Εκ του «πώς είπατε;». (Προφ. Paussy pâté ).

Σκώμμα εις βάρος των πάλαι ποτέ μοσκομούνων σουσούδων του Κολωνακίου, που πρόφεραν τα πάντα με γαλλική προφορά και ιδίως στην λήγουσα, δήθεν αγνοώντας τους κανόνες της ελληνικής. Βλ. molone laveur (= μολών λαβέ), l' acridie (=λακριντί) κτλ.

Χρησιμοποιείται, όταν κάποιος ενώ κατάλαβε την ερώτηση, αποφεύγει ή καθυστερεί τεχνηέντως να απαντήσει, προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Κλασσικό παράδειγμα, η Καίτη Λαμπροπούλου στη «Σωφερίνα», που καλείται να φανερώσει επ' ακροατηρίω την ηλικία της και απαντά με την ανωτέρω φράση, προσποιούμενη ότι δεν κατάλαβε τον πρόεδρα (Παπαγιαννόπουλο).

Να μην συγχέεται με το : «Δεν άκουσα, πώς είπατε, ορίστε-συγγνώμη κύριε, ποιος είστε;» διότι είναι μάλλον σκυλοπρεπές και ουχί γαλλοπρεπές ...

Τροχονόμος: - Άδεια και δίπλωμα.
15χρονο τζοϊράιντερ: - Πωσειπατέ;
Τροχονόμος: - Για κατέβα από τ' αμάξι ...

Στο 1:08 η χαρακτηριστική προφορά. (από allivegp, 27/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ημαθία): Το «ελεύθερο» στη μπάλα (=είδος ποδοσφαίρου, που παίζεται στο τσιμέντο των ελληνικών πόλεων).

Παραφθορά εκ του Αγγλικού free kick, αλλά όχι βέβαια σύμφωνα με τους κανονισμούς της F.I.F.A. (!) Δηλαδή, όταν πετούσαμε τη μπάλα ψηλά, (να «σκάσει» κάτω τρεις φορές), είτε στην αρχή του παιχνιδιού, προκειμένου να πάρει τη μπάλα μια από τις δυο ομάδες, είτε κατά την διάρκεια του παιχνιδιού, εν είδει ελευθέρου σουτ.

Ρήμα: Πετάω φιρικί.
Συνώνυμο: (Ρίχνω) στον κούτουπο (Πάτρα) / πλακωτούρα

(Ημαθία) = Πετάω κάτι ψηλά κι όποιος το πιάσει του ανήκει (όχι όμως μπάλα, αλλά π.χ. χρήματα, υπερατού κτλ).

Ανάλογο, αγγλιστί: Finder's - keeper's.

-Γιατί δε δίνετε φάουλ ρε ; Αφού με σακάτεψε !
-Τζατζάρισμα ήτανε !
-Καλά ρε, μην τσακώνεστε, έλα, ντάξει, θα πετάξουμε φιρικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Συνήθως μεταξύ σχολιαροπαίδων στη μπάλα, καλείται το αδέξιο παιδάκι, που του πέφτουν όλα απ' τα χέρια, δεν τα πολυκαταφέρνει στα αθλήματα, κάνει συνεχώς φάουλ ή βήματα / διπλές, χάνει το εύκολο καλάθι / γκόλ κτλ.

Παράγωγο: Αταρία.

Συνώνυμα: Άγαρμπο, καθυστερημένο, παράλυτο, ημιπλήγας, παραπλήγας, μαλακι(α)σμένο, παπαρόμπεης, παλτό, μηναρόμπεης, κουλό, κουλαρία, μανταλάκια, παρμένο, αφαιρεμένο, άμπαλο, ερείπιο, σαπάκι κ.τ.λ.

Ιδιαιτέρως υποτιμητικό και σκληρό.

Αγνώστου ετύμου.

-Έλα αστραχάν, έλα μόνος σου είσαι! Βάλ' το!
-Όχι ρε γαμώτο...
-Ά' στο διάολο άταρο! Τράβα πίσω, άμυνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ζάρια: μπαρμπούτι - 7/11 - τάβλι κ.τ.λ.): Έκφραση κουμαρτζήδων (=στοιχηματζήδων) που χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς, όταν ο αντίπαλος είτε φέρνει εξακολουθητικώς ευνοϊκό γι' αυτόν ζάρι, είτε όταν δεν τα μπεγλεράει/κουρντίζει καλά (δηλ. τα τσιμπάει/στήνει/κολλάει), είτε τέλος, όταν υπερίπταται σοβαρή υπόνοια, ότι το ζάρι είναι γιομάτο (δηλ. με υδράργυρο/κούφιο/καραγκιοζάκι = σκοπίμως πειραγμένο-κακοζυγισμένο ζάρι).

Στις περιπτώσεις αυτές, ο λέγων την έκφραση διατυπώνει την επιθυμία του να κοπανήσει ο αντίπαλος τα ζάρια κάτω στο ξύλο/δάπεδο, να τα μπεγλερίσει ενδελεχώς και στη συνέχεια να τα μολάρει τίμια (να πιάσουν ξύλο/τοίχο απέναντι που λέμε), προκειμένου να ελέγξει, είτε την τύχη του αντιπάλου (να γυρίσει το γούρι) προς όφελός του, είτε την τιμιότητα του συμπαίκτου του. Για το λόγο αυτό, υποτίθεται ότι μόνον άπαξ δύνασαι να απαιτήσεις να τα σπάσει ο αντίπαλος σε κάθε παιχνίδι, αλλιώς πιθανότατα να παρεξηγηθεί ο άλλος και να καταλήξει το παίγνιον σε κλωτσοπατινάδα. Υφίσταται και το: «Μπροστά μου να τα σπάσεις»!/«Σπάστα μπρός μου»! (= να τα βλέπω).

Μεταφορικώς, χρησιμοποιείτο παλαιά, ως έκφραση δυσπιστίας προς τον συνομιλητή ή όταν ο τελευταίος λέει κάτι το ανυπόστατον ή όταν το νόημα δεν ήταν πλήρως κατανοητόν. Δηλαδή: «Δε μιλάς σωστά, ξαναπέστα όμορφα».

Συνώνυμα: Κομμένη!, κομμένη η ζαριά!, κόβω το ζάρι κ.τ.λ.

  1. - Φίλε, τσιμπάς ζάρι μου φαίνεται...
    - Να στραβωθώ! Σωστά τα μπεγλεράω, να...
    - Ακούς που σου λέω εγώ; Σπάστα και ξαναρίχτα, μην τραβηχτούμε!

  2. - Τί έγινε με τα λεφτά που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Δυο τετραετίες με πιλατέβεις, κατέβαινε!
    - Ρε φιλαράκι να πούμε, είμαι σε σφίξη τώρα, να κάνουμε ένα γραμμάτιο;
    - Σπάστα και ξαναρίχτα! Πετσένια λεφτά εγώ δεν παίρνω. Κανόνισε την πορεία σου!

Ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι... (από HODJAS, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τάβλι, τα τριάρια: διπλό ζάρι με αριθμό 3 Χ 4 φορές παίξιμο.

- Τώρα θα φέρω τις τριήρεις μου και θα στενάξεις!
- Σπάστα και ξαναρίχτα...

(από GATZMAN, 28/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέα κοπέλα ελευθερίων ηθών, με μαλλί τιγρέ (α-λα Μπόνι Τάιλερ) ή θεσσαλονικί, όχι απαραιτήτως πουτάνα, αλλά σίγουρα πουτανάκι.

Συνώνυμα: ξεκωλάκι, ξεκωλίδι, γαμήδι, καράπουταναριό, ευκολάκι, μπουζουκογκόμενα, κτλ.

Βγήκαμε χτες με τον Γιώργη σε κάτι παρακμιακά κωλάδικα στον Πειραιά. Τίγκα στο ξεμπούρδελο. Έπαιρνες παράσημο με το κοίταγμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Π. Ναυτικό, έτσι αποκαλείται ο βαθμοφόρος (Δον πιλάφας), που σε χώνει γλυκά (κατά το killing me softly with his song), ήτοι σου χώνει μπαλάκι μεν, αλλά προϊούσης της ιεραρχίας, της ευγένειάς του και του γεγονότος ότι ο και ίδιος δίνει το καλό παράδειγμα εργαζόμενος σκληρά, δεν μπορείς να αρνηθείς ή να κάνεις την κορόιδα, δε.

Συνήθως, σου μιλάει γλυκά, ευγενικά, απευθύνεται στο φιλότιμό σου και χρησιμοποιεί τα ρήματα στον πληθυντικό αριθμό, στην υποτακτική και με ένα ερωτηματικό στο τέλος: «Ρε συ Χρηστάρα, να πάμε μια τα σκουπίδια έξω;» Πονηρό το πιλάφι.

- Τί γίνεται ρε ; Πήγε 3 η ώρα. Δε θα πα' να την πέσεις ;

- Τί να κάνω, έχω το γλυκοχώστη άλφα-φι σήμερα και μου' χει αλλάξει τον ανανία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Αγγαρεία, συχνάκις κακοβούλως διανεμηθείσα για πήξιμο. Χρησιμοποιείται ενεργητικώς ως: χώνω/ρίχνω μπαλάκι και παθητικώς ως: τρώω μπαλάκι.

Παράγωγα: Μπαλακοχώστης, μπαλακοφάγος, τρελό μπαλάκι, τενίστας, Γουίμπλεντον (υπηρεσία όπου βρίθουν τα μπαλάκια) κτλ.

Συνώνυμα: Χώσιμο, χώστης, χοσέ κουέρβο, χοσάδας, πήξιμο, πηξ λα μουν (και δυο χορεύουν), τρέξιμο, τρέξιμο στα 100 γκίγκα-πήξελ, τσουνάμι (έφαγα), κ.τ.λ.

Να μην συγχέεται με το «μ' έχουν κάνει μπαλάκι» (του Δημοσίου), από το οποίο μάλλον προέρχεται το ανωτέρω λήμμα, διότι αναφέρεται σε διοικούμενο που τον στέλνουν από τον Άννα στον Καϊάφα, λόγω (δήθεν) αναρμοδιότητος, παρά για σκόπιμο πήξιμο.

-Άσε, πήγα σα μαλάκας στη Β.Ε.Ν. (Βάση Ελικοπτέρων Ναυτικού) κι έχω φάει τρελλό μπαλάκι φίλος ! 3-1 με παίζει ...
-Εμ, αφού μου ονειρευόσουνα οτι θα' παιζες καθημερινή εξόδου, για να κάνεις τα μπανάκια σου στο Σχινιά. Στα' χα πεί εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική αργκό.

Ο τσάτσος του οπλονομείου (= επιλοχάδικο στους στρατέους, δηλ. του γραφείου, που υπάρχει σε κάθε υπηρεσία και που βγάζει βάρδιες, αγγαρείες κλπ. βλ. χωσίματα). Ο τύπος αυτός έχει την εξουσία να βγάζει τις βάρδιες-αγγαρείες και (φυσικά) ευλογεί τα γένια του πρώτα και άμα λάχει και τους κληρούχες του και οι άλλοι να πάνε κατά Καπερναούμ. Να το κάνουμε και κέρματα: Αυτός δεν μπαίνει ποτέ ένδον και μοιράζει εντελώς άδικα και καμιά φορά και σκόπιμα μπαλάκια στους άλλους, με τις ευλογίες του οπλονόμου (συνήθως ανθύπα μπακαούκα). Στην ερώτηση αφελούς, τύπου: «Πώς είναι δυνατό να γίνεται αυτό;», η απάντηση είναι εύκολη.

  1. Τα πιλάφια δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν τα βύσματα,

  2. Τα πιλάφια δεν θέλουν ν' αναλάβουν την ευθύνη της διανομής χωσιμάτων, για να μην δυσαρεστήσουν τους λοιπούς ναύτες (δεν ξέρεις ποτέ τί βύσμα έχει ο άλλος) και, το κυριότερο,

  3. Δεν συμφέρει το στράτευμα η ομόνοια των στρατευμένων (βλ. Άστους να σκοτωθούνε μεταξύ τους ...)

- Είδα το χοντρό απ' το θάλαμο στον Πόρο.
- Μπα; Τί κάνει αυτή η ψυχή;
- Έγινε οπλονομόπαιδο στον Παλάσκα και τους έχει πάει αίμα όλους, ο πούστης!
- Ούου στο διάολο το κωλόβυσμααααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Παλαιά προσφώνηση μεταξύ ομοσείρων ναυτών/πιλαφιών, που χρησιμοποιείται και σήμερα.

Εκ του κληρουχία: Σειρά κατάταξης, π.χ. Α 99 (αν πήρε 4 φορές το Ναυτικό στρατευσίμους το 1999, έχουμε Α, Β, Γ και Δ 99). Επί το λαϊκότερον χρησιμοποιείται ψευδο-αδερφίστικα ως: «Πού 'σαι μωρή κληρού;».

Κοντοκληρούχας: Kοντοσείρι, δηλ. ο Α99 είναι κοντοκληρούχας του Β99 κ.ο.κ., δηλαδή δεν υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ παλιού και νέου.

Συνήθως δημιουργεί κάποιου είδους δεσμό δια παντός (και μετά την απόλυση), ενώ κατά την διάρκεια της θητείας, ανάγεται σε σφηκοφωλιά έναντι των στραβόγιαννων, π.χ. «Λοιπόν μάγκες, οι βάρδιες θα μοιραστούν κληρουχικά», ήτοι «οι νέοι θα τις πάρουν όλες ή τις χειρότερες»...

-Ρε Κώστα, για δε λές του Σταύρου να μαζέψει τους κάβους, μη φάει κανείς καμιά σούπα ;
-Εσύ να τους μαζέψεις ρε στραβόγιαννο ! Που πά' να χώσεις τον κληρούχα μου !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified