Ως μια σημαντική υποπερίπτωση της «τελειότητας μιας κατάστασης», που αναφέρει ο άλλος ορισμός, τολμώ να είπω ότι, ως πιπίλα, χαρακτηρίζεται και το στοματικό σεξ. Συναφώς, στην σεξοσλάνγκ, χαρακτηρίζεται ως πιπίλα και ο πέοντας, που υποκαθιστά την δόκιμη πιπίλα, ή την θηλή (ας πούμε και καμιά γιαλομαλακία να περάσει η ώρα), όπως και ο πιπιλογαμούλης / πιπίλας γκέουλας που επιδίδεται στην εν λόγω πρακτική, φρανγκρεκιστί γνωστή ως σουσέλ.

Ευρύτερα στην σεξοσλάνγκ, πιπίλα είναι το οποιοδήποτε πιπίλισμα, οπότε μπορεί να λεχθεί και για άντρα που πιπιλίζει βυζιά, κλειτορίδες κ.ο.κ. Αφήνω σε ειδικότερους γιαλομολάγνους τον ψυχαναλυτικό συσχετισμό ανάμεσα στην πιπιλοκατάστα, που αναφέρει ο άλλος ορισμός, το στοματικό στάδιο ανάπτυξης κατά την ψυχανάλα, την καθήλωση σε αυτό, την επικοινωνία βρέφους και μητρικού μαστού ως απωλεσθέντα πιπιλοπαράδεισο κ.ο.κ.

Τώρα πού 'ρθαμε στην βίλα, έλα κάνε μου πιπίλα.
Αθάνατη γκουσγκουνοατάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με γιώτα, είναι το τριπάκι ή πακιτρί.

Κι είπα για χαρά σου στον Αντύπα,
κι άφησα ξωπίσω μου μια τρίπα,
που τραγουδούσε κι ο Σαββόπουλος.

Πήρα μια τρίπα κι είδα ότι πέθανα από πρέζα
(στίχος των Χατζηφραγκέτα)

Στην αρχή (από Khan, 12/10/10)ρημέικ του Αντύπα με "κι έγινα από τις μπίρες σκνίπα" (από Khan, 12/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα μεγάλη και βρώμικη ενός μπρουτάλ ωμοσέξουαλ (ίσως και χοντρού, ο οποίος όμως βλέπει τον πούτσο του!), με όλες τις δυνατές μεταφορές και μετωνυμίες.

Ο όρος έγινε δημοφιλής από τον ράπερ Μικρό Νjικόλα και τους στίχους: «τσίμπα το γουρουνοπούτσι του Νjικόλα του τρελού. Θέλεις το καυλjί του αλλουνού, δεν πειράζει, ίδιο είναι και αυτού» (βλ. το βιντεάκι).

Ανοίγονται, βέβαια, τα ερωτήματα πόσα εκατοστά μπορεί να είναι το γουρουνοπούτσι ενός ενδεκάχρονου, πόσο περήφανοι είναι οι γονjείς του μικρού Νjικόλα (αλλά και ο παπάς του άι Νjικόλα) για τον λεβέντη τους. Όλα τα λεφτά, ωστόσο, είναι ο προβληματισμός του άσματος για την φύση της επιθυμίας, που επιζητεί πάντα τον φαλλό του Άλλου, ενώ κατά βάση «ίδιος είναι και αυτού». Ο γούγλης δίνει λίγα χτυπήματα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία αναφερόμενα στον μικρό Νjικόλα, ενώ και όσα δεν αναφέρονται διατηρούν την έκφραση τσίμπα το γουρουνοπούτσι.

Έμμεση πάσα: Τζήζας.

τσιμπησαμε το γουρουνοπουτσι. Λογικό. Δεν έπαιξαν Σχορτσανίτης - Μπουρούσης. δε νομιζω να εκαναν τη διαφορα. Δε λέω ότι θα νικάγαμε αν έπαιζαν (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των λελέ / απολελέ και παλαίουρας > λαίουρας. Είναι, στην στρατιωτική ιδιόλεκτο, ο ακραίος λαίουρας που έχει ήδη ακούσει τα λελεδόνια να τιτιβίζουν. Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα, απολύεται ο παλιός και θα χέζει καθιστός. Ευρύτερα, λέλουρας, είναι ο παλιός που είναι αλλιώς, μα πολύ παλιός όμως, πιο παλιός πεθαίνει.

Πάσα: Knasos.

  1. Κοφεε οφ δε λελουρας (εδώ).

  2. Σιγά μην το παίζω και λέλουρας μωρή (εδώ).

  3. Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα. Λέει ο λέλουρας που καταλαβαίνει πότε πρέπει να καταχωρίσει τι στο slang.gr
    (η κατακαυλείδα του ομώνυμου λήμματος).

(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Στο θεατρικό έργο που λέγεται ελληνικός στρατός, κομπάρσος είναι ο φαντάρος, σε αντιδιαστολή προς τους μονιμάδες, δες.

  1. Αυτή τη στιγμή κάνουν σκοπέτο πέντε έξι χεπχοπάδες και καμιά εικοσαριά κομπάρσοι.

  2. - Τελικά θα καταργηθεί η θητεία;
    - Τι λε ρε; Γίνεται έργο χωρίς κομπάρσους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Αεροπορία λέγεται το μέρος όπου φυλάσσονται τα σκυλιά για ορισμένες ειδικού τύπου σκοπιές και περιπολίες, που τις διεξάγουν οι σκυλάδες με συμμετοχή των (δόκιμων) σκυλιών αυτών. Προφ πρόκειται για στρατιωτικό λολοπαίγνιο με το γαβγάδικο.

Νύχτωσε. Ώρα να πάμε στο σκυλάδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική κωδικοποίηση των γευμάτωνε (βλ. σάκης ρουβάς) είναι τα μακαρόνια κατ' αντιστοιχία προς τον κινέζο, που είναι το ρύζι.

- Φτου γαμώ το λελεδόνι μου, πάλι ιταλό με πούστη έχουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην σλανγκ του στρατού είναι ο σμηνίτης της Αεροπορίας που υπηρετεί στην ΜΑΦ (Μοίρα Άμυνας Φρούρησης). Συχνά ήταν καλή περίπτωση να υπηρετείς στην ΜΑΦ κι όχι αλλού (δες παράδειγμα), γι' αυτό και ο υπηρετών θεωρείτο ότι ήταν μαφιόζος που το είχε πετύχει με αδιαφανείς διαδικασίες.

Δύο ήταν οι ΙΕΡΟΤΕΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ 24ΩΡΟ (αν ήσουν μέσα με υπηρεσία) ενός «Μαφίοζου», οι εξής:

  1. Η στιγμή που την άραζες στην ΟΜ.Α.Ε. για να απολαύσεις την σπέσιαλ εκλεκτή μπριζόλα ΣΤΡΟΦΙΛΙΑ (με τις απαιτούμενες μπύρες και τα παρελκόμενα... [...]
  2. Όταν ο «ΑΝΤ1» έδειχνε την φοβερή υπερ-παραγωγή «ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ»! Φαντάσου....Καλοκαίρι, έξω να καίγεται ο τόπος αλλά μέσα να είναι ΟΛΑ ανοιχτά: χιτώνια, παντελόνια, παράθυρα, πόρτες, φοριαμοί κλπ, να είμαι αραχτός στα καναπεδάκια, να μασουλάμε και την τελευταία μπουκιά από τις μπριζόλες και να «ξεπλένουμε» τον ουρανίσκο μας με γενναίες γουλιές από μπύρες, κοκα-κόλες κλπ κλπ...
    Για αυτή την τόσο ΙΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ, έχουν ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΙ ή ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΕΙ ΚΑΘΟΛΟΥ μεσημεριανά «προσκλητήρια φρουράς» αφού τις περισσότερες φορές και ο ΑΚΕΦ ήταν στην ΟΜ.Α.Ε. μαζί μας.....Όπως λέει και η γνωστή διαφήμιση πιστωτικής κάρτας: «Ανεκτίμητη Στιγμή»..!
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Στην στρατιωτική αργκό, είναι το βαρύ κράνος παλαιάς κοπής.

- Καλά, θα κάνουμε πορεία με χέβι μέταλ; - Έεεετσετσέτσι!, θα πήξει η μούνα σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ΕΠαγγελματίας ΟΠλίτης σλανγκίζεται επίσης ως:

ΕΠικελευστής Όταν Πεθάνεις

και

Έφαγα Πόρτα Όπου Πήγα.

Με λίγα λόγια το δράμα του μια ζωή και σήμερα που δεν είχε καμία εναλλακτική επιλογή προτού καταλήξει σε ένα μονότονο επάγγελμα χωρίς μέλλον και σταδιοδρομία. Για να δούμε πάντως το ποτήρι μισογεμάτο, δεν έγινε ούτε πουτάνα στην Κίνα, όπως θα γίνουμε οι υπόλοιποι από εμάς όταν μεγαλώσουμε, ούτε πήγε μετανάστης στην Ανταρκτική. Εξάλλου αυτά έχει η καλλιτεχνική ζωή.

- Τι του δίνεις σημασία μωρέ του Έφαγα Πόρτα Όπου Πήγα, του ΕΠικελευστής Όταν Πεθάνεις;

(παρηγοριά σε κωλοφάνταρο που του την είπε χεπχοπάς)

Μυδασίστ: ΜΧΣ. (από Khan, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published