Αν και ο όρος γαμίδι συνήθως αναφέρεται σε αντικείμενο, σύμφωνα με τον ορισμό της Ιρονίκ, ενίοτε αναφέρεται και σε πρόσωπο ως ύβρις. Όπως το θέτει εύστοχα ο Βασίλης 7 (από τον κύκλο των χαμένων σλανγκιστών): «Ότι και όσοι δεν με υπακούνε, μου χαλάνε, με τσαντίζουνε, δεν μου κάθονται και μου την σπάνε, είναι γαμίδια». Θα προσέθετα ότι το γαμίδι, όπως και το άλλο -ιδι, το κωλοτρυπίδι, είναι κυρίως ο θρασύς εκνευριστικός τυπάς που επαίρεται με υπερβολικό θράσος και θέλουμε να τον γειώσουμε με το να τον υποβιβάσουμε σε αντικείμενο (αν δεχθούμε ότι γαμίδι είναι κυρίως το ασήμαντο εκνευριστικό αντικείμενο). Συναφώς, χρησιμοποιείται συχνά για παιδιά και νέους, για τους οποίους φταίμε εμείς.

Trivia: Ο Χ. Γιανναράς χρησιμοποιεί τον όρο αγαμίδιον, Πληθ.: αγαμίδια (χωρίς ή με συνίζηση του -ια) για να περιγράψει νεαρούς κληρικούς οι οποίοι προβαίνουν σε προγραμματική από την εφηβεία τους αγαμία προκειμένου να διεκδικήσουν επισκοπικούς θρόνους στα πλαίσια ενός αριβιστικού εκκλησιαστικού καριερισμού. Οι τοιούτοι νεανίαι αντί να αλληλοπεριχωρούνται ερωτικώς μέσα σε μια γαμική συν-ζυγία (ως ώφειλαν), καθίστανται εντέλει άγαμοι θύται και ανέραστοι εξουσιασταί του κόσμου τούτου. (Βλ. 3ο παράδειγμα).

  1. Νεοελληνική ποίηση, δες:

Άμα είναι το χαρτί σκουπίδι,
το κλαρί καίδι ,
το τσαρδί ρημάδι,
το χαστούκι χάδι
το κορμί αν ειν’ χαμένο
και στο φέρνουν δεδομένο
το παιδί αν είν’ γαμίδι
κάνεις το νερό σου ξύδι.

  1. Από βρις-οφ εδώ:
    - Ρε γαμίδι έχεις περίοδο;

  2. «Είναι (κατά κανόνα) οι καριερίστες της θρησκευτικής εξουσίας κάτι σαν τους ευνούχους των άλλοτε βασιλικών αυλών. Φύονται και αυξάνονται, συνήθως στην καμαρίλα επισκοπικών αυλών, μαθαίνουν να υπαλλάσσουν την σεξουαλική στέρηση σε καριέρα με στόχο τον δεσποτικό »θρόνο«, την εγωλαγνεία, θεσμοποιημένη: Να εξουσιάζουν συνειδήσεις, να εκμεταλλεύονται την προβατώδη υποταγή του ποιμνίου, να θυμιάζονται ως είδωλα και να πολυχρονίζονται ακαταπαύστως στην λατρεία. Μια τέτοια καριέρα γοητεύει τα νεαρά αγαμίδια των επισκοπικών αυλών τα θέλγει επιπλέον και η γυναικώδης ενασχόληση με κοσμήματα, αυτοκρατορικές μίτρες και σκήπτρα, χρυσοποίκιλτα ενδύματα. Στην ιεράρχηση ευθυνών, αξιωμάτων και προβαδισμάτων τα αγαμίδια υποσκελίζουν αυτονοήτως πολιούς πρεσβυτέρους μόνο επειδή »μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐμολύνθησαν«- διέσωσαν τη ναρκισσιστική αυτονομία τους ανυπότακτοι σε συζυγία».

Από το «Συζυγίας εγκώμιον υπό ανωνύμου τινός εγγάμου», περ. Επίγνωση, τεύχος 109.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λύνω την αντιδικία του σεξ παίρνοντας τον νόμο στα χέρια μου, ήτοι αυνανίζομαι, άρχομαι χειρών αδίκων, επιδίδομαι στην χειροτεχνία, κάνοντας χειροποίητα εργόχειρα και λοιπές χειρωνακτικές εργασίες, αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν τον κάνω σφεντόνα.

Δεν άντεξε το παιδί να βλέπει απ' το πρωί την Πετρούλα να λέει τον καιρό με την στρινγκαδούρα, στο τέλος χειροδίκησε.

Got a better definition? Add it!

Published

Θα μπορούσε να είναι μια περίτεχνη αρχαιοπρεπής τροπή του μαλάκας, κι όμως είναι μία από τις τουλάστιχον 79 λέξεις που διέθεταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να χαρακτηρίσουν τον γκέι. Ναι, οι δύο θεμελιώδεις ελληνικές ύβρεις, μαλάκας και πούστης, έχουν υποστεί ένα ροκέ μέσα στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Μαλακία στην κλασική και ελληνιστική περίοδο ήταν η εκθηλυμένη τρυφηλότητα και μαλακότητα, οπότε μαλακός ήταν αυτός που τον σήκωνε τον χιτώνα.

«Φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», δηλαδή φιλοσοφούμε χωρίς να κάνουμε πουστιές (Περικλής δια χειρός Θουκυδίδου). Βέβαια, η μαλακία σταδιακά συνδέθηκε με την εξασθένηση (βλ. δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν) και εντέλει με τον αυνανισμό.

Όταν, λοιπόν, οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τις ηδονές της εναλλακτικής τρύπας, εμείς οι Έλληνες διαθέταμε όχι μία και δύο, αλλά τουλάστιχον 79 λέξεις για να ονομάσουμε τον γκέι, τις οποίες θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, προτού τις καταχωρίσω στο οικείο λήμμα (ορισμένες υπάρχουν ήδη εκεί, όπως και στο απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων υπό Βραστανδρός). Μπορεί οι Νεοέλληνες να έχουμε περί τις 500 λέξεις, αλλά κι οι αρχαίοι μας πρόγονοι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα επιχείρημα κόλαφο εναντίον του Φαλλμεράϋερ και των συν αυτώ, ένα επιχείρημα που θα δικαίωνε πανηγυρικά τον Παπαρρηγόπουλο και τους δίκαιους υποστηρικτές της συνέχειας του ελληνισμού διά μέσου των αιώνων: το εξαπανέκαθεν αδιάπτωτο εθνικό μας πουστριλίκι ως πανηγυρική απόδειξη της υπερτρισχιλιετούς ιστορικής μας συνέχειας.

Πηγή: Βερέττας, Μάριος. Τα Βρωμόλογα των Αρχαίων Ελλήνων. Αρχαίες χυδαιότητες, προστυχιές και βωμολοχίες. Αθήνα, 2007.
(σ.ς. του οποίου το παρόν λήμμα ας λειτουργήσει ως μια ανιδιοτελής διαφήμιση ότι πρόκειται για εξαιρετικό εορταστικό δώρο, μέρες πού 'ναι).

  1. αβροβάτης: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [< αβρός + βαίνω]
  2. αβροβόστρυχος: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείες κοτσίδες [< αβρός + βόστρυχος]
  3. αβροείμων: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο ντύσιμο [αβρός + είματα = ρούχα]
  4. αβροκόμας: θηλυπρεπής άντρας με γυναικεία κόμμωση [< αβρός + κόμη]
  5. αβρόπους: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [αβρός + πους = πόδι] (σ.ς.: ουκ αβρόχειρ τις αλλά αβρόπους τις).
  6. αΐτας / αΐτης: νεαρός ερωμένος στις δωρικές κοινωνίες, γκόμενος. [<άω = πνέω].
  7. ανδροβάτης: εραστής ανδρών [< άνδρας + βαίνω = προχωρώ, εισχωρώ, μπαίνω, πηδάω]
  8. ανδρόγυνος: ερμαφρόδιτος (σ.ς.: o όρος αυτός έχει μεταφερθεί και σε άλλες γλώσσες, και οι ξένοι αισθάνονται πολλές φορές αμήχανα όταν ακούνε να χρησιμοποιούμε οι νεοέλληνες την λέξη για να περιγράψουμε το ετερόφυλο ζευγάρι. Αν και άργκιουαμπλυ, ένας γκέι πετυχαίνει μόνος του την ισορροπία και σύνθεση που χρειάζονται δύο ετερόφυλοι στρέιτ για να πετύχουν, πρβλ. και τον αριστοφανικό μύθο του ανδρογύνου στο πλατωνικό Συμπόσιον).
  9. ανδροθήλυς
  10. ανδροκοίτης
  11. ανδροκόμος [< κομέω = προσφέρω ερωτικές φροντίδες]
  12. ανδρολάγνος
  13. ανδρομανής
  14. ανδροπόρνος
  15. αρρητοποιός [< άρρητον + ποιώ = αυτός που διαπράττει ακατονόμαστες ασελγείς πράξεις] (σ.ς.: τύφλα νά 'χει ο Wittgenstein).
  16. αρρητουργός (ομοίως)
  17. αρρενομίκτης: αυτός που σμίγει με άντρες
  18. αρρενοφθόρος: αυτός που (δια)φθείρει άντρες, που τους παίρνει την άλλη παρθενιά (όπως ο Βάγγελας του Πέρι).
  19. βάτταλος [< πάτταλος = πάσσαλος = πέος]
  20. γλούτης: ο εύκωλος [< γλουτός = κωλομέρι]
  21. γονοπότης: αυτός που πίνει το σπέρμα (γόνος < γίγνομαι).
  22. γυναικανήρ
  23. γυναικίας
  24. γυναικόμιμος
  25. γυναικόφωνος
  26. γυναικοφυής
  27. γύνανδρος
  28. γύννις: ο άνδρας με γυναικεία συμπεριφορά.
  29. εθελόπορνος: ο εκδιδόμενος με την θέλησή του κίναιδος.
  30. εδρόστροφος : ο κίναιδος που κουνάει προκλητικά τον κώλο του έδρα + στρέφω]
  31. ημίγυνος
  32. ημιθήλυς
  33. θηλάρσην
  34. θηλυδρίας [< θηλυδριώ = φέρομαι ως θηλυκό]
  35. θηλυμίτρης: τραβεστί [< θήλυ + μίτρα = σκούφια] (σ.ς.: πρβλ. και τις μίτρες των αγαμιδίων).
  36. θηλυπρεπής
  37. θηλύστολος: τραβεστί [< στολή = ενδυμασία] («κράτος θηλυστόλων και πεσμένων κώλων, κωλοέλληνες» για να παραφράσω τον Σαββόπουλο).
  38. θρυπτικός [< θρύπτω = ζω θηλυπρεπώς < θραύω]
  39. κατάπρωκτος
  40. καταπυγόσυνος [< κατά + πυγή = κώλος]
  41. καταπύγων [< πυγή]
  42. κέλωρ: νεαρό πουστράκι, τεκνό, πουστρίγκος [κέλωρ = παιδί]
  43. κίναδος: πονηρόπουστας [κίναδος = αλεπού]
  44. κίναιδος [< κινέω = γαμιέμαι, ή πιθανόν πατρετυμολογία < κινώ (προκαλώ) την αιδώ]. (Σ.ς.: σήμερα χρησιμοποιείται ως η πιο λάιτ, επίσημη ονομασία, κι όμως η ετυμολογική σημασία ως «γαμημένος» δεν είναι και τόσο πολιτικά ορθή).
  45. κινησίας [< κινέω = γαμιέμαι]
  46. κεκινημένος
  47. κοπραγωγός: ο επιβήτωρ ανδρών [κολομπαράς] [< κόπρος + αγωγός]
  48. λαικαστής [< ληκώ = πέος]
  49. λακαταπυγών : ο πούσταρχος < λίαν + κατά + πυγή
  50. λάσταυρος < λάσιος = μαλλιαρός + ταύρος = πέος
  51. λάστρις < λάσιος + ταύρος
  52. μαλακίας: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
  53. μαλακίων: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
  54. μαλακός: ο εκθηλυσμένος και τρυφηλός (ο όρος που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος για τους ομοφυλόφιλους)
  55. οπισθοβάτης < όπισθεν + βαίνω (μπαίνω)
  56. οπισθοβατικός
  57. παθικός < πάθος
  58. παιδεραστής
  59. παιδίσκος: εκπορνευμένο ανήλικο αγόρι, τσιμπούκ-ογλάν
  60. παιδοκόραξ
  61. παιδομανής
  62. παιδοπίπης < οπιπτεύω = κάνω μπανιστήρι
  63. παιδοφιλής
  64. παιδοφθόρος
  65. παρατετλιμένος: ο πουστοσέξουαλ με αποτριχωμένα γεννητικά όργανα < παρατίλλω = αποτριχώνω
  66. πρωκτόσοφος (σ.ς. κι ο Σωκράτης ο πρωκτοσοφός, πούστης ήτανε κι αυτός)
  67. πυγαίος < πυγή = κώλος (σ.ς.: άρα το πυγαίο χιούμορ είναι το χιούμορ του κώλου).
  68. πυγαλγής: αυτός που τον πονάει η πυγή του.
  69. πυγιστής: ο κολομπαράς
  70. πυγοστόλος: ο ευτρεπίζων προκλητικά την πυγή του εύκωλος
  71. σαυκρόπους: ο κίναιδος με θηλυπρεπές βάδισμα < σαυκρός = τρυφερός + πους
  72. σαύλος < αύω = ανάβω
  73. σίφνιος / σιφνιαστής < σιφνιάζω = χώνω κωλοδάκτυλο, όπως οι κάτοικοι της νήσου Σίφνος, που τους είχε βγει το όνομα.
  74. συβαρίτης: φιλήδονος και τρυφηλός, αλλά συχνά του γκεϊλικίου συμπεριλαμβανομένου
  75. σφίγκτης: όχι ο σφίχτης, αλλά ο πρωκτικάντζας < σφιγκτήρ του πρωκτού.
  76. φίληβος: ο εραστής εφήβων
  77. φιλομείραξ: ο εραστής μειρακίων
  78. φοινικιστής: ο κίναιδος που κάνει γκρουπ σεξ, επειδή στους Φοίνικες είχε βγει το όνομα ότι κάνουν ομοφυλοφιλικά πάρτυ με ούζα.
  79. χαλκιδεύς: και στους χαλκιδιώτες τους είχε βγει το όνομα.

Τι είπες βρε μαλακίωνα;

(από Khan, 21/12/09)(από Fotis Nitsiopoulos, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την πολυπληθέστερη συνομοταξία ζώων μετά τα αρθρόποδα είναι κι ένας χαριτωμένος (;) τρόπος να αποκαλέσεις κάποιον μαλάκα. Λόγω ουδετέρου γένους εφαρμόζεται περισσότερο σε νεανίες, σκατά και κωλοπαίδια της συνομοταξίας γαμίδι.

Trivia: Κάνε το μαλάκιο είναι η προσφιλέστερη μετάφραση του άσματος Do the clam του Elvis Presley.

Ο θαυμαστός κόσμος των μαλακίων (από Khan, 22/12/09)Κάνε το μαλάκιο! (από Khan, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο της ελληνικής BDSM κοινότητας είναι «ο μαζοχιστής που παίρνει το ρόλο του πόνι στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού ρόλων. Για παράδειγμα, περπατάει στα τέσσερα, κάποιες φορές μάλιστα φορώντας σαμάρι». Δεν αποκλείεται ο τοιούτος να είναι και πόνι με την έννοια του πιπονίου.

Για την εξαιρετική σλανγκενέργεια του πονιού στα αγγλικά δες το αστικό λεξικό

(από Khan, 02/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κάνναβη.

Για μια άλλη χρήση του λεμονιού στη ναρκοσλανγκ δες το λήμμα μαγείρεμα.

Από την Βικούλα:

Σε διάφορες κουλτούρες, η κάνναβη είναι επίσης γνωστή και ως λεμόνι, κασέρι, τυρί, ντάχα, μαύρο (αν και συνήθως έτσι καλείται το χασίς), βρομά (το μαύρο στα ανάποδα), οξυγόνο, φούντα, νταφού (η φούντα ανάποδα), φού'', τσούρου, πράσο, φορφόλι, τζόϊν (απο το αγγλικό joint), φώξεν, λαλάκι γρασίδι, χόρτο, ντούρου,τσουρί,ντουντού, σμπιγδάνι, ντουμάνι, μπουρούχα (χαμηλής ποιότητας κάνναβη όπως το αλβανικό). Στην Τρίπολη είναι επίσης γνωστό και ως πορτατίφ, λαμπατέρ, φαίος, μπέκος, ρο, ντι βι ντι. Με τον όρο μπάφος ή μπαφιλίκι εννοείται το τσιγάρο που στρίβεται με κάνναβη και καπνό. Χρησιμοποιείται και ο όρος φακός. Το τσιγάρο που δεν περιέχει καπνό, παρά μόνο κάνναβη, ονομάζεται πιούρ (απο το αγγλικό pure). Τα ακατέργαστα φύλλα της κάνναβης, χωρις τον ανθό, είναι γνωστά ως μαριχουάνα. Επίσης ονομασίες συνθετικών φυτών κάναββης (skunk) προέρχονται από την εμφάνιση του φυτού, καθός και απο τον τρόπο επίδρασης και το χρώμα η ακόμα και την ωσμή του καρπού. (γνωστός ως παπάς ή παπάδι)

(από Khan, 24/12/09)Make lemonade, not work! (από Vrastaman, 24/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το άρωμα στα frangrec (γαλλικό αντίστοιχο του greeklish) από το eau de toilette. Πρόκειται δηλαδή για χαριτωμένο τρόπο να υποβιβάσεις ένα πανάκριβο άρωμα σε χυμό βρύσης σαν αυτόν που προσπαθούμε να αντλήσουμε με μπουκαλάκια από τις τουαλέτες, όταν τσιγκουνευόμαστε να πληρώσουμε το εμφιαλωμένο νερό στα περίπτερα κι ενίοτε μερικές βρύσες μας την σπάνε γιατί έχουν μόνο καυτό νερό, γαμώ τη Ντόρνα μου μέσα!

Ασίστ: Kondr

- Μπα τι νερό τουαλέτας είναι αυτό; Γκαμών;

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Άλλη λέξη για το χόρτο στη ναρκοσλάνγκ.

  2. Συνεκδοχικά, το ποδόσφαιρο από το γκαζόν του γηπέδου.

  3. Το γυναικείο αιδοίο και δη το αξύριστο. Πρόκειται για γαλλιά, όπως και το γκαζόν (πρβλ. το ποτίζει το γκαζόν, για όλα φταίει το γκαζόν κ.ο.κ.)

Το γρασίδι και το γρασίδι είναι το γρασίδι των λαών.

Got a better definition? Add it!

Published

Το εθνικοπατριωτικό «θα υπερασπιστούμε την πατρίδα μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μας» σλανγκίζεται συχνά σε «μέχρι τελευταίας ρανίδος του σπέρματός μας», για να καταδειχθεί η θυσιαστική αυταπάρνηση καταπιόλας της πουτσοστραγγίχτρας. Δηλαδή κυρίως για τελείωμα με πουτσοστράγγιγμα, αλλά και σε άλλες σεξουλιάρικες αφηγήσεις και κριτικές, όπου ο εθελοντής πουτσοδότης καταλήγει άσφαιρος ένεκα των πολλών εκσπερματίσεων ακόμη και μετά το όποιο φιλί της ζωής.

  1. ...από καύλα και ήξερα ότι στην πιο μικρή επαφή θα έχυνα μέχρι τελευταίας ρανίδας...
    Από ένα σάιτ για ενήλικες που αξίζει μόνο το όνομά του.

  2. Από φόρουμ: έχω την κατάλληλη συνταγή για την περίπτωση σου ! Λοιπόν, παρακολουθείς ; Ξεκινάμε : [...] 8. Ψαρεύεις το πρώτο κωλαράκι σε μορφή γκόμενου που θα σου μπει στο μάτι και κατά τις 4 το παίρνεις σπίτι σου.

  3. Εκεί, σαν άλλη ύαινα, το ξεκοκκαλίζεις και το ευχαριστιέσαι μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος (και του σπέρματος) του...

  4. Από γουορντπρέσι:
    Πόσο μπορεί να μας κοροϊδεύουν οι προστάτες και πόσο μπορεί υποταγμένες ιερόδουλες να είναι οι κυβερνήσεις μας που απομυζούν το σπέρμα του λαού μέχρι τελευταίας ρανίδος; Γιατί δε διεκδικούμε τα αυτονόητα; Γιατί έχουμε χρέος όσο το ΑΕΠ μας που δεν μπορούμε ποτέ να ξεπληρώσουμε;

(από Vrastaman, 29/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη για την κοκαΐνη, πρβλ. και τα συναφή χιόνι, νιφάδες, χιονόμπαλα. Η έμφαση εδώ στην συμπάγεια και σκληρότητα.

Πηγή: Johnny Black.

Με δύο κιλά κοκαϊνη πιάστηκε πασίγνωστο μοντέλο και αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified