Η γυναίκα που έχει μικρό στήθος, και ωσεκτουτού είναι πολύ επίπεδη, δηλαδή απλώστρα ή σιδερώστρα. Συνώνυμα: πλάκα, κόντρα πλακέ.

Τι το θέλει το αβυζαλέο ντεκολτέ το φρόκαλο αφού είναι σανίδα!

Σέξι (;) βρεγμένη σανίδα η Κίρα Νάιτλυ. (από Khan, 15/03/11)ετς? (από MXΣ, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει μικρό στήθος - πλάκα.

  1. kala ts ekanes eliana xwseee!!akou ekei eimai egw auti...egw eimai plakoviza..ayti einai fountoviza! (Εδώ).

  2. - Γιατί να μην κάνουμε κι εμείς γυμνισμό, όπως ο Στάθης και η Λέλα;
    - Καλά άμα δω εγώ την πλακοβύζα, θα κάνει έναν μήνα να μου ξανασηκωθεί.
    - Μα δεν την έχεις δει τώρα πού 'βαλε τα κονάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί που είναι τούμπανο, δηλαδή: α) μεγάλο, ώστε είτε να αγκομαχάει αν βρίσκεται εντός μπλουζακίου, σουτιέν, μαγιό, είτε να αψηφά την βαρύτητα, εάν είναι ελεύθερο, β) σφριγηλό χωρίς ίχνη χαλαρότητας, γ) εκφράζον πλαστικές αξίες. Με λίγα λόγια το τέλειο ζυβί. Η φέρουσα μπορεί να ονομαστεί τουμπανοβύζα, ή, αν είναι κοντή, μικρός τουμπανιστής.

Αντώνυμα: γατόβυζο, τσιμπουρόβυζο, πλάκα, κόντρα πλακέ.

Σχετικό: μπανανόβυζο.

  1. ο τιτλος τα λεει ολα. το βυζι τουμπανο αλλα η συμμετοχη 0. 10 στο παρκινγκ λογω μηχανης,1 στην τσατσα διοτι εμφαννιτηκε με ρωτησε εαν εχω ξαναπαει της απαντησα ναι, 6 στον χωρο τα δωματια μεσαιου μεγεθους χωρις καποιο ντεκορ ντουζιερα αλλα το αιρκοντισιον κλειστο και εκανε και ζεστη χθες, εμφανιση 7 βαζω λογω του οτι τα τουμπανοβυζα με φτιαχνουν πολυ. (Αμφίθυμος κριτικός μπορντέλου εδώ).

  2. - ελα φλωρε μπαλαμουτιαζω την γιαγιακα τωρα που σε μιλω

- ελα ρε σπορε εφυγες νοκαουτ στα γρηγορα και συ
ασπρη πετσετουλα και λοκ φλωρακι και μετα θα κλαιγεσαι στα τουμπανοβυζα της μανας σου.
(βρις-οφ εδώ).

Ολτάιμ κλάσικ τουμπανοβύζοβα. (από Khan, 15/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην δεκαετία του '90 ήταν πολύ της μοδός η έκφραση πώρωση, για κάτι που ήταν κάτσε καλά, ούμπερ, έξτρα πρίμα γκουντ. Κυκλοφορούσε και διαφήμιση της Pepsi Cola με μότο καλά ε, πώρωση!

Τότε ο όρος οστεοπόρωση χρησιμοποιήθηκε ως υπερθετικός του πώρωση με την καλή έννοια, δηλαδή ότι κάτι είναι αφασία, νιρβάνα. Ασφαλώς η σχέση με την δόκιμη οστεοπόρωση είναι πολύ μακρινή και ζητώ συγγνώμη από τον γερμανό μεταφραστή για το σαχλεπίσαχλον της έκφρασης.

Καλά ε, πώρωση
τι πώρωση ρε τεράστιε, σκέτη οστεοπόρωση (Δες).

(από Khan, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Σχηματίζεται όπως το απαυτούλης (πρβλ. και απαυτούλα και απαυτώνω).

Δηλαδή: επειδή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε ένα πρόσωπο ή πράγμα, χρησιμοποιούμε μια δεικτική αντωνυμία, λ.χ. αυτός ή τέτοιος. Στη συνέχεια κοτσάρουμε και την πρόθεση από, που λειτουργεί όπως η Γενική Διαιρετική στα αρχαία. Δηλαδή εννοούμε ότι ο τέτοιος είναι ένας από ένα χαοτικό πλήθος ομοειδών τέτοιων. Οπότε αν εξαρχής είχαμε περιφρόνηση για τον τέτοιο, τώρα έχουμε ακόμη μεγαλύτερη, καθώς τον εντάσσουμε σε μια περιφρονητέα μη κατονομαστέα ομάδα. Αρκετές λέξεις μπορούν να σχηματιστούν έτσι, όντας στα όρια της καταχωρισιμότητας στα δόκιμα λεξικά, λ.χ. η λέξη αποδαύτος.

Επομένως, αποτέτοιος είναι:

  1. Ένα πρόσωπο ή πράγμα που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε, α) επειδή δεν το γνωρίζουμε καλά, β) επειδή το περιφρονούμε ως τιποτένιο (και ίσως γι' αυτό δεν θέλουμε να το γνωρίσουμε), γ) επειδή είναι δυσώνυμο και η κατονομασία του θα επέφερε γρουσουζιά, βλ. και ακατονόμαστος.

  2. Σχετικά με το πιο πάνω, αλλά ειδικότερα, είναι ο κώλος. Λ.χ. σε εκφράσεις, τον τρώει ο αποτέτοιος του, μου πιάσανε τον αποτέτοιο κ.τ.ό.

  3. Πιο σπάνια κάποιο άλλο όργανο γενετήσιας πράξης, λ.χ. το πέος ή το αιδοίο. Κυρίως σε περιπτώσεις λογοκρισίας, ενώ ο κώλος έχει καθιερωθεί να ονομάζεται αποτέτοιος και σε μη λογοκριμένα περιβάλλοντα.

Πάσα: Πέρκινς.

  1. Και πόσο θόρυβο κάνουν τα εξαεριστήρια αυτουνού του αποτέτοιου, του πωστονλέν, του Μότσαρτ ρε θείο; Εδώ

  2. Καποιος που με ρωτησε αν το παιδι ειναι απο εξωσωματικη και απαντησα θετικα,τον ετρωγε ο αποτετοιος του και ρωτησε <ποιος ειχε προβλημα;> Η απαντηση μου ηταν <εσυ που ρωτας>. (Εδώ).

  3. - τη δευτερη φορα δεν του σηκωνοταν απο το αγχος(ξανα ελεος)η κοπελα αρχισε να νιωθει ασχημα και οτι δεν του αρεσει...θελει να ξαναδοκιμασουν και πρεπει απο ο,τι φαινεται πρεπει να δρασει αυτη.ποια ειναι η καλυτερη σταση για πρωτη φορα;αν δεν μπαινει παλι τι μπορει να κανει;
    - ποιο δεν μπαίνει;
    - εσυ ποιο λες;το αποτετοιο του στο δικο της αποτετοιο
    (Κάπου στο Νέτι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεσήλικας ή υπερήλικας που το παίζει νεαρό τεκνό και τζόβενο σαν να ήταν στα ντουζένια του και την πέφτει σε πιτσιρίκες, ή έχει άλλες συνήθειες νεαρών, λ.χ. τραγουδάει στη γιουροβύζιον. Βλ. και πουρέιντζερ / πουρέιτζερ, πουρέιβερ, πουρόκερ κ.τ.ό.

Πάσα: Γκάτσμαν.

o danths ap thn alli vgike toso sigouros kai kala gia th prwtia me ta ksekola(den lew tou rouva forousan ligotera alla to proklitiko thewrw oti exei na kanei me to ti foras k oxi me to ti megethos exei)kai aftos san na thele na to paiksei palikaraki to gerontotekno.. (Εδώ).

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που καθιερώθηκε από τον προπονητή Νίκο Αλέφαντο, όπως και τα μάθε μπαλίτσα και τα πάντα όλα. Σημαίνει κάποιον που είναι καταπληκτικός, πάρα πολύ καλός, μεγαλειώδης, και άλλα υπερθετικά, όπως ούμπερ, έξτρα πρίμα γκουντ, κάτσε κάλλιστα, με λίγα λόγια υστερεί μόνο έναντι του Vankouf, του Chuck Norris και του Μάκη, ενώ παίζει μπάλα κάπου στο επίπεδο του Βέλτσου και του Τάκη Τσουκαλά.

Συνώνυμα: τιτανομέγιστος, γιγαντομέγιστος κ.τ.ό.

  1. O ΕΝΑΣ,Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ,Ο ΤΙΤΑΝΟΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΤΟΝΙΣ ΣΦΗΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ! (Εδώ).

  2. Ο τιτανοτεράστιος ηγέτης (κοινώς “κωλοτούμπας”) προτείνει κατάργηση συντάξεων (εδώ).

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λεγόμενη γλώσσα των νέων είναι οτιδήποτε αποτελεί υπερβολικά αργή διαδικασία, όπως η αδύνατη πλέον καριέρα για την γενιά των 700 Ευρώ.

Πηγή: Η ταινία Wasted Youth, που λέγεται ότι μας επιφυλάσσει φρέσκιες σλανγκιές.

- Πω ρε πούστη, καριέρα έγινε το Α10...

(σ.ς.: Το λεωφορείο που συνδέει το Μενίδι με το κέντρο της Αθήνας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και τα αποτέτοιος και απαυτούλης, δηλαδή κάποιος που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε από περιφρόνηση, ή ένα από τα αποκατινά, περισσότερο ο κώλος.

Σχηματίζεται από την πρόθεση από και την αντωνυμία δαύτος, βλ. λήμμα αποτέτοιος.

- Μας πήγε σε ένα δηθενάδικο και μας πιάσανε τον αποδαύτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συσχετισμός αφορά στα φύλλα της καρδιάς και στα φύλλα της αγκινάρας.

Πρόκειται για τον άνθρωπο που έχει ευαίσθητη στην αγάπη καρδιά, που είναι ευεπίφορος να ερωτευτεί. Χρησιμοποιείται, όμως, και κριτικά για κάποιον/αν που ερωτεύεται πολλούς/ές ταυτόχρονα και με ελαφρότητα.

Πάσα: Γκάτζμαν.

  1. Καρδιά αγκινάρα: Μέσες άκρες όλες έχουμε υπάρξει ερωτευμένες με δύο. Μπορεί με τον νυν και τον πρώην. Ή με τον νυν και τον επόμενο. Τι γίνεται όμως όταν είσαι ερωτευμένη με δύο νυν;

  2. Εγώ έχω καρδιά αγκινάρα. Αγαπώ Χέλλη, Ιανό, Μουραντίν, Μπίγκους,Σαλίβερο και κάποιους άλλους που δεν είναι στην ψηφοφορία. (τον Ισίλδουρα δηλαδή). (Εδώ).

  3. δεν καταλαβαίνω γιατί επικρατεί η άποψη ότι οι παπαρούνες είναι ρομαντικές, ενώ οι αγκινάρες όχι. Δε λέμε «αυτός έχει καρδιά αγκινάρα» και εννοούμε «αγαπάει όλο τον κόσμο»; :P (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published