Ένας πιο εμφατικός τύπος του κουλό ή κουλά, το οποίο προέρχεται από τα καλιαρντά, και όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο ετυμολογείται από τη ρομανί, όπου khul είναι το σκατό. Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει για την έκφραση «κουλά ντε Παρί» ότι κυριολεκτικά σημαίνει σκατά των Παρισίων, οπότε είναι κατ' αυτόν ένας «νεότερος, παραπλανητικός και πιο διακοσμημένος τύπος του κουλά». Σημαίνει γενικά και αυτό που λέμε σκατά, μούτι, δηλαδή μια κατάσταση σκατά κι απόσκατα, αλλά και αυτό που λέμε «τρίχες», δηλαδή κάτι το ευτελές και ανυπόστατο ή άκυρο στο οποίο δεν αξίζει να δίνει κανείς σημασία.

Η έκφραση φαίνεται πάντως να έχει βγει από το στενό καλιαρντό πλαίσιο, όπως γενικά το κουλά, το οποίο άλλωστε παρετυμολογείται συχνά από το κουλός, σε σημείο να το βρίσκουμε σήμερα και σε παιδικό τραγουδάκι, το Λιοντάρι των Mazoo & the Zoo. (Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας Νίκο Τσιαμτσίκα;)

  1. φωνάζει το Φαγάνα στο σχολείο
    του λέει πως ο γιός του δεν ανοίγει βιβλίο
    τα τετράδιά του μες τη μουντζούρα
    όλη η τάξη τον φωνάζει κουμπούρα
    δεν ξέρει πόσο κάνουν τρία και τρία
    και ότι ο Αχιλλέας πήγε στην Τροία
    για αραλίκι όλο ψάχνει αφορμή
    και το μυαλό του όλο το' χει στην εκδρομή
    στη μονοήμερη στην πενταήμερη
    και στα μαθήματα κουλά ντε Παρί
    (Παιδικό καλιαρντοτράγουδο).

2. και άλλα τέτοια κουλά ντε λα Παρί βασανίζουν το μυαλό σου. Σκέψεις χωρίς υπόσταση.

3. τιποτα κλωτσιες μπουνιες κλπ...με μεγαλη μου χαρα,το παραμυθι λαμογια τελειωσε! κατι κουλα ντε παρι του τυπου...βλεπουμε φως στην ακρη του τουννελ, οτι το 2012 ξαναμπαινουμε στις αγορες που ελεγε η αλλη η μουνιτσα και η αναπτυξη που ηρθε και ολα τα ανηθικα ψεμματα που ξεστομιζουν ολα αυτα τα καθικια-προδοτες-οσφυοκαμπτες,δεν περνανε πια !

Got a better definition? Add it!

Published

Το γλείψιμο στα καλιαρντά. Ίσως από το ροσόλι που σημαίνει σάλιο, αλλά σολ είναι γενικότερα η ηδονή, η γλύκα, βλ. και κοντροσόλ. Επίσης ροσολιμαντέ.

-Καλε ροντοσολ αβέλω κουλαβε η μπάμια σερκεντες μούτζα μου
- pote θα βρεθουμε μωρο μου; (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published

Χριστιανοσλάνγκ προέλευσης, παραδίδεται από τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971) ότι σημαίνει την παντρεμένη, σε αντίθεση με το σαρακοστή, που σημαίνει την ανύπαντρη. Προφ επειδή την περίοδο της Σαρακοστής νηστεύουμε, ενώ την περίοδο της Πεντηκοστής αρτυόμαστε, οπότε και επιτρέπει η Εκκλησία μας την κρεωφαγία, την ιχθυοφαγία, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα λαδερά.

Δυο αδελφές σαρακοστές έχει ο Ηλίας, ευτυχώς και μια πεντηκοστή. Να δούμε πότε θα παντρευτεί ο δύστυχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές ακόμη μεταφορικές σημασίες:

  1. Γυναικείος σωματότυπος με μεγάλη περιφέρεια, που με λίγη φαντασία θυμίζει κανάτα. Αντώνυμα: κλεψύδρα, κλεψυδρομούνα, μπουκαλομούνα κ.ά.

  2. Αλλιώς η χυσοκανάτα, δηλαδή σεξιστικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα που είναι παρτόλα, χυσοκαταπίνοβα και χρησιμοποιείται ως σκεύος ηδονjής.

  3. Στο ιδίωμα των κοινωνιολόγων είναι η κοινωνία-στάμνα, που έχει μεγάλη μεσαία τάξη (αγαπάμε).

  1. Για να βλέπεις όλες τις κανάτες να γυρίζουν σπίτι μάλλον σχόλασε η εκκλησία. (Από αυτηκοΐα)

  2. Ντάξει ψιλομπαζάκι η Ασπασία, αλλά μεγάλη κανάτα. Μου έλεγε κάτι σκηνικά από τα Κουφονήσια ο Γιώργος μόνο κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που φοριέται πολύ τελευταία, όπως άλλωστε και η πραγματικότητα που περιγράφει, πρόκειται για τον υπουργό/ πολιτικό/ μέλος της κυβέρνησης κ.ά. που έχει ως λύση δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν το να βάζει όλο και περισσότερους και μεγαλύτερους φόρους. Ως προς την μεταφορά που βρίσκεται στην βάση της έκφρασης, η τουκανίστρια Βίκυ θεωρεί ότι φορομπήχτης είναι αυτός «που η φορολογία του είναι τραυματική σαν να μπήγει κάποιος το σπαθί ή το μαχαίρι στις σάρκες των φορολογουμένων» (δες). Νομίζουμε όμως ότι δεν θα ήμασταν εκτός πραγματικότητας αν το ετυμολογούσαμε από το μπήχτης.

1. Βουλευτής ΠΑΣΟΚ: ''Φορομπήχτης του θανατά ο Στουρνάρας''.

2. Αντεργατικός, αντιλαϊκός και φορομπήχτης για τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου.

3. Αττίλας ο φορομπήχτης.

Got a better definition? Add it!

Published

Παραδοξολογική ρηματική λεξιπλασία που προσπαθεί να αποδώσει τις σχέσεις αγάπης- μίσους. Και αυτό που λέμε love to hate (αγαπάμε να μισούμε), αλλά κυρίως τις σχέσεις που ταυτόχρονα αγαπάς και μισείς ένα πρόσωπο ή και αντικείμενο, κατάσταση κ.ο.κ. (Από ό,τι βλέπω στο αρκετά μικρό δείγμα του γούγλη το συναίσθημα αυτό φοριέται σε κοριτσάκια, χιπστέρια και Κύπριους).

  1. Το Clannad το αγαπομισώ θανάσιμα για το Gainax Ending του. (Μού 'πανε πώς είσαι μάνγκα).

  2. αγαπομισώ ταξίδια, ψιλοαγαπώ χειμώνας, αγαπω μακαρονια, agapw mprokolo, μπλιαξ καπνισμα, misw patatakia. (Κοριτσίστικα χιπστεροσυναισθήματα εδώ)

  3. giati ise teliaaa zilefko seeee alla katava8os agapw seee xxxxxxxxxxxxxxx. hahahha ne je ego agapomiso se btw pios/a; (Κυπριακά συναισθήματα εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Το πουστάκι στα ποδανά.

1. Οσο για το πηδημα επειδη εισαι στακιπου πρεπει να γινω και γω δηλαδη;

2. χαζος .... κοντος ευτυχως που δεν ειμαι και στακιπου θα ειχε δεσει το γλυκο.

3. δες αν σου άφησε κανένα καρότο στο ψυγείο εκείνο το στακιπου ο Γαβρίλος σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, συνήθως σαν βρισιά, σπανιότερα και χωρίς υβριστική διάθεση. Συχνά δηλώνει νεαρό ομοφυλόφιλο με ένα κεχαριτωμένο ζενεσεκουά, αλλά γενικά διατηρεί τον μειωτικό του χαρακτήρα.

Στα κομμέ λέγεται στράκι και στα ποδανά στρακιπού. Συνώνυμα: πουστάκι, στάκι, στακιπού, πουστρίδι και ο πουστρίγκος.

  1. Ήμουνα γύρω στα 17 και μόλις είχα πρωτοξεκινήσει στη Συγγρού. Τρελοτραβεστούλα με όλο το θράσος της ηλικίας μου, όλα τα προβλήματα μου φαίνονταν ασήμαντα. Ο κόσμος των τρανς ήτανε πολύ μικρός τότε, πιάτσα, αστυνομία και τσόλια, ούτε η λέξη τραβεστί δεν ήτανε γνωστή, «φούστα-μπλούζα» λέγαμε ή «ντύθηκε». Έμενα σε ένα στενάκι κοντά στο Φιξ, πω πω αγόρια που πέρασαν από το σπίτι! Εκεί κοντά λοιπόν σε μια γραφική ταβέρνα «ο Γέρος του Μοριά», έβλεπα την Σαπφώ, έτρωγε συνήθως μόνη της, καθότανε λίγο και μετά έφευγε. Οι τρανς περνούσαμε και την χαιρετούσαμε «τι κάνετε κυρία Νοταρά μας, πως είσαστε;» κι εκείνη πάντα χαμογελούσε. [...] Μετά από χρόνια είχα ένα φίλο τον Αντωνάκη, χαριτωμένο κουλτουριάρικο πουστράκι, είχαμε γνωριστεί στο ΑΚΟΕ, εκεί στην οδό Ζαλόγγου στα Εξάρχεια. Δίπλα από το ΑΚΟΕ ήταν ένα καφενεδάκι, εκεί μια μέρα τον συνάντησα μαζί με την Σαπφώ, που ήτανε φίλοι και με προσκάλεσαν να καθίσω μαζί τους «έλα να πιούμε ένα τσαγάκι». Ο Αντωνάκης έφυγε ξαφνικά, πολύ μικρός, απ΄τη ζωή. (Από το Trans-late Paola- Συναντήσεις με την Σαπφώ Νοταρά).

  2. - Πώς καψούρευες τα αγόρια Πάολα; - Ξέρεις τι πιστεύω; Δεν νομίζω πως τελικά γουστάρανε το σεξουαλικό μου φύλο αλλά το κοινωνικό μου. Τον μύθο της τρανς Πάολας. Είχα κάτι άλλο ρε παιδί μου εγώ από μικρή. Είχα έναν τσαμπουκά και μια ανεξαρτησία που τους άρεσε. Επίσης εγώ δεν ήμουν και δεν ξεκίνησα σαν πουστράκι αλλά σαν κορίτσι, σαν γυναίκα. Δεν ήμουν μίζερη και στη μέση. Ήμουν από την αρχή ξεκάθαρη και ντόμπρα. Βγήκα και είπα αυτό είμαι. Δεν το έπαιξα και έτσι και αλλιώς. Τότε υπήρχαν αυτές που θα τις βαράγανε και αυτές που θα τις γαμάγανε. Εγώ ήθελα και ήμουν από την αρχή στις δεύτερες. (Η Πάολα περί έρωτος).

  3. «Ψιτ! Ψιτ! Πουστράκι! Πουστράκι, τελειώνετε κατάλαβες; Τελειώνουν τα πουστράκια» (Από το σεξιστικό παραλήρημα του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Ηλία Παναγιώταρου έξω από το θέατρο Χυτήριο τον Οκτώβριο του 2012).

Προσφιλές στην ιδιόλεκτο του ραπερά Alitiz. (από Khan, 10/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καυλιάρα στα καλιαρντά, εκ του ψαμός που σημαίνει (γ)καυλωμένος και του β΄ καλιαρντοσυστατικού -σκελού.

1. τζους μωρη ψαμοσκελου..
αντε να βρεις καμια γκαζοζού να σου αβέλει κανα πουλομουσάφιρο..

  1. ΛΩΛΗ: Α μωρή ψαμοσκελού ξέρω τι θες, ένα πομπίνο-φραπέ για να στανιάρεις....(ο Λένος τον αγριοκοίταξε και του είπε να σκάσει.)
    ΓΙΩΤΑ: Τι έχεις καλέ;; γιατί κλαις;; τι σου είπε αυτός;; και φαινότανε γλυκούλης....
    ΑΝΝΑ: άσε με να κλάψω μπας και βρω τον εαυτό μου, γιατί αισθάνομαι χαμένη....πες μου ρε φιλενάδα, πως δεν είχε πάρει κανείς είδηση τόσον καιρό;; κοιμόμασταν όρθιοι;;; (Από καλιαρντογράφημα αποκατέ)

3. Αβέλω καμιά ψαμοσκελού σου φιλη, να της παίξω πομπίνο-φραπέ, να φλοκάρει, αμα εχεις πες μου, να τρενάρω τα εργατικά, να ανεβω. Μονο μη μπενάβεις ανθυγιεινά, γιατι δεν είμαι κανενας επιτάφιος.

  1. Εχασες πολλά Ψαμοσκελού αλλά δεν βλέπω να εβαλες μυαλό ...νομίζεις ότι στο ΧΑΑ θα ικανοποιήσεις το πάθος σου για τζόγο ... σε μάδησε ο Μπάμπης αλλά φαίνεται ότι ο «πόνος» σου αρέσει ...Τζους καλιαρντό γκουγκού...χαχαχαχα
    Jedi, πρώτα θα παραδεχόμουν ότι έκανα μεγάλη γκάφα με το μουαγέν και ύστερα θα διερωτόμουν τι είναι καλύτερο ... να πάρω αυτό που αντιστοιχεί στο 0,52 ή αυτό που αντιστοιχεί στο μηδέν λόγω της διαγραφής των παλιών μετοχών ... αυτό όμως θα το αποφασίσεις εσυ .... και όπως έκανες λάθος με το μουαγιέν είμαι σίγουρος ότι θα κανεις το ίδιο λάθος και τωρα.... και θα ριξεις και αλλο χρημα στο βαρελι διχως πάτο... (Καπιταλοκαλιαρντοσυζήτηση).

Got a better definition? Add it!

Published

Καλιαρντής προέλευσης, εκ του φλόκια, σημαίνει εκσπερματίζω, χύνω. Πρβλ. και το κάπως πιο επιτατικό ξεφλοκάρω.

1. Κοίτα, πολλά τουλά δεν έχω αλλά λέω να αράξουμε για λίγο σε καμιά βραχονησίδα και να πισέλω λίγο σε κάνα βράχο να μαυρίσω γιατί απ'την ασπρίλα είμαι σαν πούλη από λεύκανση, εσύ παίξε με τη σκύλα, ρούνες δεν έχουμε γύρω-γύρω οπότε δεν φοβόμαστε κανένα και το ξημέρωμα σαλπάρουμε για Γαύδο που έχει καλά χαλέματα αφού φλοκάρω μοναχός μου για λίγο, τι λες;

2. αβέλω να δικέλω το λατσό σου μουτζό να σου κάνω πομπίνο-φραπέ και να βάλω την σερμέλα μου στο μουτζό σου και να φλοκάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified