Χιουμοριστική και οξύμωρη έκφραση που δηλώνει: Σε ακούω/σε παρακολουθώ, αλλά σε γράφω και στα παπάρια μου.

Πιθανώς προέρχεται από τον πανομοιότυπο στίχο του Τζιμάκου στο άσμα «Αλέκα». Ή, από τη γνωστή ρήση του Βολταίρου «διαφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπίζομαι και με την ζωή μου ακόμα, το δικαίωμά σου να λες όσα λες», δηλαδή σέβομαι το δικαίωμά σου στο κλανίδι μου.

Να μην συγχέεται με την έκφραση «σε φιλώ στον ώμο και με λές μογγόλο» (βλ. Γιοκαρίνη «κουαρτέτο στο Βόλο»), καθώς και «σου φιλώ την κλάνα που τη λένε Ιωάννα κι έχει το μαλλί αφάνα» κ.α., διότι δηλώνουν ακρόαση του ομιλούντος μεν, άμα τη αποχωρήσει του ακροατού δε, που θυμίζει το αμερικάνικο: Tell your story walking (= μίλα μόνος σου, κανείς δεν ενδιαφέρεται).

- Ρε, τί θα γίνει, μας έχουν πλημμυρίσει οι αλλοδαποί. Πού πάμε ρε; Συρρικνώνεται η Ελληνική Φυλή...
- Λες μαλακίες, το ξέρεις;
- Τί λες ρε, που δεν τολμάμε πια να περπατήσουμε στο δρόμο, στη γειτονιά μας!
- Καλά, σε γαμώ και σε υποστηρίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Νάουσα Ημαθίας): Ειρωνικά το «κελεπούρι», η «μεγάλη ευκαιρία», δηλαδή ουσιαστικά carbon el tesoro (άνθρακες ο θησαυρός).

Προκειμένου όμως να μη φάμε και κανάν αφορεσμό απο το μουφτή της Ροδόπης ταις πρεσβείαις του Χάνκοντος ένεκα σημειολογικού σφάλματος, θα αποκοτήσωμεν μετ' επιφυλάξεως και την ερμηνείαν της φράσεως ως πύρρειο νίκη:

Ήτοι, δεδομένου οτι τα παλαιά χρόνια (;) οι πρόθυμοι γαμβροί ήσαν δυσεύρετοι, σε περίπτωση κουκουλώματος νεάνιδος μανι-μάνι με κάποιον αχαΐρευτο, επληρούτο ο πόθος της μαμάς, αλλά κατ' άτι κουτσουρεμένος. Γαμπρός μεν, απ' τα Μονόσπιτα δε. Προβλέπεται απογοήτευση και δυστυχία με τέτοιο γαμπρό, τον εκ του χωρίου Μονοσπίτων Ημαθίας ορμώμενον.

Χρησιμοποιείται και αυτοσαρκαστικώς, όταν κάποιος αναλαμβάνει εγχείρημα, το οποίον είναι πέραν των δυνάμεών του, ένεκα ελλείψεως σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κυρίως οικονομικής ευρωστίας δηλαδή «πού πάω εγώ τώρα, τί τα θέλω εγώ αυτά, αφού δε με παίρνει, γαμπρός απ’ τα Μονόσπιτα...», κατά την έννοια της παροιμίας «ο ποντικός στην τρούπα του δε χώραγε, κωλοκύθια έσουρνε».

Οι δημοσιογραφίσκοι, μάθανε προσφάτως τη λέξη «πολύφερνος» και τηνε τσαμπουνάνε όπου λάχει. Δε διστάζουν μάλιστα πανάθεμά τους να μιλούν και για πολύφερνους γαμπρούς / υπουργούς (sic), ενώ η «φερνή» ήταν τα αρχαία χρόνια (επί Ελλήνων) η προίκα που ελάμβανε η γυναίκα βέβαια, προκειμένου να παντρευτεί και φυσικά πολύφερνη είναι η νύφη που φυσάει το παραδάκι. Εξ ου και το λατινικό «παραφερνάλια» του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προέρχεται απο το ελληνικό «παράφερνα» δηλαδή τα προικώα αντικείμενα εξαιρούμενα της κυριότητας του αντρός της (π.χ. κειμήλια, προσωπικά της αντικείμενα κτλ). Άλλωστε, αποκλειστικά δικαιώματα σε πράγματα, έχει η σύζυγος και σήμερα, όπως το σημερινό λεγόμενο «εξαίρετο» του κληρονομικού δικαίου, δηλαδή την οικοσκευή που δικαιούται να λάβει η σύζυγος του τεθνεώτος, πέραν της νομίμου μοίρας της. Η λέξη «παραφερνάλια», πρόσφατα χρησιμοποιείται ως «συμπαρομαρτούντα» ή αυτά που κουβαλάει κάποιος μαζί του, τσουμπλέκια, τσετζερεδικά, τα πάντα όλα). Ο γαμβρός λοιπόν αυτός φαίνεται, όχι μόνον φερνή δεν είχε (sic),αλλά ήταν και τελείως αναξιόπιστος, αχαΐρευτος, ακαμάτης κοινώς: Κοπρίτης.

Τώρα, γιατί το συγκεκριμένον χωρίον παρήγαγεν μαζικώς ελαττωματικούς γαμβρούς, μάλλον θα μείνει άλυτον μυστήριον, στα βάθη της λάσπης του κάμπου του Ρουμλουκιού, μαζί με τα μυστικά του βάλτου...

Την έκφραση χρησιμοποιούν κυρίως γηραιοί Ναουσαίοι, χωρίς ωστόσο να δύνανται να την ερμηνεύσωσιν καίτοι ο υποφαινόμενος τους έχει επανειλημμένως τσιγκλήσει. Φαίνεται όμως, οτι οι εν Ημαθία νύμφαι, είχαν πάθει στο παρελθόν πολλά χουνέρια, δεδομένου οτι υφίσταται παρεπιδημούν χωρίον ονόματι «Ξεχασμένη», χάριν νύφης που την απαράτησεν ο γαμβρός προ του μυστηρίου, αναχωρήσας προς άγνωστον κατεύθυνσιν και αφήσας αυτήν να περιμένει τον αγύριστο...

Εξ άλλου, ο μόνος συνεπής και πολύφερνος νυμφίος που είδαμε ποτέ να έρχεται εν Ελλάδι, ήταν ο Καραμαλής το '74, c'est ça;

Παρόμοια: Πού σε πέτυχα, εσύ μας έλειπες, προκομμένη μου Ζαΐρα πού σε βρήκα και σε πήρα, κονομήσαμε, τα πιάσαμε τα λεφτά μας, ψωνίσαμε απο σβέρκο, θα μου κάνεις το κόκκινο αυγό κ.τ.λ.

  1. - Ανέλαβε σήμερα υπουργός ο τάδε! Άιντε μπας και δούμε καμιά άσπρη μέρα...
    - Μμμμ... γαμπρός απ' τα Μονόσπιτα! Μωρέ δε με παρατάς λέω γώ με τον κερχανατζή;

  2. Τί το’ θελα εγώ το δάνειο απο τη Γιούρα-μπάνκ; Ορίστε τώρα, μου παίρνουνε το σπίτι οι κουφάλες! Με τρείς κι εξήντα, που να τα βγάλω πέρα, γαμπρός απ’ τα Μονόσπιτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά κλασσική τουρκομερίτικη έκφραση που σημαίνει τον τζαμπατζή ή κακοπληρωτή οφειλέτη. Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα (και ως μπαταχτσής κατά τα μπαξές-μπαχτσές, καϊξής-καϊκτσής κ.α.).

Να μην συγχέεται με το επίσης τουρκικό σελέμης, διότι αυτός είναι μάλλον εκ μιζέριας τρακαδόρος και φτωχομπινές, ενώ ο μπαταξής είναι κακόπιστος οφειλέτης αντικειμένου οιασδήποτε αξίας.

Εν Πάτραις, το συνώνυμο του μπαταξή λεγόταν μια δόση και «μπήχτης» = τρακαδόρος / βουταδόρος (εκ του μπήγω= φεσώνω / κάνω τράκα / βουτάω πράγματα, δηλ. εξομοιώνεται με τον κλέφτη.

Εν Αγγλία, η δολία αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου (fare dodging), δηλαδή το μπαταξιλίκι κομίστρου, υπάγεται στην κατηγορία των ατιμωτικών αδικημάτων (dishonest crimes), δηλαδή τυχόν καταδίκη συνεπάγεται στέρηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος σε ορισμένους κλάδους (π.χ. δικαιοσύνης-δικηγόροι, οικονομικών-εφοριακοί, λογιστές κ.α.), κώλυμα προσλήψεως ή και απόλυση, όπως ακριβώς παρ’ ημίν με τα ατιμωτικά αδικήματα κατά της περιουσίας (π.χ. κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη κτλ).

Τα παλιά χρόνια, οι πιτσιρίκοι ανέβαιναν στο πίσω μέρος του τραμ κι έκαναν «σκαλομαρία», δηλαδή σκαλώναν στους πίσω προφυλακτήρες με τα πόδια τους να κρέμονται, προκειμένου να μην τους πάρει είδηση ο οδηγός και πληρώσουν εισιτήριο (γιατί η φτώχεια ήταν απερίγραπτη). Κάθε φορά που ο τραμβαγέρης τους αντιλαμβανόταν, σταματούσε, κατέβαινε και τους έστελνε ή απειλούσε ότι θα τους πάρει ο διάολος. Οι πιτσιρίκοι, φυσικά, είχαν κατέβει και κορόιδευαν από μακριά. Όταν ο ζοχαδιασμένος τραμβαγέρης ξανακαθόταν στην θέση του και ξεκινούσε πάλι, οι πιτσιρίκοι ξανασκάλωναν. Αυτό το βιολί σταμάτα-ξεκίνα, συνεχιζόταν μέχρι να βαρεθεί ο οδηγός και να κάνει τα στραβά μάτια.

Το μπαταξιλίκι λοιπόν, δεν είναι ούτε απλή, ούτε ασήμαντη υπόθεση. Άλλωστε, οι παλιοί ταβερνιαρέοι δήλωναν νέτα-σκέτα ότι «ο βερεσές απόθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη» και συμβολικώς πετούσαν το τεμπεσίρι (κιμωλία) στη θάλασσα / σκουπίδια ενώπιον των πελατών, ως απάντηση σ’ αυτούς που ζητούσαν να τα «γράψει κάτω απ’ το σφουγγάρι» / «γράψτα-σβήστα».

Βλ. σχετικό ρεμπέτικο «στου Λινάρδου την ταβέρνα» (... κι άλλος ζούλα την καρφώνει ... = φεύγει κρυφά χωρίς να πληρώσει, ... βρε Λινάρδο ταβερνιάρη γράψτα όλα στο σφουγγάρι ...)

Ο Ζήκος (βλ. «Της κακομοίρας)», σε απάντηση στα απαιτητικά παλαμάκια παραγγελίας του γυαλάκια μπαταξή πελάτη, επεσήμανε: «... να παλαμοκροτάνε αυτοί που πληρώνουνε κι όχι εσύ που θέλουμε τρεις κιμωλίες στο γράψε-σβήσε τη βδομάδα για σένα ...».

Πάλι μου βούτηξες τον αναπτήρα μου; Δέκα έχω χάσει τον τελευταίο μήνα και μ' αυτόν έντεκα. Γιατί δεν πας μέχρι το περίπτερο να πάρεις πεντ-έξι βρε παλιο-μπαταξή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζάμπα = δωρεάν / έναντι ευτελούς αντιτίμου / άνευ κόστους ή και εις μάτην (βλ. τζάμπα κόπος) + τουρκ. κατάληξη –τζής.

Το τζάμπα προέρχεται από το κακοπροφερμένο μέηντ ιν Τζάπαν (αγγλ. made in Japan), όπως ο γκαντέμης, -ω, -ικο (αγγλ. God damn it), μπιέλα (αγγλ. B.L.R.=Beyond Local Repairs), μέγκλα (αγγλ. made in England), είμαι γκολ (αγγλ. gone =τύφλα στο μεθύσι), όπως τα καταλάβαιναν οι ναυτικοί μας, οι οποίοι ήταν παλιά και οι μόνοι λαϊκοί κοσμογυρισμένοι Έλληνες, που τριγυρνούσανε στα διάφορα διεθνή λιμάνια και τσιμπούσαν λέξεις δώθε-κείθε και ωσεκτουτού χρησιμοποιούσαν μια παρδαλή γλώσσα (π.χ. η Τζιμπεράλτα, η Αργεντίνα, ο σηψάτζης (=ship's agent), ο μπώμαν (=αντλιωρός), ο ντόκος, τα νησά Σκύλοι (=Scilly islands κ.ο.κ.).

(Βλ. Τζιμάκος «βάλε τηγάνισε τους κουραμπιέδες»: ...τα ρεζιλίκια τους ήρθαν μου τα’ παν και τσολιαδάκια μέηντ ιν Τζάπαν...).

Για το λόγο αυτό, το ρουμελιώτικο τζάπα, είναι πιο κοντά στη γενεσιουργό λέξη, από τις παραφθορές «τσάμπα» και «τζάμπα». Η δε τσάπα, είναι άλλο πράγμα, εκτός και αν προφέρεται από ποντιακά χείλη αντίς για «τσάμπα» (π.χ. η πάλα=μπάλα, πλε=μπλε κ.α.)

Άλλωστε, μέχρι τον μεταπόλεμο, όλοι οι Έλληνες, δεδομένου ότι δεν μιλούσαν ξένες γλώσσες, χρησιμοποιούσαν «φανταστικά» εγγλέζικα, γερμανικά, ιταλικά και γαλλικά, όπως νόμιζαν ότι τα έλεγαν οι ξένοι ηθοποιοί στους σινεμάδες, ή τα άκουγαν από τους διάφορους στρατούς κατοχής όπως: τρινγκ μαϊ φόρντ (δήθεν εγγλέζικο = πολύ σπέσιαλ ντύσιμο), κλάιν μάιν φύρστ (δήθεν γερμανικό = πολύ κύριος), στάκαμαν (δήθεν αμερικάνικο = στάκα + καμάν, δηλ. στάσου), άχτεν μπούχτεν μάκινα μπουζούχτεν (δήθεν γερμανικό = αλαμπουρνέζικα), λακριντί (νόμιζαν ότι είναι γαλλικό!) κ.α. Εξ ου και τα διάφορα ανέκδοτα στα ελληνικά, που παίζουν με την φωνητική ξένων γλωσσών, π.χ.

(Γερμανικά):
- Μπείτε-ρηχά είναι ρε!
- Μπα, είναι κρύα!

(Αγγλικά):
Είν' του άλλου μου του γιου
Να η Σπάρτη (nice party)
έκο ταττού (echo tattoo)
χάου ντούκου-ντούκου
ξεσκιούζ μι
τσιβιτζιλέησον (civilization / invigilation)

(Γαλλικά):
Και σε κεσέ και σε μπωλλ
Λαιμοί μπουκαλιών

(Ιταλικά):
μαρτστέλλο μασταπιάνει
βλ. και Γιάννη Μηλιώκα: «Γκρέκο Μασκαρά» τίγκα στους ιταλισμούς

(Ισπανικά):
Κουνιάδος σε σέλλα βέσπας
πάτος αλατιέρας
σάλτσες χυμένες
κορμός κομμένος εγκαρσίως
εντράδες ψημένες σε σχάρα τοστιέρας
Ντολόρες (πάρτον και κούνατον ώρες)
Χοσέ Κουέρβο

(Ιαπωνικά):
να' μουνα μουνάκι (κίναιδος)
να σου σύρω το κασόνι (αχθοφόρος)
για τα ούρα / για καούρα (ουρολόγος/γαστρεντερολόγος)
μαύρα μούρα-άσπρα μούρα
γιαγιάκα μου συγκάηκα

(Λατινοαμερικάνικα):
Σαν τη νύστα που 'χω (νυχτοφύλακας)
Κάρλος εχωμπάρ (ιδιοκτήτης νυκτερινού καταστήματος)

(Αφρικανικά):
Ακούμπα τα μπαούλα ούλα Κούλα (αχθοφόρος)

(Τούρκικα):
τσογλάν-μαντρί (σχολείο)
γιαβάς μπαϊλντί (αργός θάνατος)
τα ΜΑΤ ορμάν (Αρκουδέας)
αμάν μεγαμάν (κίναιδος)
μπαμ κιοφτέ (χειροβομβίς)
χαϊβάν ντουλάπ (τηλεόραση)

(Ρώσσικα):
Τα μήλα παζάρευα (πωλήτρια λαϊκής του πάγκου)
στο ΙΚΑ πίστευα (ανασφάλιστη χορεύτρια)
μουσκίσκι ζβαρνίσκι

(Ρουμάνικα):
Κάκωση μηνίσκου (ορθοπαιδικός)

(Γαλατικά):
Συγγρου-φίξ (τραβεστί)

Επίσης κι άλλοι λαοί κοροϊδεύουν τη γλώσσα και την προφορά των ξένων, (όπως έκανε άλλωστε και ο Καραγκιόζης σε όλες τις εθνοτικές ομάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας: Εβραίος, Αρμένης, Βλάχος, Αρβανίτης, Τουρκαλέων, Επτανήσιος κ.α.) με παρόμοια ανέκδοτα όπως:

(Ιταλία):
caca duro qui fa poco moto (ιάπων υπουργός αθλητισμού)
calla mi i jeans (αμερικανίδα καουμπόησσα)

(Ισπανία):
yayo tumba gamba chunga (ο παππούς έφαγε σκάρτη γαρίδα αφρικανιστί) che me corrotoa (βάσκα νυμφομανής)
suben-empujen-estrujen-bajen (γερμανικό λεωφορείον)
ooooo-ya–sta! (ιάπων πρόωρος εκσπερματιστής)
se aleja la armeja (αραβικόν διαζύγιον)
ata la caja ala raqua (αραβικός κόμπος)
ciao chochin (κινέζικον διαζύγιον)
chungles (chungo+ingles = εγγλέζικα της κακιάς ώρας) δηλ. ισπανικό αντίστοιχο του greeklish.

Και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός...

  1. - Πόσο έχουνε οι τσιμούχες μάστορα;
    - Τζάμπα για πάρτη σου!
    - Σσσσσσσωραίοςςς!

  2. - Πόσο κάνει το συνολάκι;
    - Μόνο πεντακόσια ευρώ με την έκπτωση μαντάμ.
    - Τί μου λέτε! Τζάμπα πράμα δηλαδή!
    - Εδώ κυρία μου είναι Κολωνάκι, άμα θέλετε, έχει λαϊκή στην Καλλιδρομίου κάθε Σάββατο...

  3. - Τί έγινε με τη Μαίρη, την έριξες;
    - Όχι θα μου ξέφευγε. Χτες όλο το βράδυ μου ίδρωνε τα σεντόνια μέχρι το ξημέρωμα!
    - Έεεετσι! Τζάμπα τα φοράμε τα γαλόνια;

  4. - Τελικά θα το κάνουμε το συμβόλαιο αύριο;
    - Μπάαα. Δεν έχω λεφτά τώρα, μάλλον μετά τα Χριστούγεννα.
    - Και τί με κουβάλησες τότε καλοκαιριάτικα στην Αθήνα τζάμπα και βερεσέ; Κοίτα ρε, κάτι άνθρωποι...

  5. Μια ζωή πολεμάω να σε κάνω άνθρωπο βρε αχαΐρευτε, αλλά δε βαριέσαι; Ό,τι σου λέω εγώ, μπενάκης-βγενάκης, σ' έστειλα να σπουδάσεις, σου πήρα αμάξι, σου' γραψα το μισό σπίτι κι εσύ δε λες να σηκωθείς πριν το μεσημέρι! Τζάμπα κόπος! Τον αράπη κι αν τον πλένεις...

Σλάνγκαρχος Μηλιώκας (από Hank, 16/07/09)Mr lova man.....tsabba (από perkins, 16/06/10)

Δες και phonetics.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοδίστρα(ς) λεγόταν ο αμφιβόλου σεξουαλικού προσανατολισμού ναύτης, πολύ παλιά, βλ. έφαγα το καβλί του ναύτη = ταλαιπωρήθηκα, έφαγα ζόρι / πούτσα / γαμήθηκα κτλ.

Παίζει να προέρχεται απο την παναθεματισμένη τη ναυτική στολή, που θέλει σιδέρωμα, πέντε τσακίσεις, μπελαμάνα, κολαρίνα, λιγαδούρα, ίσιωμα το μαύρο μαντήλι, κορδέλλα με φιόγκο στην ασπιρίνη, παντελονόκουμπα που ανοίγουν μπροστά κι έχει δυο ματζαφλάρια στο πλάι, δηλαδή μπορεί και να σου πάρει κανά εικοσάλεπτο να ντυθείς...

Ο Τσιφόρος, αφιερώνει μια σχετική ιστορία «Ο Μοδίστρας» στα «Παραμύθια πίσω απο τα κάγκελα», με ένα ναύτη που αναγκάζεται ένεκα εκδουλεύσεως, να κάνει παραχωρήσεις εσωτερικής καύσεως ... Φαίνεται οτι ενώ το σώμα τραβάει αμφότερα τα φύλα
(βλ. Μοσχολιού «ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία», «ένα ναυτάκι αγάπησα κι εγώ» κτλ.), εν τούτοις, οι πουρές λούγκρες κάνουνε άγριο κυνηγητό στα ναυτάκια, όπως φαίνεται και απο την εμμονή του μεγάλου Τσαρούχη. Άλλωστε και οι ίδιοι οι ναύτες χαριεντίζονται μεταξύ τους, πετώντας ψευτοαδερφίστικα αστεία και προσφωνήσεις (π.χ. πού' σαι μωρή κυρία; / Μωρή κληρού / Μωρή κοπέλα κτλ). Το' χει η μπελαμάνα φαίνεται ...

Μάλιστα, σώζεται και η εξής αληθινή ιστορία: Κάποιος γνωστός γεροπούστης, εθεάθη Μεγάλη Παρασκευή αλαμπρατσέτα μ' ενα χαρτζηλικωμένο γαργαρότεκνο. Μια πικαρισμένη πουρόλουγκρα που τους εμπάνισε, είπε χαριτολογώντας στη «δικιά της»:

- Μωρή δε ντρέπεσαι; Μεγάλη Βδομάδα ν' αρταίνεσαι;

Η απάντηση ήρθε ατάκα:

- Καλέ δε βλέπεις; Θαλασσινό, νηστίσιμο!

- Ρε παιδιά, εντάξει ο φιόγκος; Μια ώρα τον πατικώνω...
- Φύγε απο 'δώ μωρή μοδίστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρομοίωση: Ακατάστατος και βρώμικος χώρος.

Εκ του ομόηχου ουραλοαλταϊκού τσαντίρ=γιούρτα/σκηνή.

Προέρχεται από την αντιπαραβολή ενός τέτοιου χώρου με τα γνωστά αντίσκηνα των αθιγγάνων, τα οποία θεωρούνται μπιχλώδη και γιουσουρουμτζήδικα. Οι καθάργιοι νεοέλληνες κοροϊδεύουνε απο παλιά τους γύφτους και πρόσφατα τους αλλοδαπούς (βλ. «πού πα ρε αλβανέ/ταλιμπάν» κ.τ.λ.), δεδομένου ότι είναι φιλόξενος, αλλά και φιλοπαίγμων μεσογειακός λαός (λέει).

Εξ άλλου, γνωστή και η παρανόηση του εν δυνάμει συνωνύμου: μπουρδέλο (=βρώμικος & ακατάστατος χώρος), δεδομένου ότι το μπουρδέλο κάθε άλλο παρά βρώμικο είναι. Όταν κάποιος λέει ότι «εδώ μέσα είναι μπουρδέλο»/«μπουρδέλο το πέρασες;» κτλ, το αληθώς σημαινόμενο είναι ότι οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει οτιδήποτε, αρκεί να πληρώσει (βλ. «με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου»), το οποίον με τη σειρά του είναι πάλι εσφαλμένο, διότι ορισμένα βίτσια γίνονται μόνον κατόπιν συμφωνίας, δηλ. μόνον αν συναινεί η πόρνη και βέβαια έναντι αυξημένου αντιτίμου...

Καθάρισε και λίγο εδώ μέσα ρε χλιμίτζουρα! Τσαντίρι το' χεις κάνει το δωμάτιό σου πια!

Το τελευταίο Αλ Τσαντίρι. (από Hank, 14/07/09)(από Hank, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά: Η (δήθεν) αταβιστική λιγούρα των νεοελλήνων.

Εσφαλμένως, θεωρείται ότι προέρχεται από τη λίμα με την οποία πασπαλίζανε τη μπομπότα τους οι Έλληνες στην Κατοχή, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Οι Έλληνες ήταν λιμασμένοι εδώ και αιώνες.

Προσοχή όμως, στους όρους: Άλλο η πείνα και άλλο παναπεί λιγούρα, όπως άλλο πράγμα είναι η φτώχεια και άλλο η μιζέρια, διότι οι πρώτες έννοιες μπορεί να είναι παροδικές και αναφέρονται σε υλικά αγαθά, ενώ οι δεύτερες είναι μόνιμες, δεδομένου ότι εδράζονται στην ψυχή...

Φτωχοί λαοί υπήρξαν κι άλλοι, αλλά πρόκοψαν (π.χ. Ιρλανδοί, Ισπανοί, Ιταλοί κ.α.) με τον ένα τρόπο ή τον άλλο. Οι νεοέλληνες, αφ' ότου έμαθαν το νέο παιχνίδι «κατανάλωση», μετά την A.M.A.G. (=American Mission for Aid to Greece, δηλ. η γνωστή αμερικάνικη βοήθεια < εξ ού και: αμάκα), αλλά και την εισβολή των χουντικών σουπερμάρκετ στα προπύλαια του νεοελληνικού πολιτισμού, χρόνο με το χρόνο, απέβαλαν πολλές μακραίωνες καλές συνήθειές τους και απέκτησαν μόνον κακές (διότι είναι ευκολότερο - δεν θέλει προσπάθεια/παιδεία), ξένες έξεις, με συνέπεια να χορταίνουν όλο και λιγότερο.

Από την πεσμένη πόρτα του Πολυτεχνείου, οι μπάτσοι που μπήκανε μέσα, ήτανε το λιγότερο(!) Κάτι ήξερε ο Αντρίκος, που έκανε μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα, μοιράζοντας τα φράγκα των ευρωπαϊκών κονδυλίων δώθε-κείθε, καπάκι μετά τη χούντα.
Συνεπώς, ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι Τούρκοι (400 χρόνια και τέτοια) μας φταίνε...

- Βουρ στις μπριτζόλες!
- Γιούργιααα!
- Σιγά ρε! Τί κατοχικό σύνδρομο είν' αυτό; Όλοι θα πάρετε γαμώ τη Μπιάφρα μου μέσα!

Στο 1:10 - 1:40 οι παραισθήσεις απο την πείνα! (από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Σκωπτική έκφραση των ναυτών για το καμπάνι του συσσιτίου αλλά κυρίως για το συσσίτιο το ίδιο!

Προέρχεται από το καμπάνι-σειρήνα του γυμνασίου που κάνει: Γυμνάσιο-γυμνάσιο-γυμνάσιο! (και τρέχεις όπως-όπως σα μαλάκας, να λάβεις θέση π.χ. μάχης ή πυρασφάλειας κ.α.). Όταν όμως γίνει καμιά μαλακία, σφίγγουν οι κώλοι και βαράει η μπουρού με την επισήμανση: Προσοχή! Το παρόν δεν είναι γυμνάσιο! (=μην το πάρετε στην πλάκα-κινδυνεύουμε).

Πρέπει να γίνει γνωστόν ότι, οι υπηρετούντες στα μαγειρεία ναύτες, με την πάροδο του χρόνου τρέπονται αυτόχρημα σε στωικούς φιλοσόφους μ' αυτά που βλέπουνε εκεί μέσα, (όπως ακριβώς και όσοι γίνονται οδηγοί, που μεταμορφώνονται σε ψυχανώμαλους γκαζοφονιάδες, τα οπλονομόπαιδα σε άκαρδα τσογλάνια, τα αρμένια σε ακροβάτες κ.ο.κ.). Ούτω πως, αρέσκονται να χρησιμοποιούν σιβυλλικές εκφράσεις, όταν ερωτώνται για την ποιότητα του φαγητού που προσφέρουν. Έτσι, ακόμα και αδερφός σου να είναι ο άλλος, μετά από δυο-τρεις βδομάδες στα μαγειρεία, θα λάβεις τις εξής απαντήσεις:

  1. Ερώτηση: - Φίλε το φαΐ την παλεύει;
    Απάντηση: - Το φαΐ την παλεύει, ο μάγειρας δεν την παλεύει...

  2. Ερώτηση: - Ρε κληρού, το φαΐ είναι καλό; Έτσι, να χαρείς τα μάθια σου.
    Απάντηση: - Είναι καλύτερο από προχθές...

  3. Ερώτηση: - Αδερφέ, απάντα μου ειλικρινά, εσύ το μαγείρεψες;
    Απάντηση: - Όλοι μας βάλαμε την πινελιά μας...

Και πολλά άλλα ων ουκ έστιν αριθμός, δηλονότι ουδέν κινδυνωδέστερον δια την δημοσίαν υγείαν από ένα μάγερα με χιούμορ...

Σημειωτέον, οι διάλογοι αυτοί είναι πέρα για πέρα αληθινοί(!)

Δεν είναι τυχαίον, ότι η γλίτσα των μαγειρείων, ενώ συ-σκευ-ά-ζε-ται όλως επαγγελματικώς με χαρτονένιο κουτάκι και λαστιχάκι σε αλυσίδα παραγωγής (!) σαν τα καλύτερα ντελιβεράδικα, ντανιάζεται τακτικότατα στις καμιονέτες, διανέμεται με πάσαν επισημότητα (χαρτιά-υπογραφές παράδοσης / παραλαβής-χαιρετούρες κτλ), καταλήγει καπάκι στη θάλασσα ή (αν είναι ακοσταρισμένοι στο ντόκο) στα σκουπίδια, βορά των παρεπιδημούντων αρουραίων ή καλαζαροφόρων σκύλων, ενώ οι ναυτούμπες παραγγέλνουν σουβλάκια...

Οι Εγγλέζοι λένε ότι: The Royal Navy sails on its stomach. Πράγματι, οι περισσότερες στάσεις πλοίων ή φυλακών είχαν και έχουν ως αιτία / αφορμή το συσσίτιο, ενώ το σύνηθες σύνθημα αρχής της στάσης, ήταν και είναι το αναποδογύρισμα του καζανιού.

Αλλά αυτά, είναι μια άλλη ιστορία.

- Ρε μαλάκα, τι’ ναι αυτό που σφυράει;
- Το παρόν δεν είναι συσσίτιο. Στα μαγειρεία μου 'πανε έχει καρμπονάρα σήμερα λέει …
- Ωχ! Θα μας πάει πάλι σερπαντίνα ο κώλος μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Τηλεγραφική έκφραση που χρησιμοποιούνε τα πιλάφια, προκειμένου να δηλώσουν ότι η συνδιάλεξη έλαβε τέλος.

Εκ της ομώνυμης έκφρασης των τηλεγραφητών ή των υπολόγων στο αρ-εφ (R/F), σε υπηρεσιακούς διαλόγους ασυρμάτου ή ΕΕΝ (ενσυρμάτων επικοινωνιών). Συνήθως ως εξής:

- Υπόλογος ακούει;
- Δυνατά-καθαρά.
(Ακολουθεί ο διάλογος)
- Πέρας!

Προκειμένου να γίνει η συνδιάλεξη με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια, ιδίως σε δυσμενείς συνθήκες (π.χ. θαλασσοταραχή, παράσιτα, βόμβοι, φωνές, πόδια μηχανής, εκτοξεύσεις κτλ), οι διάλογοι είναι λακωνικότατοι. Aν πρέπει να μεταφερθεί μέσω περισσοτέρων το μήνυμα, ο πρώτος που το ακούει το επαναλαμβάνει φωναχτά ώστε να διαπιστώσει ο πομπός ότι το έλαβαν σωστά οι δέκτες και κατόπιν μεταδίδεται φωναχτά επακριβώς απ' τον ενα ναύτη στον άλλο (π.χ. πρόσω ημιταχώς). Χρησιμοποιείται κατά κόρον το τρίτο ενικό πρόσωπο, ενώ σε ασύρματη/ενσύρματη επικοινωνία, πρέπει να διαπιστωθεί το πρώτον η ευκρίνεια και η ένταση του πομπού-δέκτη κι ύστερα να γίνει ο διάλογος, για να μην υπάρχουν παρερμηνείες στα διαμοιβόμενα, αλλιώς μπορεί να γίνει χοντρή μαλακία!

Για τον ίδιο λόγο, οι σηματωροί χρησιμοποιούν τον διεθνή κώδικα επικοινωνίας λατινικών αρχικών και σπελλάρουν ένα-ενα τα γράμματα μιας λέξης:

A= Alpha
B=Bravo
C=Charlie
D=Delta
E=Echo
F=Foxtrot
G=Golf
H=Hotel
I=India
J=Juliet
K=Kilo
L=Lima
M=Mike
N=November
O=Oscar
P=Papa
Q=Quebec
R=Romeo
S=Sierra
T=Tango
U=Uniform
V=Victor
W=Whisky
X=X-ray
Y=Yankee
Z=Zulu

Επίσης, τα αριθμητικά:

0=nadazero
1=unaone
2=bissotwo
3=terrathree
4=kartefour
5=pentafive
6=soxisix
7=setteseven
8=oktoeight
9=novenine

Τούτο, γιατί ο ένας μπορεί να λέει black out κι ο άλλος ν' ακούει slack ounce (βλ. σπασμένο τηλέφωνο...). Π.χ. Η λέξη active είναι alpha-charlie-tango-india-victor-echo. Ενώ Victor Charlie = VC έλεγαν οι Αμερικάνοι έλεγαν συνθηματικά τους VietCong.

Ιδιαίτερα στο ναυτικό, υπάρχουν πολλοί παραδοσιακοί κώδικες επικοινωνίας, για συνεννόηση εξ αποστάσεως (π.χ. σχήματα και απόδοση τιμών με τις ασπιρίνες, σημαιάκια απο τους σημαιωρούς, σφυρίχτρες, συμβολικός σημαιοστολισμός ναυτικής εβδομάδας κτλ).
Π.χ. κατά τη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, ο Νέλσον ύψωσε μια συστάδα σημαιακίων στη ναυαρχίδα, ώστε να φαίνονται παντού και απ' όλους, η οποία σήμαινε στη ναυτική διάλεκτο (αναλόγως στο σχήμα, χρώμα και σχέδιο του σημαιακίου): England Expects Every Man Will Do His DUTY.

Στα μόρς (καθρέφτης, φανός, βόμβος ή σημαιάκια) άλλωστε υπήρχαν διορθωτικά σημεία στίξης, για να μην ενσωματώνονται οι παρεμβολές στο κείμενο και μπερδεύεται ο δέκτης.

Σ' ένα Λουκυ-Λουκ, οι ινδιάνοι εξέλαβαν την πυρκαγιά που άναψε κάποιος ντεσπεράδο για ανορθόγραφα σήματα καπνού (!)

Σημειωτέον οτι στην αγγλοσαξωνική ναυτική & στρατιωτική ορολογία το πέρας είναι out = τέλος συνδιάλεξης και όχι over που σημαίνει τέλος πρότασης - περιμένω απάντηση.

Μεταφορικώς, τα πιλάφια και οι παλιοί ναύτες (που αναγκαστικά με την πάροδο του χρόνου καταντούν ολίγον απο μπαρμπα-Μπέν και γι' αυτό άλλωστε τους χαϊδολογούν τα πιλάφια - όμοιος ομοίω γαρ αεί πελάζει), χρησιμοποιούν την έκφραση πέρας! για να δηλώσουν οτι δεν δέχονται κουβέντα πάνω σε προειρημένη πρότασή τους, κατά τα:

«Είμαστε γενjημένjοι ο ένας για τον άλλον. Τέλος!» (Από γνωστή πατρινή τηλε-φάρσα). Ή και, «Full stop!» (Βρετανία) και «Period!» (Αμερική).

Υπάρχει μια γερμανική διαφήμιση στο Ίντερνετ, (πού διάολο την έχω;) για φροντιστήρια αγγλικών, κατά την οποία ένας Γερμανός πιτσιρικάς (25 περίπου χρονών), αναλαμβάνει βάρδια σε κίνηση λιμένος κάπου στη Γερμανία. Κατά τη διάρκεια της βάρδιας του, ακούει σήμα: Mayday-mayday-mayday!. Σημασία δε δίνει. Κατόπιν, ακούει: We are sinking!. Το άτομο απαντά: Vat ar you sinking;. Και καπάκι πέφτει η διαφήμιση: Μάθετε Αγγλικά!

- Ρε μαλάκα, δε σου’ πα να μην ξαναπάρεις τις σαγιονάρες μου;
- Σιγά τη μπίχλα σου ρε τυροβρωμίκουλα, ορίστε πάρ’τες και ρίχτες στον πάτο σου!
- Άμα τις ξαναπάρεις, σε γάμησα, πέρας!

Τι τον νοιάζει που δεν ξέρει αγγλικά; Οι άλλοι πνίγηκαν... Συμπέρασμα: Μάθε γερμανικά, αν δεν θες να πνιγείς. (από Hank, 13/07/09)Είμαστε γεννjημένοι ο ένας για τον άλλο. Πέρας! (από Hank, 13/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified