Παροιμία, σηματοδοτούσα με πικρία το πέρας μιας ευχάριστης κατάστασης (π.χ. πάρτυ, διακοπές, διάλειμμα κτλ) και την απαρχή ξενέρας (π.χ. σπίτι μόνος, δουλειά, μάθημα κτλ).

Παρόμοιο του μπαμπαδίστικου: «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».

Ισπανιστί: Se acaba el cachondeo.

Ιταλιστί: Finita la musica e pasata la festa.

Αγγλιστί: Δη πάρτη, ιτς όβερ (βλ. Σιούφας στη Βουλή απο u-tube)!

- Ωωχ... Αρχίσανε και τα μπλουζ μ' ανοιχτά τα φώτα, μάλλον μας διώχνουνε φίλος.
- Εμ, πήγε έξι η ώρα. Εμάς θα περιμένουνε πότε θα χτυπήσουμε γκόμενα οι άνθρωποι; Έχουνε και σπίτια.
- Κατάλαβα, έκλασ' η νύφη, σχόλασ' ο γάμος. Πάμε για βρώμικο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα. Δηλαδή, ο κατηραμένος να έχει ετεροχρονισμένες στύσεις πάντα και μόνο σε χρόνο ακατάλληλο. Ήτοι, όταν ουρεί να κατέχεται απο κατουρόκαβλα, ενώ όταν επιδίδεται στο σεξάκι, η τσαπού του να γίνεται τρυφερότερη κι απο την καρδιά ενός μαρουλιού...

Εξυπονοείται η πρόταση: Που να σου γίνει / που να σου καμωθεί / που να την έχεις κτλ (πριν την κατάρα).

- Τελικά, σ' έκλασε ο Χρήστος. έ;
- Ναι, πανάθεμάτονε και τα' φτιαξε και με κείνη τη σακαφιόρα τη Ντέππυ, που μολύβι στο κατούρημα, μπαμπάκι στο γαμήσι να την έχει, ο πούστης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός παλιού σαπιοκάραβου. Εκ του παλιού πλοίου «Κάντια» (=Κρήτη/Ηράκλειο στα βενετσάνικα), που εκτελούσε δρομολόγια Ηράκλειο-Πειραιάς κι έτρεμε ολάκερο.

Συνώνυμα: Σκυλοπνίχτης, μπανιέρα, ψαροκασέλα, παλιο-φελούκα, νεκρόκασα, οπιπί (=Ναυτικό αρκτικόλεξο: όρμος παροπλισμένων πλοίων) κ.α. Αγγλιστί: tub κ.α.

Να μην συγχέεται η λέξη «μπρίκι» προκειμένου για ψοφόπλοιο, δεδομένου οτι το εγγλέζικο brigg είναι τύπος ταχέως μικρού πλοίου, όπως και schooner = σκούνα κτλ.

- Με ποιό πλοίο φεύγουμε;
- Με το Mediterranean Sea.
- Τί, μ' αυτή την κατάντια; - Γιατί, δε σ' αρέσει;
- Ρε, αυτό θέλει να το δουλέψεις δυο μήνες ηλεκτροματσάκονο για να δεχτούνε να το πάρουνε τσάμπα οι Σομαλοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Χιουμοριστικόν): Το κατά μόνας κανάκεμα της κοκκώνας τινός, προσιδιάζον τον (ατελή) αυνανισμό. Δηλαδή, πρόκειται περί ομιλούσης ημιμαλακίας, προς αβγάτισμα του μεγέθους της ζουφώσασας -ένεκα αχρησίας- τσουτσούνας και για λόγους αποκαταστάσεως της τρωθείσης αυτοεκτιμήσεως.

Τα ταχταρίσματα ή νταχτιρ(ι)ντίσματα που κάνανε οι μανάδες / παραμάνες στα βρέφη, είναι γνωστό αντικείμενο της λαογραφίας, άλλωστε διδάσκονταν μέχρι πρότινος και εις το σχολείον (βλ. ανθολόγιο πράσινο και κίτρινο), π.χ.

[i]«νταχντιρ(ι)ντί του λέγανε και δε μου το παντρεύανε (κ.τ.λ.)», «το παιδάκι μου το ρούσο να το πλύνω να το λούσω (κ.τ.λ.)» κ.α.[/i]

Εις πλείστους πολιτισμούς, η λουλού προσωποποιείται ως υποκείμενον: φίλος, παιδί, ή αντικείμενον: φίδι, χοιρινόν, γαριδάκι, λουκάνικον, σπάθη, λάσο, σφενδόνη, λάστιχον, κορδόνι, πτηνόν και εν πάσει περιπτώσει (τόση κι άλλη τόση) οι Γάλλοι την αποκαλούν με τον μη κολακευτικό όρο: «mon petit frere» (ο μικρός μου αδελφός).

Τα ταχταρίσματα δεν πρέπει να συγχέονται με τα νανουρίσματα, γιατί αυτά έχουν ως σκοπό να αποκοιμηθεί το βρέφος (και να ησυχάσει η μητέρα), ούτε με τους Ταχτατζήδες (κρυφοχριστιανούς της Ανατολίας που πετσοκόψανε οι νεότουρκοι). Είναι δε άγνωστο, εάν οι μανάδες έλεγαν στο παρελθόν λιγότερα νανουρίσματα, εφόσον δεν τα χρειάζονταν, δεδομένου ότι πότιζαν τα παιδάκια με λάβδανο ή αφιόνι, π.χ. ακόμα και μέχρι πριν καμιά 50αριά χρόνια στην Κρήτη ή στη Μακεδονία που το έλεγαν μάκο (=μήκων-η υπνοφόρος-στα-ντόπια) για να ξεραθούν.

Εν προκειμένω όμως, το ζητούμενο δεν είναι η ύπνωση, αλλά τουναντίον η αφύπνιση της τσαπούς ταις παραινέσεσιν οίκοθεν ταχταρισμάτων, ελλείψει στοργικής αντισυμβαλλομένης...

Ας θυμηθούμε το γνωστό ανέκδοτο με τον εν λεωφορείω μαλακισθέντα οδηγόν, άδοντα το «αχ κουνελάκι-κουνελάκι», προϊόντος του προκεχωρημένου της ώρας, δεδομένου ότι έδει μαλακισθήναι εις τας πέντε ακριβώς ίνα μεγεθύνη το μόριόν του, κατ' ιατρικήν επιταγήν, όπως άλλωστε και η πληροφορήσασα αυτόν περί του προκεχωρημένου της ώρας επιβάτις, ήτις βυζεμαλακίζετο, προκειμένου να αυξηθή ο όγκος των ημιυπαιθρίων της, άδουσα το «μια ωραία πεταλούδα»(!)

Επί παραδείγματι, ιδέ γνωστόν σχολικό ποίημα, δίκην ταχταρίσματος:

[i]«Ω πούτσα μου πώς κατήντησες, εσύ σε τέτοιο χάλι, που όταν έβλεπες μουνί, γινόσουνα μεγάλη;
Αγρίευες και θέριευες, γινόσουν άνω-κάτω
και ξέσκιζες της καθεμιάς τον μούνο και τον πάτο. Τώρα, κλεισμένη στο βρακί, δε μου ζητάς παιχνίδια, μόνο που αναπαύεσαι στα ένδοξά σου αρχίδια.»[/i]

Μεταφορικώς το ταχτάρισμα εξομοιούται προς την μαλακίαν, ήτοι σημαίνει: κωλοβαράω, μαλακίζομαι, πουτσίζω, ψωλάρω, τον παίζω = είμαι άεργος, οκνός, νωθρός, κωλυσιεργώ κ.τ.λ.

Σημείωση: Η «κολλεχτίβα» παρά τοις εξορισθέσιν εις ξερονήσα διστειχισμένους κομονισταίς εργάταις, εξελαμβάνετο ως «κωλοχτύπα»...

(Συνεργείο)
- Την έλυσες τη μηχανή;
- Τώρα, να αυτό κάνω...
- Τόση ώρα; Απ' το πρωί κάθεσαι εκεί πέρα μόνος σου και την ταχταρίζεις; Έλα κάνε γρήγορα και μας έχει φύγει η μαγκιά στη δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνογαλλική συμμαχική λέξη: κωλόπαιδο. Κώλος + enfant (= παιδί), ήτοι το εκ του αφεδρώνος τεχθέν (μεταφορικώς) ή συλληφθέν (κυριολεκτικώς) παιδί, δια της μεθόδου του μπα(ν)τανά (βλ. λήμματα: μπατανόπιασμα / μπαντανόπιασμα, πινέλο).

Μπινελίκι εισαγωγής, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον επί της δεύτερης καραμανλοκρατίας, δώρο του Ντεστέν στο «φρύδια», που την κουβάλησε στον διπλωματικό του σάκο μαζί με τη δημοκρατία, κάτι μιράζ και υποσχέσεις εισδοχής στην Ε.Ο.Κ.

Αποπνέει μια δροσερή εξωτική εσάνς και φοριέται και στο δεξί σαν κόσμημα, με παρασόλι και αποικιακή κάσκα.

- Τσιμπάει μπάρμπα;
- Μπαρμπαριά και Τούνεζι να σε κόψει. Φύγε απο δώ βρέ κωλανφάν και μου διώχνεις τα ψάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Ο χώρος συναθροίσεως των ναυτών, κατόπιν κλήσεως, για αναφορά-καταμέτρηση. Η «αναφορά» ή ντάκος ή «σέντρα» στα στρατέικα.

Δηλαδή, βαράει το καμπάνι, τρέχουν τα ναυτάκια, στοιχίζονται αναλόγως τη μονάδα, στον ουλαμό, τον λόχο, τη διμοιρία ή την ομοχειρία τους, κάνουνε τα στον καιρό - έι τους, βγαίνει κάποιος και λέει προσευχούλα για να καθαρίσει ο τόπος απ' τα τελώνια (όπως στο shinobi), κάνουνε και μια ψοφο-γυμναστική της κακιάς ώρας, διαβάζει ο επικεφαλής πιλαφάς την ημερησία διάταξη (π.χ. αγγαρείες, έπαινοι, επισημάνσεις, αιτήματα, παράπονα, τιμωρίες κτλ) και μετά τα ναυτόπουλα σκορπάνε εις τα εξ ων συνετέθησαν.

Αυτό το βιολί γίνεται συνήθως πρωί-απόγευμα-βράδυ. Το πρωί είναι με προσευχή και ναυτοβική γυμναστική (φαίνεται ότι μόνον της αεροπορίας είναι αποτελεσματική, γι' αυτό και επεκράτησε ο όρος). Στις υπόλοιπες κλήσεις είναι με άνευ (μόνο καταμέτρηση), ίδια όπως στη φυλακή και στο μαντρί.

Ο χώρος συναθροίσεως συνήθως είναι ένα αρκετά μεγάλο πλάτωμα (π.χ. στα κέντρα εκπαιδεύσεως ή στις μεγάλες μονάδες), όπου παρατάσσονται ομαδόν τα ναυτόπουλα κυκλικά, με τα βλοσυρά πιλάφια στην κορυφή και ενδιάμεσα κενό, εξ ού και πίστα (αφού τα πιλάφια είναι θαμώνες κωλόμπαρων του Πειραιά) ή «σέντρα» (για τους ποδοσφαιρόφιλους).

Η σημαντικότερη εκδήλωση της πίστας για τους ναύτες είναι η υποχρεωτική είσοδος σε αυτήν, κατόπιν πιλαφόθεν ονομαστικής κλητεύσεως, προκειμένου να τους απαγγελθεί κατηγορία και να τιμωρηθούν για πειθαρχικό παράπτωμα = να χορέψουν.

Για τον λόγο αυτό, η απειλή θα σε βγάλω στην πίστα μαραγκιάζει την ψυχή και του πιο χορευταρά ναύτη...

- Ποιος ήτανε βάρδια χτές;
- Εγώ οπλονόμε…
- Και ποιος είσαι συ; Όνομα-βαθμό-μητρώο δεν έχεις; Για αναφέρσου κανονικά, για θα σε βγάλω στην πίστα να χορέψεις τσάμικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Κρυφοσαδιστική κι εξυπνακίστικη έκφραση (ών ουκ έστιν αριθμός), που χρησιμοποιούν τα πιλάφια προκειμένου να δηλώσουν οτι θα τιμωρηθείς για πειθαρχικό παράπτωμα.

Παραπέμπει στο γνωστό έπαιξες (το πουλάκι σου / μαλακίστηκες / έκανες μαλακία / έσφαλες) κι έχασες και τώρα ήρθε η ώρα της λυπητερής (=λογαριασμού)...

Συνεπώς, η πιλάφειος σπάθη εκκρεμεί πάνω από τις εξόδους σου, για να τις τεμαχίσει άκαρδα.

- Κλίμακα! Πού είναι ο πιλίσκος σου;
- Τον άφησα στο υπόφραγμα ύπαρχε...
- Έχασες! Μόλις τελειώσεις, τράβα γράψου 10 φι στο οπλονομείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Π. Ναυτικό, σκωπτική αναφορά στο αρκτικόλεξο Α.Φ.Ε. = Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου, δηλαδή τον αξιωματικό υπηρεσίας της βάρδιας, υπεύθυνο για ολόκληρη μονάδα, συνήθως Πλωτάρχης Π.Ν. Κάτω απ' αυτόν υπηρετεί ο βαφλέ (εκ του Β.Α.Φ.Ε.= Βοηθός Αξιωματικός Φυλακής Επιτελείου), συνήθως Υποπλοίαρχος.

Ο αμέσως υπεύθυνος κάθε μιας υπηρεσίας είναι ο Άλφα-Φί (Αξιωματικός Φυλακής), που αλλάξει κάθε μέρα, συνήθως Υποπλοίαρχος αλλά και σημαιοφόροι ΠΤ ή ΠΥ (πιλάφια / μπαρμπα-ναύτες).

Οι δυο πιο πάνω συνήθως, με το που αναλαμβάνουν βάρδια, την πέφτουν ακαριαία για ξάπλα, ενώ ο τελευταίος πίνει αόκνως ούζα στη διπλανή υπηρεσία, αφήνοντας το κινητό του και τα οπλονομόπαιδα στο πόδι του. Άμα καβλαντίσει, ξυπνά τους οδηγούς κι κάνει και καμιά «εφοδεία» (δηλ. βόλτα με την καμιονέτα) πού και πού.

- Μαλάκες, μαζέψτε τα μπυρόνια κι έρχεται ο παρφέ να κάνει εφοδεία, το νου σας!

- Το μπούστη! Κατουρόκαβλα νυχτιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά κλασική αργκό): Σκοπίμως κακοζυγισμένο ζάρι στο μπαρμπούτι.

Οι απατεώνες μπαρμπουτιέρηδες του δρόμου, (διότι στις επώνυμες μπαρμπουτιέρες επικρατούσαν δρακόντεια μέτρα), είτε σκάλιζαν τις γωνίες, είτε έσκαβαν ανεπαίσθητα τα κόκκαλα (ζάρια/πεσσοί) και έχυναν μέσα υδράργυρο, προκειμένου να φέρνουν τον επιθυμητό αριθμό με κατάλληλο πέταγμα και να ξαφρίσουν το κορόιδο, που έψαχνε να ξεχαρμανιάσει το αλκολίκι του σε αλάνες, δρόμους, στρατώνες, τεκέδες, φυλακές κτλ.

Στις πρόχειρες μπαρμπουτιέρες, στρώνανε μια κουβέρτα χάμω και παίζανε. Ο καθένας με την τρέλα του: Άλλος για γούρι έμενε με το σώβρακο, άλλος έπιανε τ' αρχίδια του πρίν να ρίξει, άλλος έφτυνε τρείς φορές κτλ. Οι καβγάδες, δε λείπανε είτε λόγω ανέντιμου παιξίματος είτε λόγω δεισιδαιμονίας (βλ. «Νύχτες στο Χάρλεμ»).

Στις μόνιμες μπαρμπουτιέρες, όπου λεσχιάρχης ήταν συνήθως ένας σερέτης πρώην τσιρίμπασης και δε σήκωνε ματσαράγκες, παίζανε παιχνίδι σπαθί όπως λέγανε προκειμένου για ζάρια και χαρτιά. Τα' χασες; Με γειά σου με χαρά σου. Τα πήρες; Καλοφάγωτα (εδώ θα τα ξαναφέρεις)... Βλ. Εμμονή στην καθαρότητα του παιχνιδιού στο «Casino» με τον Ντενίρο (δηλ. σου λέει: Αφού έχω σταθερό σημείο αναφοράς το μαγαζί που στα τρώω νόμιμα και όπου θα ξανάρθεις και θα μου τ' ακουμπήσεις, γιατί να διακινδυνεύσω να στήσω κομπίνα;).

Μια δόση, μεταπολεμικά, βάλθηκε το ελληνικό Κράτος να κυνηγήσει δήθεν το τζόγο μαζί με τα ναρκωτικά και την πορνεία και συστήθηκε το λεγόμενο «μικτό» (δίωξη ηθών-λεσχών-ναρκωτικών). Το κρυφό παιχνίδι, χωρίς καμία προστασία από το νόμο και δίχως εχέγγυα καθαρότητας, άφησε τους τζογαδόρους στα νύχια των κερδοσκόπων: Ανέβηκαν τα στοιχήματα και οι γκανιότες στα ύψη, λόγω των εγκληματικών «ασφαλίστρων» εκ του κινδύνου συλλήψεως, καθένας έκλεβε τον άλλονε και καταστράφηκαν περιουσίες.

Όλοι οι τζογαδόροι χάνουν πάντα την περιουσία τους στα χαρτιά - ζάρια - ρουλέτα - αλόγατα κ.λπ. και το παράδοξο είναι, ότι κανείς δεν την κερδίζει (!) Έχει ακουστεί ποτέ κανείς να λέει «αυτός κέρδισε μια περιουσία στα χαρτιά»;

Σχετικά ρεμπέτικα:
«...έλα βρέ Μανωλάκη να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα, να τους τα πάρουμε...» (Παλιό Σμυρναίικο: Μανώλης), «...ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι...» (Γ. Κατσαρός: Χτές το βράδυ στου Καρίπη) κ.α.

Συνώνυμα: (Κωλο)πειραγμένο, λιμαρισμένο, κολλημένο, τσιμπημένο, κούφιο ζάρι, καραγκιοζάκι κ.α. Βλ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα!

Σημειωτέον ότι στα τούρκικα zar σημαίνει κωλοφαρδία, ενώ η γκέλα (=άσχημο ζάρι) είναι ναπολιτάνικο (iela=γρουσουζιά).

- Φίλε, απ' το σπίτι σου τα' φερες τα ζάρια; Τέταρτη φορά φέρνεις εξάρες, τί θα γίνει;
- Έλαχε...
- Αυτά αλλού! Το ζάρι είναι γεμάτο! Σάλτα φέρε καινούρια ζάρια, γιατί θα στεναχωρεθούμε 'δώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά απειλή ξυλοδαρμού προς φλώρο, μικροκαμωμένο ή σωματικώς κακοσχηματισμένον αντίπαλο.

Ο λόγος γίνεται για απεντόμωση με το φλιτ, το παλιό φυσερό με την τρόμπα, που απολυμαίναν οι νοικοκυρές τα σπίτια τους απ' τα λογής ζούμπερα, που μπαίνανε απ' τον κήπο.

Δηλαδή ενώπιον του απειλούντος, ο αντίπαλος έχει μορφήν εντόμου (βλ. «σε βλέπω σα μύγα» / «...είσαι σα μύγα που κάθισε στη μύτη μας...» - Τρύπες, «Θλιμμένοι στη γιορτή μας»).

Βλ. και Βασίλη Παπακωνσταντίνου: ...Θεριά Γαλάτες με λιώσαν στη φάπα», «καταταχτείτε! μας λέγαν παλιά...» (Λεγεωνάριος).

Συνώνυμα: Θα σε κοντύνω, θα σε τσαλακώσω, θα σε (απο)τελειώσω, θα ξοφλήσεις, θα σε σβήσω, θα τα πείς όλα, θα μείνεις σκεφτικός, θα σε αναστενάξω / ρημάξω / μπαφιάσω / αλαφιάσω / ρέψω / λιώσω / γονατίσω / χαζέψω / χτικιάσω στην καρπαζιά / μπάτσα / φάπα κτλ.

Ακέραια την έκφραση αυτή, χρησιμοποιεί ο Αθηνόδωρος Προύσαλης δίκην ντερβισόμαγκα στο «Μιά Ιταλίδα απ' την Κυψέλη» προς τον ντιστεγκέ Γαβριηλίδη (πρόξενο της Αγγλίας).

— Εμένα είπες κοντό ρε;
— Εσένανε ρε, γιατί;
— Ρε, έτσι και δε γίνεις θυμιατό να ξεθυμάνεις, θα σε πάρουνε τέσσερεις!
— Κάνε παραπέρα ρε εφταμηνίτικο, για θα σε ψεκάσω με φλίτ και θα κλαιν τα έντομα που σε χάσανε...

Φλιτ. Οπτικοποίηση. Για όσους δεν το πρόλαβαν. (από poniroskylo, 29/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified