλίσει τους αντιπάλους του ή να κάμει επίδειξη ισχύος, έβαζε τους παρισταμένους να περάσουν κάτω απ’ το μαχαίρι του εν είδει σκήπτρου ή τοπουζίου (κεφαλοθραύστης), όμοια όπως έκανε ο Αλή-πασάς, χωρίς να λείπει πού και πού κανένα αγγλοπρεπές «ιπποτικόν χρίσμα» (κατέβασμα μάπας) σε κανέναν όχι πλήρως υποταγμένο (και άρα εν δυνάμει επικίνδυνο) αντίπαλο.

Είναι σημαντικό να ειπωθεί πως, αυτός που κουσούμαρε (έφερε) μαχαίρι, αν το μόστραρε έπρεπε πάση θυσία να το χρησιμοποιήσει και δη επιτυχώς. Πισωγυρίσματα δεν υπήρχαν και η αποτυχημένη απόπειρα ετιμωρείτο με το κυριολεκτικό χώσιμο ή κάρφωμα του μαχαιριού στον κώλο του κουσουμάροντος (βλ. σχετική «τούρκικη εκδίκηση» καθώς και το μουρμούρικο «βρε μάγκα το μαχαίρι σου» Γ. Κατσαρός).

Ο Μπαϊρακτάρης, προ αιώνος, όταν συνελάμβανε κουτσαβάκηδες, εκτός απ' το μπερντάχι / μπερντάκι που τους έριχνε στα κρατητήρια, τους επέβαλλε και δημοσία (με υπογεγραμμένη) στην πλατεία Κλαυθμώνος την ξεφτίλα της μόστρας (ξούρισμα μύστακος, ψαλίδισμα τσουλουφιού ή σακακιού / παντελονιού / ζωναριού / καπέλου, πρακτική που αναβίωσε στη Χούντα με τους χωροφυλάκους του Λαδά που κυνηγούσαν τους «χίππηδους» και τους κόβανε τα μπατζάκια ή τα μαλλιά και που ανάγεται στην βυζαντινή διαπόμπευση βλ. κουράζομαι = στεναχωριέμαι<κείρομαι), έβαζε τους κούτσαβους να σπάνε μόνοι τους (κλαίγοντας) με τη βαριά τα φονικά τους όπλα: συνήθως την κάμα, τη μαγκούρα («κερασέα») και το πιστόλι (κουμπούρι, σίδερο ή κούφιο) και στη συνέχεια τους ξαπόστελνε για την ψειρού ή για εκτοπισμό, κατόπιν δίκης.

Σημειωτέον ότι στο ρεμπέτικο «οι μάγκες δεν υπάρχουν πια» ,από πολλούς αποδίδεται στον Μπαϊρακτάρη η έννοια του «τρένου» που τους εξαφάνισε, ενώ πρέπει μάλλον να πρόκειται για τον συρμό που τους κατάπιε (βλ. «χάθηκε ο τύπος του ρεμπέτη - αλλάξαν οι πενιές του μπουζουκιού - Ψειρή / Μοναστηράκι και Χαυτεία, δεν είναι πια τα στέκια του Ρωμηού», Ρ. Σακελλαρίου, «τώρα πια κι οι κόμησσες κρατούν κομπολογάκι» Γ. Νταλάρας, «γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια» Τζιμάκος κ.α.).

Όπως λέει και το Ιερόν Ευαγγέλιον: μάχαιρα έλαβες και μάχαιρα θα λάβης...

- Προχτές το βράδι μου την πέσανε στο Α.Τ.Μ. που πήγα να σηκώσω λεφτά.
- Και τί έγινε;
- Τραβάει ένας από δαύτους μια διμούτσουνη, ένα σπαθί να! Και μου λέει βγάλε όσα έχεις στην κάρτα!
- Και τί έκανες;
- Τί να κάνω; Μόκο. Πάρ' τα κι άμε στο καλό. Για τέτοια είμαστε;

Σκηνή από την ταινία "Midnight express" (από allivegp, 28/08/09)Ελίνι Δημούτσος (από allivegp, 29/08/09)Διμούτσουνη κουμπούρα (από poniroskylo, 01/10/09)στο τριμούτσονο μου φίδι! (από BuBis, 02/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία της, η λέξη προέρχεται από την κτηνοτροφία και την γλώσσα της κουράς των προβάτων. Σημαίνει το μαλλί του ζώου που προέρχεται από την κοιλιά και τα πόδια του, το οποίο είναι κοντύτερο και προφανώς κατώτερης ποιότητας από το μαλλί που προέρχεται από τα άλλα, πλουσιότερα σε τριχοφυΐα μέρη του ζώου, π.χ. πλάτη.

Στην σλαγκική χρήση της, συναντάμε την λέξη στην αργκό της διαφθοράς και συναλλαγής που κυριαρχεί στο δημόσιο. Ιδιαίτερα συναντάται η χρήση της στους διαγωνισμούς δημοσίων έργων, (χώρος που έχει δική του περιορισμένη πλην ενδιαφέρουσα αργκό). Κολόκουρα είναι τα λεφτά που παίρνει εργολάβος – υποψήφιος ανάδοχος δημοσίου έργου, σε στημένο και προσυνεννοημένο ως προς το αποτέλεσμά του δημόσιο διαγωνισμό, προκειμένου να μην υποβάλει προσφορά ή να υποβάλει προσφορά, η οποία σίγουρα θα απορριφθεί, με σκοπό να αναλάβει το έργο συγκεκριμένος εργολάβος, ο οποίος δίνει και τα κολόκουρα στους άλλους. Λογικά υποθέτω ότι η χρήση της λέξης στον τομέα αυτόν, προέρχεται από το ότι ο εργολάβος ο οποίος κατόπιν συνεννοήσεως αναλαμβάνει τελικά το έργο, λαμβάνει το μακρύτερο και καλύτερο «μαλλί», (η ανάθεση της σύμβασης), ενώ οι υπόλοιποι εργολάβοι, πάντα κατόπιν συνεννοήσεως, αρκούνται στα κολόκουρα.

Φυσικά σε επόμενο διαγωνισμό, άλλος θα είναι αυτός που θα λάβει το κυρίως μαλλί, (σύμβαση) και άλλος θα αρκεστεί στα κολόκουρα, ώστε να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ των επιχειρηματιών.

Αφορμή για το παρόν λήμμα, έδωσε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του γνωστού καθηγητή του πολυτεχνείου Θ. Π. Τάσιου, «Ετεροδοσοληψία», το οποίο είναι δημοσιευμένο και στην ιστοσελίδα του ΤΕΕ www.library.tee, και το οποίο παρουσιάστηκε σε συνέδριο του ΤΕΕ για τα δημόσια έργα το 2005. Ο ανωτέρω καθηγητής, παραθέτει σειρά λέξεων που αφορούν την διαφθορά στον χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων και τα «κολόκουρα». Στο γκούγκλ βρίσκεται αμέσως, εάν γκουγκλάρουμε την λέξη «ετεροδοσοληψία»». Σημειωτέον ότι στο άνω ενδιαφέρον άρθρο, ο άνω συγγραφέας προσπαθεί να εισαγάγει επιστημονικούς όρους στο φαινόμενο της διαφθοράς και εκεί έγκειται το ενδιαφέρον του, για τους φιλοπερίεργους που επιθυμούν περαιτέρω έρευνα αυτών των θεμάτων.

Σήμερα τα κολόκουρα έχουν περιορισθεί αλλά όχι εξαφανισθεί, υποτίθεται επειδή άλλαξε το νομοθετικό καθεστώς και συνεπώς μειώθηκε η διαφθορά (βλ. άλλαξε ο Μανωλιός), αλλά στην πραγματικότητα επειδή έδωσαν την θέση τους σε πιο «μονδέρνους» και εξελιγμένους τρόπους.

(Το ανωτέρω κείμενο, εστάλη στον υποφαινόμενο απο άγνωστο στρατιώτη μαχόμενο στα χαρακώματα της καθημερινόπιτας, ο οποίος επιθυμεί κατανοητώς να διατηρήσει την πλήρη ανωνυμία του και του οποίου το στόμα δεν προτίθεμαι να βουλώσω, δίκην Μυριβήλη βλ. εισαγωγή στο «Η Ζωή εν Τάφω»).

Παράδειγμα 1, από την ιστοσελίδα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, 22-2-2006:

O ΔHKTHΣ Tα «κολόκουρα», το ΠAΣOK και οι σακούλες εργολάβων
Tι άλλο θα ακούσουμε; «Το προηγούμενο σύστημα (μαθηματικός τύπος) ήταν το πλέον αντικειμενικό σύστημα, όπως ομολογείται από τους ειδικούς”, αναφέρεται σε ανακοίνωση του τομέα Oικονομίας του ΠAΣOK. Mάλιστα, προσθέτουν ότι «αντίθετα, σήμερα, οι συμφωνίες των εργολάβων και τα “κολόκουρα” τείνουν να γίνουν καθεστώς». Oι έχοντες μνήμη θα θυμούνται ότι όταν καταργήθηκε ο μαθηματικός τύπος, που ευνόησε τους αεριτζήδες και διόγκωσε τις αθέμιτες συναλλαγές στα δημόσια έργα, ουδείς «ειδικός» τον υπερασπίστηκε μέσα και έξω από τη Bουλή. Mε καθυστέρηση δεκαετιών θυμήθηκαν στο ΠAΣOK τα «κολόκουρα» (έτσι αποκαλείται η αμοιβή του εργολάβου που συμμετέχει στο στήσιμο ενός διαγωνισμού), όταν επί των ημερών τους οι προσφορές κατετίθεντο όλες μαζί, ακόμα και σε σακούλες απορριμμάτων, γραμμένες από το ίδιο χέρι. Eίχε δε αποφασιστεί εκ των προτέρων το ύψος κάθε προσφοράς, προκειμένου το έργο να πάει σε συγκεκριμένο εργολάβο, με τη βοήθεια του περίφημου μαθηματικού τύπου. Ξεχνούν, επίσης, ότι στο τέλος παρενέβη και η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή και τους ανάγκασε να προχωρήσουν σε αλλαγές, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με την αλλαγή κυβέρνησης και την κατάργηση του μαθηματικού τύπου.

Παράδειγμα 2:

(Αληθής στιχομυθία):

Υπάλληλος Α: Που πας ρε με τόσα λεφτά στην σακκούλα ;;;

Υπάλληλος Β: Άσε, αύριο έχει διαγωνισμό και πάω να μοιράσω τα κολόκουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Παραφθορά της στερεότυπης αναφοράς σε ανώτερο «ευπειθώς αναφέρω», η οποία γίνεται ακούσια από αλανιάρηδες πιτσιρικάδες ή αγράμματους ορεσίβιους που δεν πολυκαταλαβαίνουν (ορθότατα) τις ελληνικούρες του στρατεύματος (π.χ. ποδόμακτρον = χαλάκι για τα πόδια, ατενώς (= κατέβασε χέρι), ψήκτρες οδόντων = οδοντόβουρτσα, ιματιοθήκη, φοριαμός, ασκεπής, ακομβίωτος, όρχος, ώνια, διαγγελείο κλπ), προτιμώντας την αντικατάστασή τους με δικές τους λέξεις (π.χ. λουκάνικο = μακρύς ναυτικός σάκκος-χρησιμοποιείται και στον στρατό ξηράς, τηλεόραση = τσάντα ώμου στο ναυτικό-αεροπορία, αρχιπιστολέρο = ναυτικά ο ναυαρχούκος / αρχιπολοίαρχος Αρχιεπιστολέας, ασπιρίνη = ναυτικός πιλίσκος, μουνί- τυρόπιτα = δίκωχο, παρφέ =Α.Φ.Ε.<Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου κλπ) ή εσκεμμένως από μορφωμένους (κι ακατάδεχτους) μπαρμπα-φαντάρους.

Η εμμονή στην ψευτοκαθαρεύουσα των στρατιωτικών, δέον ν' αναζητηθεί σε ψυχογράφημα των βαθμοφόρων ταγών των σωμάτων ασφαλείας.

Στο ναυτικό, που από το 2002 περίπου και ένθεν, η θητεία είναι σχετικώς χαλαρή (δεν πας σε μάχιμο πλοίο εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων π.χ. γιατρός-εμπορικάτζα), συναντάς πλέον ως επί το πλείστον βύσματα ή σπουδαγμένα παιδιά (συνήθως και τα δυο), που δεν ολισθαίνουν σε γραμματικά λάθη, όπως άλλωστε και (λόγω γοήτρου) οι βαθμοφόροι που αναφέρονται σε στερεότυπες (πλην σόλοικες) καθαρευουσιάνικες εκφράσεις, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές. Π.χ. αραιά και που θ' ακούσεις κάποιον να κλίνει τον προσφιλή «εφοδεύων» και να την πατήσει ονομαστικοποιώντας την γενική & αιτιατική ή να σε πληροφορήσει ότι «δεν δικαιείσαι» (sic) αδείας...

Ιδίως στο ναυτικό, είναι τέτοιο πλέον το επίπεδο μόρφωσης στις κληρουχίες, όπου εν συνόλω 1.000 π.χ. ναυτών, οι πεντακόσιοι τουλάχιστον είναι κάτοχοι πτυχίου ανωτέρας ή ανωτάτης σχολής, εκ των οποίων οι εκατό έχουν μεταπτυχιακό δίπλωμα και καμιά εικοσαριά έχουν διδακτορικό (!)

Για τον λόγο αυτό, είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει κανείς Σεξιστής / Σταρχιδιστής (Σ/ΚΣΤΗΣ = Στρατεύσιμος Κελευστής), αφού ο ανταγωνισμός λόγω προσόντων είναι μεγάλος.

Φυσικά, μιλάμε μόνο για την ειδικότητα Τ/ΠΒ Β΄ (στρατεύσιμος Κελευστής Τεχνικός Πυροβόλου Όπλου), που πλέον κολλάει παντού αφού καταργήθηκαν οι πυροβολητές στα πλοία, άσε που οι στόχοι πλήττονται με πυραύλους από τους ηλεκτρονικάριους Δ/Β = Διεύθυνση Βολής, και όχι με τα κανόνια (άρα βυσματική, εξ ου: «Το Παιδί Βολεύτηκε») και συνήθως καταλήγει σε γραφείο (αφού όμως φάει πήξιμο στην εκπαίδευση από τους μπακακούς (βατράχια = Ο.Υ.Κ.) σε όπλα, και λιώσει κανά εξάμηνο στη Ναυτονομία, δηλ. τσατσοπαγίδα, εξού: Τ/ΠΓ = Το Παιδί Γαμήθηκε)...

Οι μόνοι που γίνονται χρήσιμοι στρατεύσιμοι κελευστές (δηλ. ειδικότητα Βου), είναι οι εμπορικάντζες ή οι γιατροί, όταν δεν έχουνε πού να τους βάλουνε ή δεν γουστάρουνε να γίνουνε Σ.Ε.Α. (στρατεύσιμοι έφεδροι αξιωματικοί = σημαιοφοράκια με παρδαλό μάτι Νέλσονος, παραπάνω θητεία και αποστρατευόμενοι ως ανθυποπλοίαρχοι).

Γίνονται λοιπόν π.χ. ΑΡΜ Β΄ (αρμενιστές) ή ΜΗΧ Β' (μηχανικοί πλοίων) ή ΝΟΣ Β' (νοσοκόμοι) αντίστοιχα ή, αν δεν υπάρχουν θέσεις ή εκκρεμεί καμιά ανυποταξία (συνήθως δικαιολογημένη σε εμπορικάντζες που κωλύονταν λόγω τράνζιτου ή επισκευής του πλοίου τους στην αλλοδαπή κι έχασαν την ΕΣΣΟ τους, που στη συνέχεια αθωώνονται πανηγυρικά), τότε τους κάνουνε διόπους της ειδικότητάς τους.

Τα παλιά χρόνια, γίνονταν κι οι δικηγόροι αξιωματικοί και προσέφεραν αμισθί τις υπηρεσίες τους σε κατηγορουμένους των Ναυτοδικείων, αλλά τώρα όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρείς απο κάτω δικηγόρο ή σκορπιό (καμιά φορά με το αυτό αποτέλεσμα).

Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να υφίστανται πιτσιρικάδες, που παρερμηνεύουν την εν λόγω φράση (το έχω δει με τ’ αφτιά μου!), καθώς και άλλες (π.χ. σάουντιτς = σάντουιτς, ίσως κατά το «Σουηδική Αραβία», προάστιον = προάριστον, προπορευόμενος ναύτης = προπαιδευόμενος κ.ο.κ.).

Στον στρατό ξηράς, όπου κυκλοφορεί κάθε καρυδιάς καρύδι, γίνεται το σώσε και γι’ αυτό η αργκό ανθεί εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, παρά την ξηρασία!

Για του λόγου το αληθές, έχω υπ’ όψη μου νεαρό φανταράκο ποντικαρά, που έφαγε 10 φι απ’ το δίκα, που τονε τσάκωσε να κατεβάζει Χριστοπαναγίες, διότι «ύβρισε» λέει «τα Θεία» και να διερωτάται «ποια θεία του ρε μαλάκα, την Παναγία έβριζα»...

(Αληθινή στιχομυθία):
- Ευτυχώς αναφέρω, κύριε Διοικητά....
- Πάλι καλά που αναφέρεις παιδί μου, σκέψου να μην ανέφερες κιόλας! (γέλια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικά ο ταβλαδόρος. Συναντάται και ως «ταβλαδόρ» (εκ του «ματαδόρ» = ταυροπνίχτης ισπανιστί).

Δεισιδαίμων, σκαιός μπινελικωτής της μοίρας, αναλόγως στο ζάρι άλλοτε Καζαντζίδης κι άλλοτε Κοντορσέ (πεφωτισμένος εγκυκλοπαιδιστής που παίρνει σβάρνα τις πολυκατοικίες), μακιαβελικώς σκώπτει νικητής και εκλογικεύει ηττημένος, μανιώδης τζογαδόρος που ξέρει ότι στο τάβλι δεν έχει αργυρό μετάλλιο, κάποτε έφθασε μέχρι και μανσέτες λογιστού να φορεί στα καφενεία, για να μην φθείρεται το σακάκι του απ' το πολύ παιχνίδι!

Ο ταβλομάχος, εκτός του ότι πρέπει να ευχαριστιέται το παιχνίδι τόσον αυτός όσο και ο αντίπαλός του, δεν κλέβει (παρ’ ότι ξέρει ταχυδακτυλουργίες π.χ. παίζοντας ανάποδα), δεν τσιμπάει ζάρι και παίζει τους συνδυασμούς ζαριών και τους κανόνες στα δάχτυλα (π.χ. στο φεύγα. όταν ο άλλος δεν έχει να παίξει τίποτα. του ανοίγεις έστω και ένα μες στο σπίτι σου), έχει κρυστάλλινη αντίληψη του χώρου και να κάνει σοφά υπολογισμένες σε βάθος χρόνου κινήσεις (calculated risks), οφείλει να γνωρίζει και τα εις απανταχού την επικράτεια καλοπροαίρετα σκώμματα μεταξύ παικτών (βλ. καλά του' κανες, ξέρεις εσύ, με ασσόδυο κανείς δε γάμησε κλπ), της απαραίτητης (αλλιώς παίξε σκάκι) δεισιδαιμονίας των μανιωδών παικτών (π.χ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα κ.α.), τους ηθικούς κανόνες (π.χ. μόνον ΜΙΑ φορά δικαιούσαι να κόψεις ζαριά), καθώς και το ειδικό γλωσσάρι για τα αριθμητικά π.χ. ασσέοι πολλοί (άσσοι), τριήρεις (τριάρες), πένθιμες (πεντάρες), εξαιρετικές (εξάρες), εξάπαντος (έξι-πέντε), άνοιξε το τριώδιο ή το πονηρόν και το ακάθαρτον (τρία-δυο), ντορτελίνια (ντόρτια), δίπλες (διπλές), τετράδιο (τέσσερα-δυο), πενήντα-τέσσερα (πέντε-τέσσερα), παιδί (πέντε-δυο) κτλ.

Αφού λοιπόν πληροί όλες τις προϋποθέσεις του Pantagruel, τότε μπορεί να αυτοσχεδιάσει!

Τέλος, παρ’ ότι γνωρίζει τα Κομφουκιανά ζεύγη ρητών:
- Αν νικήθηκες από καλύτερό σου γιατί διαμαρτύρεσαι;
- Αν νικήθηκες από χειρότερό σου γιατί διαμαρτύρεσαι;
Και
- Αν νίκησες καλύτερό σου γιατί θριαμβολογείς; - Αν νίκησες χειρότερό σου γιατί θριαμβολογείς;
δεν ξέρει να χάνει, τσαντίζεται, βρίζει και τραβάει τα μαλλιά του όταν χάνει, ή πλέει σε πελάγη ευτυχίας και κομπορρημοσύνης όταν κερδίζει, και παρουσιάζει την ασθένεια της επιλεκτικής μνήμης, σχετικά με παλαιότερους θριάμβους ή ήττες του: στη νίκη έχει τη μνήμη του ελέφαντα, στην ήττα του ψαριού.

Διότι έτσι είναι. Διότι έτσι πρέπει.

- Σε πειράζει να παίξω ένα στα γρήγορα με το Σπύρο;
- Εμένα τι να με πειράξει; Μόνο τα φασόλια κρύα… Εσένα θα σου πάρει τα σώβρακα. Μέγας ταβλομάχος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τάβλι): Φιλοπαίγμων έκφρασις, ων ουκ έστιν αριθμός και τέλος, με την οποίαν ο παίκτης προειδοποιεί μεταφορικώς δίκην ιατρού τον επίδοξο συμπαίκτη του, ότι θα υποστεί εξέτασιν, ήτοι ότι δεν έχει καμία ελπίδα νίκης, ένεκα της δεξιοτεχνίας του λέγοντος.

Κι όμως, είναι τυχηρόν παίγνιον (λέει).

Συνώνυμα: θα σε περάσω περιοδεύον, θα σου κάνω εισαγωγή (εν. στο χειρουργείον), θα το πεις το ποίμα, πάρε φόρα κι έλα με την όπισθεν, έλα να σου βάλω βαθμό, θα σε καθίσω στον άξονα των ζεντ (για μαθηματικούς), θα σε περάσω Ρίο-Αντίρριο άβρεχο (Πάτρα) κ.ά.

Είσαι για ένα στα εφτά;
— Έλα, να σου πάρω την πίεση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση, της αλήστου μνήμης εποχής, όταν ζούσαν οικόσιτες υπηρέτριες στα σπίτια των αστών, που τραγουδούσανε άσθματα (sic) του συρμού, που τ' ακούγανε στο ραδιόφωνο καθώς κάνανε το νοικοκυριό.

Τα τραγούδια αυτά ήτανε γλυκερά «αρχοντορεμπέτικα», ακίνδυνα και εν τέλει ανούσια (π.χ. «άρχισαν τα όργανα»). Συνήθως περιείχαν μια χαμένη αγάπη, ένα όνειρο, τη μάνα κλπ ή ήταν χαζοχαρούμενα (π.χ. «σ' αγαπώ ελληνικά» κλπ).

Τα καημένα τα δουλικά (παστρικότατα, συνήθως εξ Αιγαιοπελαγίτικων νήσων ορμώμενα), ξεβρομίζοντας τους ρυπαρούς άρτι αστούς που τα εκμεταλλεύονταν παντοιοτρόπως, άκουγαν τα τσιχλοτραγουδάκια και περιορίζονταν στην ελπίδα ότι ο φαντάρος που τους κάνει τα γλυκά μάτια, θα τους βάλει την κουλούρα (βλ. το μισό ελληνικό κινηματογράφο π.χ. «Όταν λείπει η γάτα», «Ο Πειρασμός», «Όλοι οι άντρες είναι ίδιοι», «Ο Ηλίας του 16ου», «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», «Η σοφερίνα» κ.α.).

Την μαζική κατασκευή εν χορδαίς παπαριών, συνέχισε μετά ζήλου η Χούντα (π.χ. «Η κυρά Γιώργαινα» κ.α.) και την αποτέλειωσαν το στεγνό εμπνεύσεως Νέο Κύμα και τελικώς οι «έντεχνοι» με ασυναρτησίες δίκην υψηλής ποιήσεως. Υπ' όψιν, ότι τέτοια τραγούδια ουδέποτε έστω ψιθυρίσθηκαν από μάγκικα χείλη.

Δεν έχει εφαρμογή στις μέρες μας η έκφραση για πολλούς λόγους:

  • Oι παραδουλεύτρες (ακόμα και οι οικόσιτες) είναι αλλοδαπές και δε πολυσκαμπάζουν ελληνικά ή γουστάρουν τα δικά τους.
  • Tο ραδιόφωνο το έχει προ πολλού υποσκελίσει η τηλεόραση, που βάζουν οι νοικοκυρές στο σαλόνι (και στην κουζίνα).
  • Tις μουσικές αυτές (που είχαν έστω πλήρη ορχήστρα) έχουν εξαφανίσει μπιτάτα σκυλοτράγουδα, στα οποία αρέσκεται η λαϊκούρα (εγχώρια και μη).

- Μωρή Μαρίααααα! Σταμάτα πια αυτά τα τραγούδια της σκούπας, που' χεις πιάσει απ' το πρωί! Μου πήρες το κεφάλι!
- Μάλιστα κυρία!

Για τις μεγαλωμένες με γαλλικά και πιάνο (από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του τηλε + γαβ (=υλακή κυνός).

Αφορά περιπτώσεις γραιιδίων ή μυστακοφόρων θείτσων, αίτινες μη έχουσαι οιανδήποτε επαφήν με την τρέχουσαν τεχνολογίαν (ως και ο υποφαινό), φωνασκούσιν (διά την ακρίβειαν γαβγίζουσιν) όποτε συνδιαλέγονται τηλεφωνικώς μετά τινός, εις υπεραστικήν και δή διεθνήν κλήσιν, διατηρούσαι απηρχαιωμένην άποψιν ότι δήθεν όσον δυνατωτέρα η φωνή, τοσούτω ευκρινέστερον το σήμα εις το άλλον άκρον του σύρματος.

Υφίσταται όμως και έτερος λόγος τηλεγαβγίσματος των γραιών-θείτσων: αυτός της υποτιθεμένης οικονομίας. Ήτοι, όταν ομιλεί πλησίον των, π.χ. ο επιζών σύζυγος μετά προσφιλούς συγγενούς, καλέσαντος εκτάκτως ινά ευχηθεί εις πολλά έτη, καλή Ανάσταση κλπ (βλ. τ' αγγονάκι, μοναχογυιός, ξενοπαντρεμένη θυγατέρα κλπ), ο οποίος ευρίσκεται αλλαχού εις την επικράτειαν ή εν αλλοδαπή, ταύται πηγνύουσιν τότε κάτι εκκωφαντικάς αγριοφωνάρας πλησίον του ακουστικού, παραλλήλως και ταυτοχρόνως προς τα τηλε-διαμειβόμενα, αλλά με εντελώς διάφορον περιεχόμενον, αποκλείουσαι κάθε δυνατήν επικοινωνίαν, διότι θεωρούσιν ότι, τοιουτοτρόπως, δεν «καίνε τηλέφωνο», αφού μ' ένα σμπάρο-δυο τρυγόνια...

Βεβαίως, η πρακτική του τηλεγαβγίσματος εκ μέρους των συμπαθών κατά τα λοιπά λαδικών, δικαιολογείται εν μέρει, δεδομένου ότι συχνάκις οφείλεται σε κώφωση ένεκα γήρατος ή και σε εδραίαν πεποίθησιν ότι αι τηλεφωνικαί γραμμαί λειτουργούσιν πλημμελώς, απηχούσα αλήστου μνήμης πλην πρόσφατον εποχήν, ότε εκαλούσεν τις, τον εις Πετράλωνα κατοικοεδρεύοντα αναδεξιμιόν του και συνεδέετο με Κάιρον, αι γραμμαί ήσαν φορτωμέναι ή έκαμναν παράσιτα ή βόμβους, το σήμα ήτο αχνόν, παρενεβάλλοντο υβρίζοντες και τρίτοι εις την στιχομυθίαν κλπ-κλπ (βλ. Χάρρυ Κλύνν: Γαμώ τον ΟΤΕ σας και γαμώ τις γραμμές σας!).

Να μην συγχέεται με το γκάρισμα των αγχωμένων επιτηδευματιών, που ομιλούσιν κάθιδροι καταμεσής του δρόμου ή εις τα μέσα μεταφοράς, εις το hands-free κινητόν των, διότι τούτοι συγχέονται (ευλόγως) μόνον με τους κατά μόνας ομιλούντας τρελούς. Όσον, δε, διακριτικώτερον το hands-free, τοσούτω δυσχερεστέρα η διαφοροποίησις!

(Παππούς): - Έλα Γιώργοοοο! Έλα, τι κάνεις; Κάνει κρύο στην Αυστρίαααα; Εμείς εδώ ανάψαμε το τζάκιιιι! –ταυτόχρονα– (Γιαγιά): Γιώργο μουουουου! Έχω φτιάσει και γκιούλμπασι που σ’ αρέσειειειειειει!
(Γιώργος): - Σταμάτα ρε γιαγιά το τηλεγάβ, δεν ακούω κανέναν απ’ τους δυο! Ένας-ένας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα-Ιόνιο): υποτιμητικό «κοσμητικό» επίθετο για μικρομέγαλο παιδί ή ανυπόμονο δοκησίσοφο νεανία, με την έννοια των: χαζοβιόλη, παπάρι, σκατό, αρχίδι, παπαρίγκος, μηναριτζίκος, μαλακιστήρι = μικρός μαλάκας.

Αγνώστου ετύμου. Λόγω του ένθετου «γ», όπως προφέρεται σε συνδυασμό με την υποβολιμαία έννοια «παπάρι», θυμίζει αυτόν που «δεν βγήκε ακόμη απ' τ' αβγό» και κάνει κουτουράδες, αλλά ο Λευκαδίτης (από το 1947 εγκατεστημένος στην Πάτρα) αστικός λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, στο βιβλίο του «Άντζουλος και Μαριετίνα» (θεατρικό με φόντο την παλιά Ζάκυνθο), στο γλωσσάρι του, το γράφει ως «παπάβουλο», με την ίδια σημασία -όθεν η εκτίμηση ότι ίσως να έχει σχέση με την παπική βούλα (;)

Πάντως, το ανωτέρω βιβλίο (Αχαϊκές εκδόσεις) έχει πολλά τυπογραφικά λάθη, πράγμα που δυσχεραίνει την περαιτέρω διερεύνηση...

ΕΚΔΟΧΗ Α:
Πιθανόν όντως να προέρχεται από σκώμμα κατά των Καθολικών που κατοικούν ακόμη την Πάτρα και τα Ιόνια νησιά, όπως και η έκφραση «τον κακό σου το φλάρο (και το μαύρο σου)» -εκ του φράρος / φρέρης = αδελφός (Καθολικός παπάς), αλλά και καπάκι καπνοδόχου σπιτιού ή πλοίου και πήλινης φορητής εστίας (Σίφνος). Η μαυρίλα ως εκ τούτου προέρχεται είτε από το ράσο είτε από την κάπνια, εκτός και αν, από το σχήμα του καπέλου των Καθολικών παπάδων, έλαβε την ονομασία του το εν λόγω καπάκι.

Άλλωστε οι ξεχωριστοί συνοικισμοί (βλ. Πάτρα, Σύρος, Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη κτλ) Ορθοδόξων και Καθολικών Ελλήνων και μη, ουδέποτε τελούσαν εν αγαστή συμπνοία. Όπου είχε ιταλόφερτους ή ιταλοπρεπείς αρχόντους, πίνανε το αίμα του κοσμάκη και μόνον το πόπολο ήθελε ένωση με την Ελλάδα (που δεν αναγνώριζε τίτλους ευγενείας και μαλακίες από μιας ξαρχής στα Συντάγματά της).

Στην Πελοπόννησο, μετά την αποχώρηση του Μπραΐμη, στους Γάλλους στρατιώτες του Μαιζόν που κοιτάγανε να γαμήσουνε, οι Ελληνίδες έγρουζαν: «Χάσου σκύλε Φράγκε!». Παρ’ όλα αυτά, τα μπουρδέλα φύτρωσαν ατάκα σα μανιτάρια, με πρώτη και καλύτερη τη θρυλική Πατρινέλλα (βλ. Ν. Πολίτη «Το Καρναβάλι της Πάτρας»).

Στη Σύρο προεξέχουν δυο χωριστοί μακρινοί λόφοι με την Καθολική και την Ορθόδοξη εκκλησία αντίστοιχα, για να μην ανακατεύεται η ήρα με το στάρι (όπως εκατέρωθεν νομίζεται).

Η Ζάκυνθος επί Βενετσιάνων, στέναζε από τις ίντριγκες και την τρομοκρατία των μπράβων του κάθε κόντε, που δολοφονούσαν εν ψυχρώ ανάμεσα στις σκοτεινές αψίδες (portici της Μπολώνια), τους πολιτικούς ή εμπορικούς αντιπάλους του (βλ. Η. Πετρόπουλος «Υπόκοσμος και Καραγκιόζης», Κ. Θεοτόκης «η Τιμή και το Χρήμα», Σ. Σκιαδαρέσης «Κεφαλλονίτικες ιστορίες», Α. Λασκαράτος «Ιδού ο Άνθρωπος-Στοχασμοί», «Επαναστάτης Ποπολάρος» - κατά τα λοιπά χαζο-ταινία με τον Πρέκα).

Στη Σμύρνη του '22 οι Καθολικοί κάτοικοι χαίρονταν κι ευφραίνονταν με το ξεπάστρεμα των Ορθοδόξων, που τους έβλεπαν ανταγωνιστικά, οι δε Ιταλοί τροφοδοτούσαν ολοφάνερα από την αρχή τον Κεμάλ, πριν από την υπογραφή του συμφώνου Franklin-Bouillon, αφού είχαν τσινίσει από την αρχή κατά της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης το 1919, όπως και στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1913), κατά της προσάρτησης της Νοτίου Αλβανίας – Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα (βλ. Δ. Σωτηρίου «Ματωμένα Χώματα», Η. Βενέζη «Το Νούμερο 31328», Τζ. Χόρτον «Η Μάστιγα της Ασίας», Φ. Κλεάνθη «Έτσι χάσαμε τη Μικρασία» κ.α.).

Στο τέλος του 1ου Παγκοσμίου, στο Βαλκανικό μέτωπο, όπου πολεμούσαν Ιταλοί κι Έλληνες πλάι-πλάι ως δήθεν σύμμαχοι, κάθε βράδυ έπεφτε κι ένας νεκρός και από τις δυο πλευρές, από μεταμεσονύκτιες εκατέρωθεν μαχαιριές στα μουγκά (Σ. Μυριβήλης «Η Ζωή εν Τάφω»).

Οι ιταλικές προβοκάτσιες της Αλβανίας και της Κέρκυρας (1923) και εν τέλει ο τορπιλισμός της «Έλλης» ανήμερα της Παναγίας το '40, συγκλόνισαν το πανελλήνιο.

Λίγο πριν ή λίγο μετά το '40, από την Πάτρα απελάθηκαν περί τους 10.000 (ή και παραπάνω) Ιταλοί στην πλειοψηφία τους Πουλιέζοι, (συνοικία «ιταλιάνικα» στον Άγιο Διονύσιο), που αποτελούσαν τότε περί το 1/4 του πληθυσμού της πόλης (βλ. Λ. Σωτηρόπουλος «Μαρτυρίες για το λιμάνι των Πατρών πριν το '60»).

Οι Δυτικοί Καθολικοί ή Προτεστάντες (ευγενικός τρόπος δήλωσης ότι δεν πιστεύεις σε τίποτα), ακόμη θεωρούν τους Ορθοδόξους κάτι σαν αιρετικούς, ενώ στα ελληνικά σχολεία και στις εκκλησίες, μαθαίνουν ακόμα στα παιδιά μας ότι, δήθεν «κάλλιο σαρίκι τούρκικο, παρά τιάρα παπική», μένεα πνέοντες κατά της Δύσεως για τη διπλή Άλωση (1204 & 1453), διότι έτσι βολεύει τον κλήρο, αφού οι ικανότατοι άρπαγες δυτικοί αποτελού(σα)ν πραγματική απειλή, ενώ οι μπουνταλάδες οι Τούρκοι τους χάιδευαν (ανάλογες μισαλλόδοξες μαλακίες μας ταΐζανε και για τους Εβραίους, ενώ ο Χριστιανισμός είναι μια εβραϊκή θρησκεία!).

Άσε που, προϊούσης της Αναγεννήσεως, οι Δυτικοί την έψαχναν τη δουλειά, ενώ το βυζαντινοσμανλίδικο παπαδαριό προτιμούσε το «πίστευε και μη ερεύνα», ταυτόχρονα καλλιεργώντας και κόμπλεξ «ανωτερότητας» (sic) των νεοελλήνων έναντι των «κουτοφράγκων» (δηλ. μορφωμένων Ευρωπαίων), πράγμα που συνεχίζεται και σήμερα με μύθους περί «Γκρήκ λόβερ» (μόνον εγχωρίως κυκλοφορεί τέτοιος όρος), μαγκιά-κλανιά με παπατζήδικα ψευτοκόλπα της πεντάρας στα «χαζά» Αμερικανάκια, αρβελέρειες γλυκόπικρες αναμνήσεις τρισχιλιετούς πολιτισμού και βάλε...

Παρά ταύτα η νεοελληνική παράνοια είναι ότι ενώ ο τουρκομερίτης Καραμανλής δήλωνε ευθαρσώς ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν», στη συνέχεια ο αμερικανοθρεμμένος Παπαντρέας απειλούσε «Έξω από Ε.Ο.Κ. & Ν.Α.Τ.Ο.» και χαριεντιζόταν με τον Καντάφη, που πρώτα του στέλναμε όπλα και τώρα αρκείται να μαζεύει τα στρώματα θαλάσσης και τα μπρατσάκια, που παίρνει ο αέρας απ' τους λουόμενους στη Νότια Κρήτη...

ΕΚΔΟΧΗ ΒΟΥ:
Το 1986 Ο Φίλιππος Βλάχος εκδίδει τα «Χωριάτικα Βρωμόλογα» στο δικό του «τυπογραφείο κείμενα». Γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα : «Το μικρό αυτό Γλωσσάρι είναι εφτανησιώτικο και έχει δύο πηγές : το «Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν της Ζακύνθου του Λεωνίδα Χ. Ζώη, και τα ορεινά χωριά της Βόρειας Κέρκυρας, όπου έζησα μέχρι το 1958. Σχεδόν όλες οι λέξεις που καταγράφτηκαν δεν ακούγονται πλέον, ενώ έχουν σβήσει τελείως μαζί με τα νανουρίσματα, και τα «άσεμνα» ταχταρίσματα. Οι μαμάδες δεν λένε στα παιδιά τους κώλος, μουνί, σκατά, αλλά ποπός, πουλί, κακά, και τις πιάνει υστερία όταν τολμήσει καμιά γιαγιά να ταχταρίσει το μικρό τραγουδώντας :

Όποιος έκλασε να πιει να την πορδοκαταπιεί να τη βάλει στο βαρέλι να την πιει το καλοκαίρι κι άλλη μία στη μπουρέλα να την πιει την άλλη μέρα.»

Στη συνέχεια, καταγράφει:

αρχίδι• παπάβγουλο, λιμπό (Σ.Σ. βλ. Καββαδίας: ρουφόλιμπα = ρουφοκαυλέτα στα κεφαλλονίτικα), αμελέτητο, καλό, λιόκι (Σ.Σ. βλ. μακεδονίτικα Ημαθίας: Δυο λιόκια στο τζαντέ = δυο αρχίδια λιάζονται, σημ. χέστηκε η φοράδα στο γενή-τζαμί / αλώνι) χέστηκε η φοράδα (μας) στ' αλώνι), βόλι, βαρίδι. Γούμενος καθούμενος τ’ αρχίδια του έλυε κ’ έδενε (Σ.Σ. Θυμίζει το: Δουλειά δεν είχε ο διάολος, τ’ αρχίδια του έσπαε κι έραβε / γαμούσε τα παιδιά του) (Σ.Σ. Χάριν καταγραφής, να προσθέσουμε και το ρουμελιώτικο «αγγειά» (π.χ. θα πάρεις τ’ αγγειά μου).

βυζιά• Εκείνα τα συκόφυλλα πολλή βαστάν δροσία και τα παχιά σου τα βυζιά πληγώνουν την καρδία.

γαμήσι• Ξύλο και γαμήσι δεν αλησμονιούνται. Ο χορός και το γαμήσι είν’ τση γυναικός η φύση Στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση.

γαμώ• όποιος θέλει να γαμήσει, πρέπει να χασομερήσει, νάχει άσπρα να χαλάσει και να μην τα λογαριάσει. Καθώς έτριψες θα γαμήσεις.

διάολος• καλόγερος θα να γενώ να σώσω την ψυχή μου μα δε μ’ αφήνει ο διάολος πού’ χω μες το βρακί μου
(Σ.Σ. Τούτο το Ζακυνθινό μαντιναδάκι, το λένε ακόμα στις αρέκιες της πόλης).
(Πηγή): http://kuk.blogspot.com/2005_01_01_archive.html

Δηλαδή, κατά τον Ζακυνθινό Φ. Βλάχο, παπάβγουλο σημαίνει νέτα-σκέτα «αρχίδι» (χωρίς ωστόσο να μας εξηγεί πού κολλάει ο παπάς / πάπας), όπερ δεν αποκλείεται, αφού ακόμα παρομοιάζουμε τα τρομπολίνια με αβγά -π.χ. λέμε όταν χτυπήσουμε στην «οικογένειά» μας, ότι «μου γίνανε ομελέτα», στην δε ισπανική και γερμανική αργκό οι όρχεις λέγονται αντίστοιχα και huevos / Eier = αβγά, ενώ μια και ο λόγος περί φαγωσίμου, οι Εγγλέζοι τα λένε spuds = πατάτες κι οι Ιταλοί το μουνί το λένε figa = σύκο…

Καλή όρεξη!

- Εμένα πάντως μάνα, δε μου το βγάζεις από το μυαλό, ότι η φωτιές του καλοκαιριού, είναι δουλειά της αντιπολίτευσης για να πέσει η κυβέρνηση!
- Άκου μυαλό που κουβαλάει είκοσι χρονώ παιδί... Παιδί μου, χάζεψες; Πού τ’ άκουσες αυτά τα πράματα;
- Στην τηλεόραση τα λένε...
- Άντ’ απο κεί βρέ παπάβγουλο, που ακούς τσι μούρλιες του ενού και τ’ αλλουνού!

Ο Σιορ-Διονύσιος (από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά σκληρή παιδική έκφραση κατά αδέξιου ή αργόστροφου παιδιού. Χρησιμοποιείται ιδίως στα αθλήματα, σε περίπτωση απρόσμενης αστοχίας σε εύκολο στόχο ή καθυστέρησης στην κατανόηση συνθηματικών εκφράσεων.

Προέρχεται από το αρκτικόλεξο Π.Ι.Κ.Π.Α. = Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Αποκαταστάσεως & Αντιλήψεως, (1914 - 2003), που στόχο είχε κυρίως την αποκατάσταση και μέριμνα παιδιών με ειδικές ανάγκες.

Δηλαδή η έκφραση σημαίνει ούτε λίγο-ούτε πολύ: Είσαι καθυστερημένο!

Συνώνυμα: Άγαρμπο, καθυστερημένο, παράλυτο, ημιπλήγας, παραπλήγας, μαλακιασμένο, παπαρόμπεης, παλτό, μηναρόμπεης, κουλό, κουλομαρία, κουλαρία, κουλαμάρα, σαπατελό, μανταλάκια, παρμένο, αφαιρεμένο, άμπαλο, παρμενίων, ερείπιο, σαπάκι κ.τ.λ.

Ας θυμηθούμε και παλιό σχολικό πείραγμα, όπου πρότεινε η παρέα σε αφελή συμμαθητή, να προφέρει την ερώτηση «πού με πάει το πουλμανάκι;» με τη γλώσσα του κολλημένη στον ουρανίσκο, οπότε η απάντηση δίνονταν ατάκα και ομαδόν: «Στο Π.Ι.Κ.Π.Α.!»

Για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται οτι ουδέποτε τα σχολιαρόπαιδα υπήρξαν ούτε άδολα ούτε τρισχαριτωμένα, βλ. βασανιστήρια σε ζωάκια π.χ. καλάμι στον κώλο βατράχου και φούσκωμα ως να σκάσει, αφαίρεση φτερών μύγας ή χωνάκι στον κώλο της (!) κλείσιμο σφήκας σε μπουκάλι, πετάλωμα γάτας, ντενεκέδες στην ουρά σκύλων, επιθετικότητα στους σωματικά ή ψυχικά ασθενέστερους (βλ. Lord of the Flies του William Golding 1954 – σινεμεταφορά του Peter Brook 1963), ανταγωνισμός και επίδειξη λόγω κοινωνικών και ήδη εθνοτικών διαφορών, που κυμαίνονται μεταξύ προνομιακής κατοχής σάκας «Χατζηγιάννης» και σούπερ κασετίνας και μέχρι το σημερινό λεγόμενο school bullying και τον Άλεξ στη Βέροια.

Ώστε, η Πάνια δεν μας ήρθε ουρανοκατέβατη...

  1. - Παίρνω στην ομάδα μου το Χρήστο και το Γιάννη. Εσύ πάρε όποιους θέλεις.
    - Σοβαρά; Κι εγώ τί θα' χω τότε ρε φίλε, που μου' χεις αφήσει εδώ πέρα όλο το πίκπα;

  2. - Καλά ρε, έχασες το γκολ με κενή εστία;
    - Αφού γλίστρησα...
    - Τί πίκπα είσαι συ ρε παιδί μου!

(από xalikoutis, 24/08/09)(από johnblack, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική έκφρασις, σημαίνουσα συναγερμόν προς εσπευσμένην αφόδευσιν ένεκα αχαλινώτου κουράδος, ήτις έχει ήδη (φευ!) ανατείλει ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσσαβο. Όπως λένε και για την οδοντόπαστα (και όχι μόνο), όση βγει-μέσα δεν ξαναμπαίνει!

Η προπετής λοιπόν κουράς, φυτρώνει εξ αίφνης ωσάν ουρά εις τον απηυθυσμένον του δυστήνου χέστου, συνήθως εις ώρας και τόπους ακαταλλήλους π.χ. κατά την διάρκειαν κρισίμου επαγγελματικής συνεντεύξεως, σε θερινήν επιθεώρησιν ναυάρχου (βλ. και σχετικές κατάρες: Που να χεστείς σε ίντερβιου / σε παρέλαση και να' ναι καλοκαίρι και να φοράς άσπρα, σε οικτρό μποτιλιάρισμα, απολογούμενος σε δικαστήριο για κακούργημα, γνωρίζοντας σε πάρτι φίλου το κορίτσι των ονείρων σου που είναι έτοιμο να φύγει για Ανταρκτική, πέφτοντας με αλεξίπτωτο. κτλ..)

Συχνότατα, η μουσούδα της εν λόγω κυρίας, ξεπροβάλλει ανεπιστρεπτί κατόπιν αστοχάστου πορδής. Ήτοι όταν τις πέρδεται υπαιτίως αλλά και εσφαλμένως, είτε χρονικώς (άκαιρα) ή τροπικώς (βεβιασμένα), συσπάται το κωλάντερόν του και διακινδυνεύει εν γνώσει του ένα σκατουλάκι χωρίς συμμαζεμό.

Ας ενθυμηθώμεν κανα-δυο σχετικά ανέκδοτα:

[i]1. Πρέπει (λέει) στην τάξη του Τοτού να σχηματίσουν οι μαθητές προτάσεις με την (καινούρια) λέξη που μάθανε: «οπωσδήποτε».

Διαβάζει η Αννούλα: «Αν διαβάσω τα μαθήματά μου, τότε οπωσδήποτε θα λάβω καλούς βαθμούς». Μπράβο Αννούλα. Διαβάζει ο Γιωργάκης: «Το καλοκαίρι που θα βοηθήσω τον πατέρα μου στο μαγαζί, εκείνος θα μου πάρει οπωσδήποτε ποδήλατο». Μπράβο Γιωργάκη.

Λέει ο Τοτός:

- Κυρία-κυρία! Έχει μάζα η κλανιά;
- Τι είναι αυτά που λες παιδί μου;
- Βρε, έχει ή δεν έχει;
- Τέλος πάντων, όχι…
- Ε, τότε «οπωσδήποτε» χέστηκα!

  1. Είναι δυο κατάδικοι στο ίδιο κελί της φυλακής και θέλουνε να παίξουνε. Τι να παίξουνε, ζάρια απαγορεύονται, κρυφτό-κυνηγητό δε γίνεται (το κελί είναι 3x3), θα παίξουμε (λέει) τριανταμία με τις πορδές. Όποιος φτάσει πρώτος ή κοντινότερα στις τριανταμία κερδίζει. Αρχίζει ο ένας και τραβάει κάτι γενναιόδωρες πορδές, αλλά στις 27 ξεμένει από καύσιμο. Ο άλλος σφίγγεται και τραβάει μια, δυο, δεκαπέντε, δεκαοχτώ, είκοσι, εικοσιμία και του φεύγει ένα κουραδάκι… Περιχαρής φωνάζει: Κέρδισα! Εικοσιμία κι η φιγούρα - τριανταμία![/i]

Λένε ότι στο φαΐ, στο γαμήσι και στο χέσιμο δεν χρειάζεται βιασύνη. Συμφωνώ. Πλην όμως, πρέπει να ευαισθητοποιηθεί η Πολιτεία (και οι φορείς), ώστε να τοποθετηθούν απανταχού εις την επικράτειαν και δη εις πλείστα κεντρικά σημεία, δωρεάν αξιοπρεπείς και καθαραί βεσπασιαναί προς ανακούφισιν των ατυχών συμπολιτών ημών, ώστε να αποφεύγονται αι κακοτοπιαί.

Δει δη αποπάτων ώ άνδρες Αθηναίοι και άνευ τούτων, ουδέν εστί γένεσθαι των δεόντων.

Συνώνυμα: Γιομάτο κλανίδι, φορτωμένη/καργαρισμένη πορδή, τορπίλλα, κουφέτο, μου φύγανε/είπανε του παλαβού να κλάσει κι αυτός χέστηκε (παροιμία) κλπ.

Ιταλιστί: Scoreggia vestita (“επενδεδυμένον κλανίδιον”)

- Αργείς;

- Μια στιγμή να κατουρήσω…

- Τελείωνε! Δεν προλαβαίνω, έχει σκάσει μύτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified