Αυτοαναφορικώς, αυτός που τρώει το δεν μπογώ να βάλω πάνω από τγία, δηλονότι επειδή ο λοχαγός είναι ο αξιωματικός με τρία άστρα. Είναι ευφημισμός για να χρυσωθεί το χάπι της ιασονιάς, από χαιρέκακους Σλάνγκους.

Αντώνυμα: αστεράτος, στρατηγέ μου.

Πηγή: allivegp.

Χαιρέκακος Σλάνγκος: Ωραίο το λημματάκι λοχαγέ μου! Δεν σε χάλασε η προαγωγούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρεζάκι, ο πρεζάκιας στα ποδανά.

Εγώ θαυμάζω τον Μαραντόνα σαν παίκτη. Επίσης ο Ντιέγκο μπορεί να ήταν ζακιπρέ αλλά και ο Πελέ μια ζωή ρουφιάνος του συστήματος, τσάτσος των πολυεθνικών και της ΦΙΦΑ ήταν. Όπου αμερικανιά από πίσω ήταν οπότε καλά του τα χώνει ο Ντιέγκο!!!

Από φόρουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ακόμη πιο κουλέζικη λέξη για να περιγράψει τον φλώρο ή φλωρούμπα, την φλωρεντία (ενδεχομένως και περιπτωσιοποιήσεις του, όπως ο ιστιοφλώρος και ο κουκουλοφλώρος). Λόγω θηλυκού γένους και σχέσης με ζαχαροπλαστική, τείνει να περιγράψει και φλώρους που την μαρμελαδώνουνε την ζύμη.

Πώς έφτασε η πάστα φλόρα να σημαίνει τον φλωρούμπα;

Ως προς την ετυμολογία της πάστα-φλόρας, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ετυμολογιών. Σύμφωνα με την πρώτη, πρόκειται για την πάστα, που έφτιαξε κάποια Φλώρα. Σύμφωνα με την δεύτερη, πάστα φλόρα στην πραγματικότητα είναι η pasta frolla, που σημαίνει shortcrust pastry ή ζύμη ζαχαροπλαστικής ή έστω ζύμη για τάρτες. Κατά το Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής:

«Η πάστα φλόρα είναι γλύκισμα που παρασκευάζεται με ζύμη ζαχαροπλαστικής, η οποία στρώνεται σε ταψί, καλύπτεται με ένα στρώμα μαρμελάδας και διακοσμείται με λεπτές λωρίδες από την ίδια ζύμη, που τοποθετούνται σταυρωτά έτσι ώστε να σχηματίζουν ρόμβους. [ιταλ. pasta frolla με μετάθ. του [r]].» (Δες το www.lexilogia.gr για την σχετική συζήτηση.)

Δεν έχει σχέση, λοιπόν, με λουλούδια στα λατινικά (προς μεγάλη μου απογοήτευση), ούτε με το πουλί φλώρος και ωσεκτουτού δεν υπάρχει κανένας λόγος να γράφεται με ωμέγα, αν δεν λανθάνει κάποιο ιδιοφυές σλανγκικό λογοπαίγνιο για τους φλώρους (όπως εδώ). Υπάρχει πάντως τουλάστιχον ένα βλόγιοναφιερωμένο στην πάρτη της.

Μια εναλλακτική άποψη έχει η Φρικούλα, που θεωρεί ότι η πάστα φλώρα προέρχεται από το μάστα φλώρα, και σημαίνει τον Μέγα Μάγιστρο του φλωροσιναφιού.

Θα προσθέταμε ότι παραπέμπει πιθανόν σε φλώρο που αποτελεί παστάκι για μεγαλύτερους σύντεκνους.

Τέλος, η έκφραση έχει μείνει περίφημη από τον ρόλο που έπαιξε η Μαίρη Αρώνη στο Μια Τρελή Οικογένεια, οπότε μπορεί να περιγράψει την γυναίκα που της μοιάζει έχοντας τουπέ, όντας κυριολεκτικά μεγαλωμένη με γαλλικά και πιάνο, αλλά παραμένοντας Ελλεεινίδα θείτσα. Ή έναν αντίστοιχο πάστα φλώρο, αν μπορούμε να φανταστούμε έναν φλώρο- θείτσο.

Ασίστ: Σχόλιο του the tongue στο λήμμα φλώρος / φλωρούμπας.

Επειδή το μυαλό των φλώρων παρομοιάζεται συχνά με ένα άδειο βαρέλι, γεμάτο με πάστα, οι φλώρο-μάστερς αυτο(;)αποκαλούνται «πάστερς». Ο ανώτατος πάστερ-φλώρος χρίζεται «πάστα 'da masta' φλώρα» από την Μετωπική Ένωση Φλώρων.

Από την Φρικηπαίδεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ακόμη πιο κουλέζικη λέξη για τον φλώρο ή φλωρούμπα. Λόγω και του θηλυκού γένους, αλλά και της εσάνς που έχει η Φλωρεντία σαν πόλη των τεχνών, της ομορφιάς, της Αναγέννησης κ.τ.λ. ο όρος έχει μια λίγο πιο γκέι χροιά από τον απλό φλώρο. Γιατί εννοείται βέβαια ότι το κουλέζικο λογοπαίγνιο αφορά στην Φλωρεντία (Firenze), την σπουδαία πόλη της Τοσκάνης, που άκμασε κατά την Αναγέννηση, και είναι φημισμένη για την ομορφιά της. Εξάλλου, πολλοί από τους Φλωρεντίνους γκεϊλλιτέχνες, την ανακαλύπτανε την φωτοσκίαση, όπως μπορεί να βεβαιώσει και ο τεχνοκριτικός του σάιτ μας JohnBlack.

Όμως, παραμένει αμφίβολη η ετυμολογική σχέση, και εδώ το ζήτημα της ετυμολογίας του φλώρου είναι ανοιχτό. Γιατί, σύμφωνα με τον Μπάμπη:

Φλωρεντία < λατινικό Florentia < florens = ανθισμένος < florere < flos- floris = άνθος
(ενώ Firenze < Fiorenza < Florentia).

Όμως:

φλώρος < αρχαίο χλωρίων (κατά παρετυμολογία από το φλουρί) < χλωρός.

Όπου ο φλώρος θεωρείται ότι προέρχεται από το ομώνυμο ωδικό πτηνό με μελωδικό κελάηδημα, λαμπερό ελαιοπράσινο φτέρωμα, μεγάλες κίτρινες κηλίδες στις φτερούγες και την ουρά και υπόλευκο άνθος.

Είναι όμως όντως έτσι; Εγώ νόμιζα πάντα ότι φλώρος= ο λουλουδάτος.

Και β) πώς ορίζουμε τον φλώρο; Μήπως ήρθε η ώρα για μια αποδόμηση της παραδοσιακής έννοιας του φλώρου, αντίστοιχη με αυτή που έγινε για το φρικιό; Μήπως κατορθώσει κι ο Άλλος να ξαναμπεί στην κούρσα για το Non-Kavli Anti-Prize;

Πηγή: Σχόλιο του the tongue στο λήμμα φλώρος / φλωρούμπας.

- Φλωρίζει λίγο ο Πέρι, ή μου φαίνεται;
- Ποια λες, την φλωρεντία; Μα δεν το βλέπεις ότι ο τύπος την απεικονίζει την προοπτική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης αυτός που την πέφτει ασυστόλως σε γυναίκες, μέχρι και σε θηλυκές γάτες, που λέει η έκφραση, ή και σε γκέι ερωμένους.

Μεγεθυντικό: πέφτουλας.
Αντώνυμο: πεφτοχαλάστρας.

Μεγάλος πέφτης ο Νώντας, τι λέω, τι πέφτης, πέφτουλας και βάλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα στην διάλεκτο των θαμώνων κωλόμπαρων - στρηπκλάμπ και κυρίως (σεξουλιάρικων) μασατζίδικων.

Το χαρακτηριστικό της έκφρασης είναι ότι λαμβάνει ως μονάδα μέτρησης του σεξ το φραπέ. Ευλόγως, αφού πρόκειται για την ανώτατη σεξουαλική δραστηριότητα, που συνηθίζεται στα μέρη αυτά, μάλιστα εν μέσω επίσημης φραπεαπαγόρευσης. Όμως αν ο φραπενές είναι εξαιρετικά παρακμιακός, ή κυρίως το κωλόμπαρο, ή ακόμη περισσότερο το μασατζίδικο, μπορεί να παίξει και η ενισχυμένη έκδοση φραπέ με το καλαμάκι, ως το κερασάκι στην τούρτα.

Το να ορίζεται βέβαια η ύψιστη μορφή ηδονjής, που είναι η πίπα, από την πλέον ξευτιλjισμένη, που είναι το φραπέ, είναι αρκετά ανορθόδοξο. Και δικαίως θα επέσυρε την αιώνια χλεύη από τους μπουρδελιάρηδες, φυλή συγγενική με τους κωλομπαρόβιους και τους μασατζιδόβιους, αλλά τελούσα εν εμφυλίω μαζί τους. Για τους τελευταίους, το φραπέ είναι κάτι σαν την μπουγάτσα στα ανέκδοτα των Αθηνέζων για τους Θεσσαλονικείς. Όλα ορίζονται με αυτό ως μέτρο σύγκρισης. Η μη μου άπτου εμπλοκή χαρακτηρίζεται στερητικά ως αφραπάζ. Ενώ αντιστοίχως σχηματίζονται τα ποδοφραπέ και βυζοφραπέ. Μήπως και το γαμήσι θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως φραπέ με μουνί, ή το οθωμανικό ως φραπέ με κώλο; Πάντως, η πίπα, που μπορεί να παίξει στις καλύτερες των περιπτώσεων, ιδίως σε μασατζίδικα, ορίζεται σαφώς ως ένα ενισχυμένο στοματικό ας πούμε φραπέ.

Πηγή: Σχόλιο Επισκέπτη pourager στο λήμμα φραπεδιά.

Disclaimer: Είναι απίθανο τι μαθαίνει κανείς στα φόρα του Διαδικτύου και από γνωστούς πριν μεταναστεύσουν στην Αυστραλία...

- Φραπέ με καλαμάκι και μπριζόλα στο μασατζίδικο x! (από παλιό φόρουμ του bourdela.com)

Σερβιτόρα Στάρμπακς: - Ορίστε το φραπέ σας!
Παρέα σαχλών Σλάνγκων: - Το καλαμάκι ξεχάσατε, αχαχαχχα χα χα, σε καλό μας πάλι...

Ο αστακός πολεμά με τον παλαιό κάβουρα μέσα μου... (από Khan, 05/08/09)(από Khan, 28/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει άνθρωπο σε κατάσταση Βέγγος, ο οποίος τρέχει και πραγματοποιεί συνεχόμενες μανούβρες, κυριολεκτικά ή μη. Για κάποιον που είναι πανικοβλημένος ή πανικοβλαμμένος, πιθανόν λόγω βιοπορισμού και βιοπάλης εν μέσω οικονομικής στύσης, και προσπαθεί να τα κάνει όλα μαζί.

Επίσης, γενικά όταν αποφεύγουμε πολλά εμπόδια στην σειρά με σχετική επιτυχία.

Πηγή: Ιωνάς.

- Πώς πάει ο Αρίστος με τα πέντε παιδιά του;

- Σλαλομάρει σαν τον Βέγγο ο καψερός.

Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης (από Khan, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπέρ του δέοντος απαλή πεολειχία. Αν σχηματιστεί κατά την αεροκιθάρα, θα ειπωθεί αεροκλαρίνο.

Σύγκρινε: αερογάμης, γαμήσι του αέρος.

Η πίπα της ήταν αυτό που λέμε αερόπιπα, δηλαδή ο θεός να την κάνει πίπα αφού η απόσταση 5 εκατοστών από τα χείλη δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ως πίπας. (Από το φόρουμ του παλιού bourdela.com).

Από το 6.50 αρχίζει η σκηνή που στην ταινία εκτυλίσσεται στην αερόπιπα που λεει ο Βράστα, δυστυχώς όχι εδώ (από Khan, 18/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, ως κρυφή μπορεί να νοηθεί η κρυφή πορδή, γνωστή και ως υπόκωφος η αναισθησιογόνος. Πρόκειται για την πλέον ύπουλη πορδή, αφού δεν κάνει ήχο, αλλά τα αποτελέσματά της είναι ακόμη περισσότερο ολέθρια!

Πηγή (του σημαίνοντος, όχι του αντικειμένου αναφοράς): Vrastaman.

Παραμένει το ίδιο:

- Αχ αυτές τις κρυφές να φοβάσαι, αγάπη μου, αυτές τις κρυφές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, κατά χωριάτικη αργκό. Το παραδίδει ο Φίλιππος Βλάχος στα «Χωριάτικα Βρωμόλογα», 1986. Δες και σ' αυτό το βλόγιον.

Πηγή: Vrastaman.

- Παγώνα μ', θήλου κιοκιό!
- Τού πιασα του υπονοούμενου, Μήτσου μ'!

Πέτρος ο Ερημίτης. Οι φίλοι του τον αποκαλούσαν Κιοκιό. (από Khan, 02/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified