Τα φαγητά στα καλιαρντά, απαντά στον πληθυντικό, από το hal που σημαίνει το ίδιο στην ρομανί.

Σας αβέλω λατσαβαλέ, αφρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο να έχουν αρπάξει την ζωμοσακούλα και να δένουν μπαλόμπα και καλιαρντά χαλέματα. Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη κοντόχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γεροδιακονάρισμα. (Αποκατέ).

"Δεν βγαίνει ένας πούστης να μιλήσει", του Χάρρυ Κλυνν. (από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας κάπως πιο χαριτωμένος τρόπος να πεις κάποιον/α τσόκαρο, δηλαδή χαζομούνα χαζογκόμενα που σε κάνει λ.χ. ρεζίλι αν βγεις μαζί της, ή φρόκαλο, σούργελο που είναι τελείως ξεφτιλισμένο ακόμη κι αν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Γενικά άνθρωπος χαμηλής κοινωνικής και μορφωτικής προέλευσης, ο οποίος δεν έχει συναίσθηση του γεγονότος αυτού με αποτέλεσμα να γίνεται γελοίος.

Σχετική έκφραση νέας κοπής: Ψωνίστηκαν τα τσόκαρα και μας την είδαν γόβες.

Πάσα (Δ.Π.): perketis.

1. Σημασία έχει ότι από τσοκαρέτο (μα πόσα νούμερα κυκλοφορούν εκεί έξω;) μέχρι ψαγμένος (δήθεν) ποιητής (ανφάν γκατέ), όλοι πιάνονται.

2. Έπαιζε πολύ τσοκαρέτο στο πάρτι: «Μωροοό μου, αγάπη μου! Σμουτς! Σμουτς!» και μόλις γυρίσεις την πλάτη σου «Τι πουτάνα και αυτή! Είδες, στο έλεγα ότι καπνίζει!» και άλλα τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το τουρκικό kösem, είναι ο τράγος ή κριάρι που οδηγεί το κοπάδι.

H λέξη είναι λεξικογραφημένη κυρίως στην κυριολεξία της, έχει ωστόσο ενδιαφέρον ότι χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να σημάνει κάποιον που είναι μπροστάρης, ή προχώ, ή λειτουργεί ως ηγέτης, ως ταγός. Καθώς όμως τα γκεσέμια είναι συνήθως ευνουχισμένα, πρόκειται εντέλει για έναν ευνουχισμένο πρωτοπόρο, οπότε η λέξη μπορεί να θεωρηθεί είτε επαινετική, είτε υβριστική αν τυχόν κάποιος γνωρίζει αυτήν την λεπτομέρεια, -όπως το πάρει κανείς. Εξάλλου και χωρίς την τελευταία αυτή λεπτομέρεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί αρνητικά αν κάποιος χαρακτηριστεί ως ηγέτης ή πρωτοπόρος ενός κακού ή εξουσιαστικού σχηματισμού.Δεν περιγράφω άλλο, καθώς πλούσια ανάλυση της λέξης και των χρήσεών της μπορούμε να βρούμε σε σχετικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου εδώ, με αφορμή την πρόσφατη χρήση της από τον Δημήτρη Παπαδημούλη, η οποία την γνωστοποίησε ευρέως.

Πάσα (Δ.Π.): Professor.

1. - Ελάτε τώρα που θα τρομοκρατήσει τα γκεσέμια του μηντιακού συστήματος και του Μέγκα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ελάτε τώρα... (Μια διάσημη χρήση της λέξης από τον βουλευτή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Δημήτρη Παπαδημούλη συνομιλώντας με τον δημοσιογράφο Γιώργο Οικονομέα)

2. Αντιλαμβάνονται ότι τα γκεσέμια μαζεύουν ψήφους.Και αντιλαμβάνονται ότι προκύπτει ανάγκη για ισχυρά ψηφοδέλτια εκτός κι αν οι κεντρικές κομματικές ηγεσίες έχουν κρυφά χαρτιά τα οποία κρύβουν για την ώρα, προκειμένου να παρουσιάσουν τους άσους την τελευταία στιγμή κερδίζοντας και την παρτίδα…

3. Πολύς κόσμος στις συγκεντρώσεις του Θωμά Μίχογλου αλλά και πολλά «γκεσέμια» του Τοπείρου δίνουν το παρόν. Άνθρωποι με επιρροή στις τοπικές κοινωνίες, συστρατεύονται με τον υποψήφιο δήμαρχο.

Στο 0.58. (από Khan, 23/01/14)(από Khan, 23/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο συντάκτης / υπεύθυνος ύλης σε εφημερίδα, αυτός που «ζωγραφίζει τις σελίδες της εφημερίδας, στο πλαίσιο των εντολών και των κατευθύνσεων που αφορούν την ''οπτική'' γραμμή του εντύπου» (δες). Ο υλατζής πρέπει να συνεννοηθεί με τον αρχισυντάκτη και τους υπεύθυνους τμημάτων για το πώς θα μπουν και θα διαταχθούν τα άρθρα στις σελίδες. Στη συνέχεια επιμελείται τα άρθρα, τους βάζει τίτλους, υπότιτλους και υπέρτιτλους, γεγονός καθοριστικό για την αναγνωσιμότητα. Και φτιάχνει το κασέ, επιλέγοντας και φωτογραφίες και συντάσσοντας λεζάντες. Στην συνέχεια στέλνει το σύνολο στον φωτοστοιχειοθέτη ή σελιδοποιό (δες). Με λίγα λόγια φροντίζει το οπτικό αποτέλεσμα στις σελίδες, το οποίο, στην εποχή μας, που δεν θα κάτσει ο αναγνώστης να διαβάσει τα πάντα, αλλά θα πάρει περισσότερο μια γενική ιδέα για το περιεχόμενο της εφημερίδας, έχει πολύ μεγάλη σημασία.

Για τις διαφορετικές αξιολογήσεις του όρου υλατζής, μεταξύ λάτζας, εκμετάλλευσης, καλλιτεχνικού αισθητηρίου, απογοητευτικής αφάνειας και ασημίας, αλλά και ανακούφισης από την άλλη που δεν φέρεις το εμφανές στίγμα του δημοσιοκάφρου, ευθύνης και δυνατοτήτων προαγωγής, βλ. τα παραδείγματα.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

1. Εκτός από όλα τα άλλα εξωτικά όντα που παρεπιδημούν στον χώρο, υπάρχουν ανάμεσά τους και οι “υλατζήδες”. Aυθαίρετα υποθέτω πως ένας “υλατζής” είναι για το MME στο οποίο τον έχουν μαντρωμένο , κάτι μεταξύ λοστρόμου, θερμαστή και θαλαμηπόλου. Απλά όταν αλλάζει ρόλους πλένεται και ίσως προλαβαίνει να αλλάζει και βρακί. Δεν ξέρω τι άλλο να υποθέσω. Κι από τη στιγμή που διάβασα πως “υπάρχει υλατζής που κάνει 32 σελίδες” [...] Τι να είναι λοιπόν ο “υλατζής” ; Αντικείμενο εκμετάλλευσης ή μηχανή του κιμά ; [...] Δεν μπορεί να βγάζεις μόνος σου 32 σελίδες έστω κι αν γράφεις σε μηνιάτικο έντυπο. Ακόμη κι αν σου φορτώσαν στην καμπούρα να γράφεις τα ζώδια, τη σελίδα με τα περιεχόμενα και να επιμελείσαι τη σελίδα με τα ροζ τηλέφωνα, τριανταδυό σελίδες δεν βγαίνουν. Σ’ αυτό το σκληρό άθλημα, στα 31 καίγ.. (πάλι…γαμώτο…). Αντικείμενο εκμετάλλευσης ; Σαν τη Σβετλάνα του ορόφου δηλαδή. Ίσως. Αλλά έχω μια σκοτεινή υποψία πως της συγκεκριμένης Σβετλάνας τα θέλει ο κώλος της αφού ήθελε να δηλώσει δημοσιογράφος (με η χωρίς ταυτότητα της ΕΣΗΕΑ ή της ΕΣΗΕΜΘ ή της Daily Mirror) και όχι βιζιτού. Μερικές φορές είναι προτιμότερο να ακολουθείς τη φύση σου. [...] Από τη στιγμή, όμως, που υπάρχουν παιδιά ή λιγότερο παιδιά που για 400, 500 και 600 ευρώ παρακαλούν για αναθέσεις έργου κατά παραγγελία και με το μέτρο, για να ρουφάνε μελάνι και να φτύνουν λέξεις, το ζήτημα είναι λιγότερο αστείο από ότι δείχνει η εντελώς χυδαία περιγραφή εργασίας τους. Άλλο αν στα credits του έντυπου, περήφανα φαντάζει κεντημένο το όνομα τους κάτω από τη μαρκίζα “ειδικοί συνεργάτες” ή – μεγαλεία ! - “συντακτική ομάδα”. Πάντα οι γυάλινες χάντρες και τα καθρεφτάκια είχαν πέραση στους αποσβολωμένους ιθαγενείς που πρωταντίκριζαν τα μεγάλα καράβια…

2. Υλατζής, απαντώ πονηρά όταν με ρωτούν με τι ασχολούμαι. Ακούγεται κάπως σαν λαντζέρης, το ξέρω, αλλά καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Η λέξη με βολεύει απίστευτα, καθώς ελάχιστοι τη συνδέουν με τον Τύπο κι έτσι γλιτώνω την κατακραυγή που προκαλεί το «λειτούργημα» στην κοινωνία.

3. Το αρχαιότερο επάγγελμα στην αρχαιότερη δημοκρατία. Μετά από την περισυλλογή των διακοπών και τα άδεια περίπτερα των Χριστουγέννων, τα σημερινά πρωτοσέλιδα είναι κάπως ανέμπνευστα. Φαίνεται πως η μικρή διακοπή έκοψε τον οίστρο σε ρεπόρτερ, υλατζήδες και διευθυντάδες. Ούτε μια €ντολή Σαμαρά δεν υπάρχει να καταλάβουμε πως Χριστός γεννάται σήμερον (έστω προχθές).

4. Πολλές φορές έχω σκεφτεί πόσο άσχημο ήταν, για τον ίδιο, που έγινε συντάκτης ύλης. Δεν εννοώ με αυτό ότι το να είσαι συντάκτης ύλης σε μία εφημερίδα είναι μία άσχημη δουλειά. Αντιθέτως, οι περισσότεροι υλατζήδες που έχω γνωρίσει είναι πολύ ποιοτικοί δημοσιογράφοι, ενώ έχουν και καλλιτεχνική φύση. Αυτό που είναι άσχημο, είναι ότι ξεκίνησε να γράφει στα διεθνή, με παρακαταθήκη πολύ δυνατό χειρόγραφο, με τη δική μου ματιά να διαβλέπει πολλές προοπτικές, μέχρι να αποφασίσει η διεύθυνση να τον γυρίσει στην ύλη.]

5. Κάποτε για να γίνει κανείς διευθυντής εφημερίδας, έπρεπε να είχε ικανότητες περίπου …πρωθυπουργού. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να αντισταθεί στις διάφορες πιέσεις. Σήμερα, πρώην υπάλληλοι κομματικών γραφείων διευθύνουν εφημερίδες. Πρώην «υλατζήδες» και γραφίστες παριστάνουν τους «διευθυντές» εφημερίδων. Επειδή αυτό που έχει σημασία είναι η εικόνα και όχι το κείμενο, όπως ακριβώς στην τηλεόραση. Αλλά η εφημερίδα δεν είναι τηλεόραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το ψωλάρχιδο, δηλαδή το όλο σύμπλεγμα πέους και όρχεων που χρειάζεται μία ενιαία λέξη για να χαρακτηριστεί. (Έτσι είναι οι οικογένειες).

ME EMAS KANATE TO KATHIKON SAS. TORA OMWS EXETE GRAPSEI THN «ISTORIA» SAS (THN POIA;;) STA ARXIDOPSOLA SAS. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται και ως πολύ βαριά σεξιστική βρισιά για ερωμένη/ο, που θεωρείται καφρικώς ότι χρησιμοποιείται ως δοχείο εκκένωσης των σεξουαλικών εκκρίσεων, τ. σπερματοδοχείο, σπερματοκανάτα και άλλες παρόμοιες καφρο-κίνκι καταστάσεις.

- Σιγά τον μπιντέ που γαμάς, όλη η γειτονιά την έχει χύσει! (Από την ίνσταντ καλτ ταινία «Με την Ψυχή στο Στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη, προφανώς πρόκειται για διάλογο με μαλάκα τάκη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το σημείο του σταυρού που διώχνει τους δράκους, δηλαδή βρικόλακες, δαιμόνια και ό,τι κακό, εκ του τζάζω που σημαίνει διώχνω.

“Δεν κάνεις τον δρακοτζάστη σου”, του λέω, “που σώθηκες από δαύτη; Να την αβέλεις γοργόρι και να την αβέλεις ντουπ την παλιοδιαπομπού”. (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published

Το χαστούκι στα καλιαρντά.

“Δεν κάνεις τον δρακοτζάστη σου”, του λέω, “που σώθηκες από δαύτη; Να την αβέλεις γοργόρι και να την αβέλεις ντουπ την παλιοδιαπομπού”.

Got a better definition? Add it!

Published

Μια μαγική ουσία που υποτίθεται ότι εξηγεί περιπτώσεις ακραίας καψούρας. Όταν κάποιος είναι πάρα πολύ ερωτευμένος με την πάρτη μας, ή εμείς μαζί του, και αυτό είναι κατά τα άλλα μάλλον ανεξήγητο, επιστρατεύουμε ως εξήγηση το ότι έχει δράσει η καψουρόσκονη.

Η έκφραση διαδόθηκε από το ομώνυμο τραγούδι του Κώστα Καφάση, που ξέρει από καλό ψάρι, ο οποίος γύρευε καψουρόσκονη, προκειμένου να καψουρέψει ένα μεναγκό. Κάποιοι επιτήδειοι καψουρέμπορες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του, και έτσι στην ένδοξη εϊτίλα κυκλοφόρησε όντως από ό,τι φαίνεται ένα προϊόν «καψουρόσκονη», μάλλον παρόμοιας προέλευσης με την φαγουρόσκονη, το οποίο πλέον έχει αξία ρετρό. Πιο πρόσφατα, ο σλάνγκαρχος σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης περιέλαβε την έκφραση ραντίζω καψουρόσκονη στην ταινία του Με την Ψυχή στο Στόμα, ενώ για περιπτώσεις γεροντοκαψούρας (υποτίθεται ότι) κυκλοφορεί και ως καψουροβιάγκρα.

  1. Και πού πουλάν καψουρόσκονη
    Να πάω να τη γυρέψω
    Καψουρόσκονη, καψουρόσκονη
    Για να σε καψουρέψω. (Το κλασικό άζμα του Κώστα Καφάση).

  2. Μιά χούφτα καψουρόσκονη
    θά ρίξω στό ποτό σου
    τρελά νά μέ ερωτευτείς
    νά γίνω ό ανθρωπός σου (έτερον άζμα)

3. - Ρε στα γόνατα έχει πέσει η καριόλα ρε και με παρακαλάει. Με παρακαλάει ρε μαλάκα, με παρακαλάει ρε, κωλοτούμπες κάνει ρε!
- Αφού έχει φάει καψουρόσκονη ρε, έφαγε καψουρόσκονη λέμε, το ράντισες ρε, το ράντισε ο Τιμωρός ρε μαλάκα. (Από την σλανγκενεργή ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, «Με την Ψυχή στο Στόμα»)

  1. ΣΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΠΟΛΥ ...ΑΠ΄ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΤΙΓΜΗ... καψουροσκονη πρεπει να εφαγα σημερα δεν εξηγητε αλλιως... (Από το Φέισμπουκ).

5. ΕΜΕΝΑ ΔΕΝ ΜΕΠΙΑΝΙ ΤΗΠΟΤΑ ΟΥΤΕ ΚΑΨΟΥΡΟΣΚΟΝΗ ΟΥΤΕ ΤΑ ΦΙΑΛΙΔΙΑ.

Got a better definition? Add it!

Published

Δέον, απλώς, να επισημανθεί ότι δίπλα σε όλες τις πάμπολλες φαλλοκρατικές χρήσεις του γαμάω, χρησιμοποιείται πλέον και από (συμβατικά λεγόμενες/ους) «ερωμένες» και «ερωμένους» για να σημάνει ότι γαμάνε τον εραστή τους από την πλευρά του/ της ερωμένου/ης, που δεν είναι όμως καθόλου ένας παθητικός ρόλος, όπως θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε κάποιες γλωσσικές προκαταλήψεις. Δεν φιλοσοφώ άλλο περί του θέματος, καθώς τα γράφει εξαιρετικά ο σλάνγκαρχος Λύο Καλοβυρνάς εδώ. Αξίζει πάντως η διερώτηση κατά πόσον η κορεκτιλάτη αυτή χρήση νέας κοπής μας ήρθε από τα αγγλικάνικα (το to fuck που χρησιμοποιείται και από τον/την ερώμενο/η), αν συνδέεται με θήλεα νέας κοπής που ρίχνουν δυο μουνιά φού και φού, με υφισταμένους που πέτυχαν να ανέλθουν στην επαγγελματική ιεραρχία βρίσκοντας την σωστή απάντηση στο προαιώνιο ερώτημα ποιον πρέπει να γαμήσω κ.τ.ό.

- Και της είχε πει της Καυλάουρας το Λίλιαν να μην γαμήσει τον Μένιο από το πρώτο ραντεβού, αλλά πού αυτή! Μες στην καύλα της, τον γάμησε τρεις φορές, και το άλλο πρωί μόλις ξυπνήσανε τού 'ριξε κι από πάνω άλλο ένα μουνί.

Από το άρθρο του Λύο στο Πρόταγκον (από Khan, 01/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published