Πέρα από την κυρίως σημασία του, δηλαδή αυτός που είναι κομμάτια, κομματιανός κ.τ.ό. (βλ. συμπληρωματικό ορισμό μας) στο ιδίωμα του μποντιμπίλντινγκ σημαίνει και τον σβάρτσο που έχει τέτοια γράμμωση, ώστε να είναι φέτες, σφαγμένος κιέτς, οπότε είναι τρόπον τινά σαν το σώμα του να έχει διαιρεθεί σε διακριτά κομμάτια, σαν να τον έχουνε κομματιάσει δηλαδή, σφάξει, κόψει φέτες κ.τ.ό. Θυμίζω ότι ειδικά το ούτως κομμάτια εξαπάκετο έχει λάβει διάφορες ποιητικές ονομασίες, όπως μπακλαβάς, μυγοσκοτώστρα κ.ά., που ακριβώς έχουν ως σκοπό να υποδείξουν ότι οι μύες έχουν σχηματίσει ευδιάκριτα κομματιασμένα κουτάκια στην κοιλιά του.

Εξάλλου το κομμάτια είναι γενικότερα δηλωτικό μεγέθυνσης και έντασης, λ.χ. το βλέπουμε και στην Auto/Moto σλανγκ σε εκφράσεις όπως πηγαίνω κομμάτια, μπήκα κομμάτια και βγήκα τρίμματα. Παρομοίως και το φιτίλιας παίζει και στη μποντι-μπίλντινγκ σλανγκ και στην άουτο σλανγκ και είναι, βτς, η πιο κοντινή απόδοση στα ελληνικά του αγγλικάνικου roid rage που σημαίνει τον σβαρτσονταή που από την υπερβολική χρήση στεροειδών έχει ένα θεματάκι με το να ελέγχει τα νεύρα του.

Τώρα που είναι στον όγκο έχει θολώσει λίγο, αλλά το καλοκαιράκι θα είναι κομμάτιας, σταντέ.

Κομμάτιας ο Helmut Strebl! (από Khan, 27/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τρώει κώλους με τη μεταφορική σημασία του τρώω, ήτοι γαμεί. Ο κολομπαράς δηλαδή, ή ο κωλάκιας. (Θα μπορούσε θεωρητικά να έχει και την πιο κυριολεκτική σημασία του επιδιδόμενου σε πρωκτολειχία, αλλά δεν το έχω συναντήσει). Το βρίσκουμε σήμερα με αυτή τη σημασία του κολομπαρά ως τοπικό ιδιωματισμό στον κάμπο της Θεσσαλίας.

Το ενδιαφέρον της σλανγκιάς έγκειται, όμως, κυρίως στο ότι υπάρχει από τον καιρό της εθνικής παλιγγενεσίας και επανάστασης του 1821! Την διασώζει ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούληςστα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ελλήνων 1821 -1833» ότι υπήρχε ως παρατσούκλι στη Ρούμελη, όπως διαπιστώνεται σε σχετικούς καταλόγους στρατεύσιμων (χιλιαρχίες) το 1826. Ο Κασομούλης προβαίνει σε μια διάκριση μεταξύ Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, παρατηρώντας ότι μόνο στη Ρούμελη υπήρχε αυτή η συνήθεια να δίνονται χυδαία παρατσούκλια σεξουαλικής υφής και να τα φέρουν κιόλας οι ούτως επονομαζόμενοι αγογγύστως, ενώ αντιθέτως οι Μοραϊτες ήταν υπερβολικά περήφανοι για να δεχτούν κάτι τέτοιο. Δέον, λοιπόν, να προστεθεί και το μουνοφάγος μαζί με τα υπόλοιπα που διασώζει ο Κασομούλης στις σλανγκιές του 1821.

  1. Οἱ στρατιωτικοὶ κατάλογοι συνταχθέντες εἰς Δαμαλᾶν παρεδόθησαν μὲ ὀνόματα καὶ παρώνυμα τὰ ὁποῖα ἔφερεν ὁ καθείς, χωρὶς νὰ φέρουν τὰ πραγματικὰ πατρωνυμικά. Πολλοὶ ἐκ τῶν στρατιωτών εἶχον παρώνυμα ἐφηρμοσμένα εἰς αὐτοὺς σατυρικῶς δοθέντα λοιπὸν ἀπὸ αισχρολόγους. Ἄλλος π.χ. ἐλέγετο Γεώργιος Διπλοπούτζης, ἄλλος Διαρχίδης, ἄλλος Κωλοφάγος, ἄλλος Μουνοφάγος, ἄλλος Μαυραγκαθιᾶς, ἄλλος Τραγατζίκης κ.τ.λ. Ὁ κυβερνήτης, λοιπόν, ἐζήτησε τὰ ὀνὀματα τῶν πατέρων καὶ ὄχι τὰ παρώνυμα καὶ ἔγιναν ούτως οἱ κατάλογοι. Εἶναι πραγματικὰ απερίγραπτος ὁ πλοῦτος τῶν σατυρικῶν παρωνύμων (παρατσουκλιῶν) ποὺ στολίζει τὰ μητρῶα ἀρρένων καὶ τοὺς ἐκλογικοὺς καταλόγους τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρούμελης καὶ θαυμαστὴ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀνέχονταν τοὺς τόσο προσβλητικούς αὐτοὺς χαρακτηρισμούς ἀχώριστους ἀπὸ τὸ πρόσωπόν τους. Ἀντίθετα ὁ Μοραίτης, πολὺ καμαρωμένος στὴν προσωπική του παράσταση, δὲν ἀνέχεται προσωπικὰ παρατσούκλια. Οἱ ἐκλογικοὶ κατάλογοι τοῦ Μοριᾶ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀβλαβή, ἀλλὰ λαογραφικὰ ἐνδιαφέρουσα «ντροπή». Ἡ διαφορὰ δείχνει τὸν χαρακτήρα τῶν δυὸ λαῶν. Ὅσο γιὰ τὰ λήγοντα εἰς -φάγος, ὑπάρχει καὶ τὸ ὄνομα «Κονοφάος» (Εἰκονοφάγος), λείψανο ἴσως ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια τῶν Εἰκονοκλαστῶν. Τραγατζίκης, ἀπὸ τὸ ταγάρι (τάργα), ταργαζίκι. Μαυραγκαθιᾶς ὁ πολὺ δασωμένος στὰ απόκρυφα μέλη. (Νικολάου Κ. Κασομούλη, Αγωνιστού του Εικοσιένα, Μακεδόνος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, Τόμος Γ', σ. 86 στην έκδοση του 1942 από τις εκδ. Πελεκάνος).

2. exo ego enan fragkato apo mozambiki...megalo paketo! alla mayros katrami kai kolofagos! ti les egkrineis; (Οπαδοί από Βόλο).

Ο αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κασομούλης, που διασώζει τη σλανγκιά. (από Khan, 24/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τρώει μουνιά με τη μεταφορική σημασία του τρώω, ήτοι αυτήν της συνουσίας. Με μια πιο κυριολεκτική σημασία θα μπορούσε να σημαίνει και τον επιδιδόμενο σε αιδοιολειχία, αν και δεν βρίσκω αυτή τη σημασία μεταξύ των λίγων αποτελεσμάτων που δίνει ο γούγλης.

Το ενδιαφέρον της σλανγκιάς έγκειται κυρίως στο ότι υπάρχει από τον καιρό της εθνικής παλιγγενεσίας και επανάστασης του 1821! Την διασώζει ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ελλήνων 1821 -1833» ότι υπήρχε ως παρατσούκλι στη Ρούμελη, όπως διαπιστώνεται σε σχετικούς καταλόγους στρατεύσιμων (χιλιαρχίες) το 1826. Ο Κασομούλης προβαίνει σε μια διάκριση μεταξύ Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, παρατηρώντας ότι μόνο στη Ρούμελη υπήρχε αυτή η συνήθεια να δίνονται χυδαία παρατσούκλια σεξουαλικής υφής και να τα φέρουν κιόλας οι ούτως επονομαζόμενοι αγογγύστως, ενώ αντιθέτως οι Μοραϊτες ήταν υπερβολικά περήφανοι για να δεχτούν κάτι τέτοιο. (Η χαρακτηριολογική διαφορά Ρουμελιωτών και Μοραϊτών είναι, ως γνωστόν, από τα κύρια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής, καθώς επηρέασε τον αγώνα). Δέον, λοιπόν, να προστεθεί και το μουνοφάγος μαζί με τα υπόλοιπα που διασώζει ο Κασομούλης στις σλανγκιές του 1821.

  1. Οἱ στρατιωτικοὶ κατάλογοι συνταχθέντες εἰς Δαμαλᾶν παρεδόθησαν μὲ ὀνόματα καὶ παρώνυμα τὰ ὁποῖα ἔφερεν ὁ καθείς, χωρὶς νὰ φέρουν τὰ πραγματικὰ πατρωνυμικά. Πολλοὶ ἐκ τῶν στρατιωτών εἶχον παρώνυμα ἐφηρμοσμένα εἰς αὐτοὺς σατυρικῶς δοθέντα λοιπὸν ἀπὸ αισχρολόγους. Ἄλλος π.χ. ἐλέγετο Γεώργιος Διπλοπούτζης, ἄλλος Διαρχίδης, ἄλλος Κωλοφάγος, ἄλλος Μουνοφάγος, ἄλλος Μαυραγκαθιᾶς, ἄλλος Τραγατζίκης κ.τ.λ. Ὁ κυβερνήτης, λοιπόν, ἐζήτησε τὰ ὀνὀματα τῶν πατέρων καὶ ὄχι τὰ παρώνυμα καὶ ἔγιναν ούτως οἱ κατάλογοι. Εἶναι πραγματικὰ απερίγραπτος ὁ πλοῦτος τῶν σατυρικῶν παρωνύμων (παρατσουκλιῶν) ποὺ στολίζει τὰ μητρῶα ἀρρένων καὶ τοὺς ἐκλογικοὺς καταλόγους τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρούμελης καὶ θαυμαστὴ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀνέχονταν τοὺς τόσο προσβλητικούς αὐτοὺς χαρακτηρισμούς ἀχώριστους ἀπὸ τὸ πρόσωπόν τους. Ἀντίθετα ὁ Μοραίτης, πολὺ καμαρωμένος στὴν προσωπική του παράσταση, δὲν ἀνέχεται προσωπικὰ παρατσούκλια. Οἱ ἐκλογικοὶ κατάλογοι τοῦ Μοριᾶ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀβλαβή, ἀλλὰ λαογραφικὰ ἐνδιαφέρουσα «ντροπή». Ἡ διαφορὰ δείχνει τὸν χαρακτήρα τῶν δυὸ λαῶν. Ὅσο γιὰ τὰ λήγοντα εἰς -φάγος, ὑπάρχει καὶ τὸ ὄνομα «Κονοφάος» (Εἰκονοφάγος), λείψανο ἴσως ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια τῶν Εἰκονοκλαστῶν. Τραγατζίκης, ἀπὸ τὸ ταγάρι (τάργα), ταργαζίκι. Μαυραγκαθιᾶς ὁ πολὺ δασωμένος στὰ απόκρυφα μέλη. (Νικολάου Κ. Κασομούλη, Αγωνιστού του Εικοσιένα, Μακεδόνος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων, Τόμος Γ', σ. 86 στην έκδοση του 1942 από τις εκδ. Πελεκάνος).

  2. -τραβα γαμησου μαλακιστηρι και βουλωστο
    - τι μουνοφαγος εισαι μωρε δυστυχισμενε; αφου εχεις να ακουμπησεις γυναικα απο τοτε που σε βαφτισαν χαχαχα
    - Δεν ακουμπαω οποια κι οποια ρε λιγουρη!!!!!! Την υπογραφη μας και το καυλι μας δεν το βαζουμε οπου κι οπου ειπαμε (Από βρις-οφ σε μπουρδελοσάη).

  3. Καλείται λοιπόν όποιος φασιστοκαβλωμένος ψωλοναζιστής μουνοφάγος Έλληνας Εθνικιστής παρακολουθεί και ψάχνεται να πάει. (Από εχθροπαθές εθνικιστικό ποστ που καλύτερα να μη λινκάρω).

  4. - Εμπρός σύντροφοι μουνόδουλοι στο δρόμο που χάραξε ο Σαρκοζύ!
    - Διαφωνώ, όποιος βάζει το πεός του εκεί που το έβαζε ο μιγκ τζάγκερ για μένα ειναι ήρωας, απλά ήρωας.... - Το μουνόδουλος άλλη έννοια έχει. Ο Τζάγκερ ήταν μουνοφάγος. (Διευκρινίσεις σε φοράδα).

Ο αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κασομούλης, που διασώζει τη σλανγκιά. (από Khan, 24/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε προέκταση του γλαφυρότατου ορισμού του Δον Μήτσου, επισημαίνω ότι χρησιμοποιείται και στο ιδίωμα των νταλικέρηδων για να δηλωθεί μία μικρή απόσταση, ένα μικρό σύντομο δρομολόγιο, κατά αναλογία προς τον πολυτραγουδισμένο πορθμό μεταξύ κώλου και μουνιού που ως γνωστόν έχει μήκος δύο δάχτυλα και κάτι.

Κώλο-μουνί το δρομολόγιο σήμερα. Δεν θα αργήσει να γυρίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης: παντιλικώνω, μπαντιλικιάζω, παντιλικιάζω.

Σημαίνει ότι οδηγώ το όχημα με τέτοιο τρόπο ώστε να πηγαίνει στις στροφές με τις μπάντες, δηλαδή με πλαγιολίσθηση. Για να ελέγχεται το όχημα ο οδηγός πρέπει να κάνει το κατάλληλο παιχνίδι με το γκάζι, τα φρένα και το τιμόνι. Λέγεται και για μηχανές. Το συνηθίζουν ραλίστες, αλλά και κάγκουρες.

Επίσης, συνηθίζεται και στο τρίτο πρόσωπο μπαντιλικώνει κ.τ.ό., για να δηλωθεί ότι το όχημα μπαντιλικώνει.

Πάσα (Δ.Π.): Πονηρόσκυλο.

1. Όποιος έχει οδηγήσει οποιοδήποτε Opel/Saab με κινητήρα πάνω από 200 άλογα ξέρει τι θα πει torque steer. Είναι το ψάρεμα που κάνουν οι εμπρός (κινητήριοι) τροχοί που λόγω του άνισου μεγέθους των ημιαξονίουν μεταφέρουν στο απότομα πάτημα του γκαζιού άνισα τη ροπή δεξιά-αριστερά. Το τιμόνι τραβάει απότομα από τη μία πλευρά (την αριστερή συνήθως) και αν δεν προσέξεις στο προσπέρασμα σκας στον απέναντι. Απαράδεκτο. Όχι όμως και αν το αυτοκίνητο είναι πισωκίνητο. Γιατί τότε έχει «γλέντι», «μπαντιλικώνει», ελαφραίνει απότομα και αρχίζει το ψαλίδισμα της ουράς. Πολύς ο χαβαλές, αλλά είναι ακόμη πιο πιθανό τα γυρίσει και να σκάσει στον απέναντι. Έχει όμως φάση ε;

2. Δεν το λαμπαδιάζω απλά όταν ανέβαινα πάνω Κοζάνη από Αθήνα τότε επειδή το πήγαινα τέρμα συνέχεια 160 - 220 , στο ΣΕΑ Αλμυρού μου τα ξέρασε. Πιο πολύ μπαντιλικώνω, δηλαδή τρελαίνομαι να το διπλώνω συνέχεια (μόλις ζεσταθεί), αλλά τώρα τα έκοψα αυτά μέχρι να δω τι παίζει.

3. Ημουν με 80χλμ και ο τυπος με περασε και συνεχιζε να μπαντιλικωνει μπροστα μου για μεγαλη αποσταση.

4. Οταν ομως ειμαι με το 200αρι αλλαζουν τα πραγματα. Εξακολουθω να μην κανω κοντρες κλπ αλλα εχω αλλο κακο.Driftαρω οπουδηποτε. Εστω και σε ελαχιστο χωρο μεσα σε στενο η και σε λεωφορο αν δεν εχω αμαξια γυρω μου.Εκμεταλλευομαι και την παραμικρη στροφη ενω το παντιλικωνω και σε ευθειες.Ξερω οτι ειναι μεγαλη βλακεια και οι περισσοτεροι οδηγοι τρομαζουν και κανουν στην ακρη,αλλα δε μπορω να το ελεγξω.Κοροιδευω τον εαυτο μου οτι με προκαλει το αμαξι...

(από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως χαρακτηρισμός ανθρώπου μπορεί να σημάνει μια πληθώρα διαφορετικών πραγμάτων που έχουν να κάνουν με το ότι κάποιος είναι στην τσίτα, σε υπερδιέγερση και έτοιμος να εκραγεί. Λ.χ. μπορεί να σημαίνει έναν μποντιμπιλντερά που είναι φέτες, σφαγμένος κιετς. Μπορεί να σημαίνει κάποιον που είναι σε φοβερή υπερδιέγερση σαν να έχει πιει ένα σωρό Red Bull. Κάποιον που είναι έτοιμος να εκραγεί από οργή ή είναι μονίμως νταής και μπουλίζει ψάχνοντας αφορμή για καυγά. Επίσης, κάποιον που αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα στην οδήγηση κ.ο.κ.

  1. Γελάω όσο σκέφτομαι ότι έχουμε αναγορεύσει τον Βαρουφάκη σε μποντιμπιλντερά, απλώς επειδή πετάνε δυο φλέβες στα μηνίγγια του (τι σου κάνουν οι φλέβες τελικά). Όποιος επιμένει να θεωρεί τον υπουργό μας ως πρότυπο φίτνες ας συγκρίνει μια φωτογραφία του από το Παρί Ματς με τούτον δω την παλιοσειρά (πενηντάρης) τον Helmut Strebl, τον πιο φιτίλια ίσως άνθρωπο του πλανήτη. (Από το Φέισμπουκ).

2. Παντως κρισπ εισαι φιτιλιας.

3. Δεν υπάρχει άνθρωπος που θα με κάνει να απολογηθώ για τις ώρες που δουλεύω, το πότε θα ξεκουράζομαι, είμαι λίγο φιτίλιας τελικά.

O Helmut Strebl (από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «μεγάλος κίναιδος, ο ανεπιφύλακτος ομοφυλόφιλος» κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Τα Καλιαρντά, 1971), εν ολίγοις η ζουγκλαία λουμπίνα.

Σας αβέλω λατσαβαλέ,
αβρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Ένας πούστης να μιλήσει!)

(από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λατσός = όμορφος (< lačho = όμορφος, καλός στη ρομανί) και του ιταλικού fortuna = τύχη. Ό,τι πρέπει για καλιαρντοευχές.

Εχει ο γκούρμπαντος γενέθλια; Πολύχρονος να 'σαι, πολύχρονος και λατσοφουρτούνας!!!!!! Α κι εγώ να σε χαίρομαι όχι μόνο η αρτίστα του βωβού! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο εκ των Social Media και της Μήδειας.

Νταξ ceci n'est pas tellement slang, πρόκειται για λολοπαίγνιο- ψαγμενιά που βρίσκω πού και πού (νταξ μερικές φορές δηλαδή) στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Το οποίο όμως περιγράφει εύστοχα έναν υπαρκτό τύπο διαδικτυακής περσόνας: Την ανάφτρα στο Φεϊσμπούκ ή άλλα μέσα, που αφού σε ψωλαγωγεί διαδικτυακώς με ξετσίπρωτες φωτογραφίες της και προκλητικά ποστ, εντέλει αποδεικνύεται μεγίστη μπιτσάρα δαγκανομούνα που δεν διστάζει να ευνουχίσει τους διαδικτυακούς της φαν με αμείλικτο μπίτσιασμα ή ακόμη και να προβεί σε πλοκ και πέος ως άλλη Μήδεια του Ευριπίδη.

Σύμφωνα με μια πιο ψυχανάλατη εκδοχή (βλ. παράδειγμα 2) σόσιαλ μήδεια είναι το ίδιο το Φέισμπουκ που ως άλλη Μήδεια (ή Κρόνος) σκοτώνει τα παιδιά που το ίδιο γεννάει, ήτοι τους έρωτες που δημιουργήθηκαν αλλά και χάλασαν λόγω του Φέισμπουκ. Δηλαδή, αφενός είναι πιο εύκολο να κάνεις σχέση μέσω Φέισμπουκ, όμως αυτό είναι η μία πλευρά: Η άλλη πλευρά είναι ότι είναι και πιο εύκολο να την χαλάσεις, αν το έτερο σου ήμισυ παρακολουθεί με ποιους άλλους/ες έχεις πάρε δώσε, ή αν λ.χ. έχεις επαφές με πρώην που είναι μακαρίτες στη ζωή εκεί έξω όχι όμως και στην αθανασία του Φέισμπουκ. Εξ ου και το Φέισμπουκ αποκαλείται και πρωηνάδικο, καθώς προσφέρει τροφή για άφθονο κουτσομπολιό για τους/τις πρώην, σαν άλλο πρωινάδικο της τιβί.

Τέλος αποτελεί και τίτλο μόνιμης στήλης της σλανγκάρχου Αργυρώς Μουστάκα-Βρεττού στο περιοδικό Unfollow.

1. Social Μήδεια λοιπόν, και όχι μύδια, αν και όπως και να το διαβάσεις σημασία έχει ότι είσαι εδώ. Είμαι κοινωνική, αλλά είμαι bitch, πολύ. Εξ ου και η «Μήδεια», όχι δεν έχω σκοπό να σκοτώσω κανένα από τα παιδιά μου, δεν έχω κιόλας, αλλά σκοπός μου είναι να σε αφυπνίσω.

2. Social Μήδεια: To internet γεννά και σκοτώνει τον έρωτα;

  1. - Είδες την καινούργια φωτό της Κατερίνας με το νιπ σλιπ; Τι βυζάρες Θε μου!
    - Ναι, αλλά είναι Σόσιαλ Μήδεια η καριολίτσα! Μόλις της έστειλα ίνποξ με έκανε πλοκ για στοκάρισμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χιπστεροναζί, χιψτεροναζί

Σύνθετη λέξη που αντλεί τη ρητορική της δυναμική από τον συνδυασμό των δύο φαινομενικώς άσχετων φυλών των χιπστεράδων και των ναζών. Ο όρος, νομίζω, θέλει να εκφράσει ένα ή περισσότερα από τα εξής τρία χαρακτηριστικά στοιχεία:

  1. Στο εξωτερικό κυρίως, η σύνδεση των χίπστερ με τους ναζί γίνεται συχνά για να δείξει την παντοδυναμία του καπιταλισμού, ο οποίος μπορεί να εξημερώσει (ή έστω να εκτζημερώσει) ό,τι πιο άγριο και φανατικό υπάρχει. Το λολαδερό της υπόθεσης είναι ότι παντρεύονται οι ναζί, δηλαδή οι πιο βίαιοι μαύροι φασίστες με τα χιπστέρια που γενικά θεωρούνται ως ντεκαφεϊνέ άκακα πλασματάκια (που ενίοτε μπουλίζονται κιόλας από τους ζέχνοντες ματσίλα). Με τη λογική αυτή έχει δημιουργηθεί από τους αγγλικάνους ο χαρακτήρας του Adolf Hipster ή Hipster Hitler, ο οποίος είναι και καλά μια χιπστεράδικη επανενσάρκωση του Adolf Hitler, που (όπως ίσως και ο πρωτότυπος) είναι χορτοφάγος, γιολάρει Eva φορ εβα, κάνει ένα γιολοκαύτωμα υπό επευφημίες Heil Hipster και χιπστεροταλιμπάν. Νομίζω ότι η προϋπόθεση αυτών των λολοπαιγνίων είναι η αίσθηση ότι ο καπιταλισμός στη μετανεωτερική ή ύστερη νεωτερική φάση του μπορεί να αλλοτριώσει/ ντεκαφεϊνοποιήσει/ καταστήσει κατσικίδιες ακόμη και τις πιο εγκληματικές ή ακραίες ιδεολογίες. Όχι παραδόξως, οι καταφεύγοντες σε αυτά τα λολοπαίγνια, κυρίως στον αγγλικάνικο χώρο, είναι συχνά φιλελέδες που πανηγυρίζουν έτσι την παντοδυναμία του καπιταλισμού και της ονείρωξής τους, της Τίνας.

  2. Πλην υπάρχει μία (τουλάχιστον) εξαίρεση: Οι Γερμανοί Nipster. (Είναι τρελοί αυτοί οι Γερμανοί). Οι Nipster (προφ εκ των Νazi και hipster) είναι πραγματικοί Νεοναζί οι οποίοι τρόπον τινά κρύβουν τον αυθεντικό ναζισμό τους υπό χίπστερ προσωπείο. Θυμίζουν με τον τρόπο τους το παράδειγμα που αρέσκεται να φέρνει ο Slavoj Zizek για τους μαύρους στην Αμερική οι οποίοι έκρυβαν ότι είναι μαύροι ακριβώς με το να βάλουν μάσκες μαύρων, όπως δηλαδή έκαναν και οι λευκοί. Βάζοντας δηλαδή μάσκες μαύρων άφηναν τους άλλους να πιστεύουν ότι είναι λευκοί που υποδύονται τους μαύρους κι έτσι περνούσε απαρατήρητο το γεγονός ότι ήταν πραγματικά μαύροι. Κατά παρόμοιο τρόπο, οι Nipster αντί να είναι άσβερκασκίνια, παίρνουν από τη ναζιστική «κουλτούρα» επιμέρους στοιχεία και τα φοράνε δίκην χιπστεράδικων βιντατζιών προκειμένου μέσω του χιπστεράδικου προσωπείου να αποκρύψουν ότι όντως είναι ναζί, τ. ναι, είναι αυτό που νομίζεις. Βέβαια, δεν είναι αδύνατο να πάμε από το 2 στο 1, δηλαδή τα χιπστεράδικα σημαίνοντα να αποκτήσουν επιτελεστική σημασία και οι Nipster όντως να αφομοιωθούν από το εκτζημερωμένο χιπστερικό ό,τι να 'ναι. Πολλοί Νιπστεράδες είναι χιπχοπάδες ή ανήκουν σε ρέγκε συγκροτήματα ή σε Nazi punk κ.ά.

  3. Και ερχόμαστε στην Ελλάδα που κυρίως μας ενδιαφέρει από γλωσσικής άποψης. Στη χώρα μας ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως από αριστερούς για να προωθήσει ένα συγκεκριμένο αφήγημα που είναι το αντίθετο από το αφήγημα του πετάλου. Αν κατά το πέταλο, τα δύο άκρα του ναζισμού και του κομμουνισμού συναντώνται, τότε για το αντίθετο αφήγημα ο ναζισμός (ή γενικότερα ο φασισμός) δεν είναι παρά το μαντρόσκυλο του καπιταλισμού που βγαίνει να γαβγίσει σε καιρούς κρίσης και αφού κάνει τη δουλειά του συμπιέζοντας τους εργαζομένους μετά λουφάζει μέχρι την επόμενη φορά που θα παραστεί ανάγκη. Ειδικότερα ο όρος χιπστεροναζισμός θίγει κάτι το πιο συγκεκριμένο, δηλαδή κάποιους οι οποίοι εμφανίζονται ως και καλούα κουλ τύποι, υπεράνω παρώ ιδεολογιών, μη πολιτικά πρόσωπα κ.ο.κ., ενώ στην ουσία είναι και φασίστες και υποστηρικτές των πιο άγριων μορφών καπιταλισμού. Αυτοί που χρησιμοποιούν τον όρο χιπστεροναζί είναι συνήθως οι ίδιοι με αυτούς που χρησιμοποιούν τους όρους ακραίο κέντρο, ακραιοκεντρικός, ακραιοκεντρώος κ.τ.ό. Πρόκειται δηλαδή για τη θεώρηση ότι το πραγματικό άκρο δεν πρέπει να αναζητηθεί (μόνο) στο πέταλο, αλλά κυρίως στο φιλελέφτ «κέντρο». Αυτοί που κυρίως στιγματίζονται ως χιπστεροναζί είναι οι ανήκοντες στο κόμμα Ποτάμι, και ειδικά ο σεσημασμένος για τη χρήση βιντατζιώνκαι άλλων χιπστεριών Σταύρος Θεοδωράκης, ενώ (κατά την άποψη των χρησιμοποιούντων τον όρο) υποστηρίζει με ακραίο τρόπο τους καπιταληστές του μπομπολιστάν. Ο όρος έπιασε το πικ του κατά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, όταν το Ποτάμι είδε ελαφρώς την πλάτη της Χρυσής Αυγής οπότε γίνανε σχετικές συγκρίσεις μεταξύ ναζί και χιπστεροναζί. Εκτός από το συγκεκριμένο κόμμα, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αριστερούς για να θίξει κι άλλα κώματα της Υπεύθυνης Αριστεράς ή λαϊφστιλάτες προσπάθειες, όπως λ.χ. τους Ατενίστας, τους γράφοντες ή αναγιγνώσκοντες τα Free Press έντυπα των νεογεωργελέδων, και εν γένει κάθε ανήκοντα στο φιλελευθεράτο.

Ωστόσο, πέρα από την εντόνως πολεμική χρήση του όρου εναντίον συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, χρειαζόταν ένας όρος για να περιγράψει το αίσθημα έκπληξης που δοκιμάζει κανείς στην Ελλάδα (και όχι μόνο) όταν συνομιλεί με ένα φαινομενικώς αλτέρνι στην εμφάνιση και περιμένει να ακούσει κοινωνικώς εναλλακτικές απόψεις, αλλά διαπιστώνει στη συνέχεια ότι έχει να κάνει με εντελώς ξετσίπρωτο άτομο που δεν διαφέρει και πολύ από χάβγουλο σε σκατοψυχία. Ο όρος περιγράφει, λοιπόν, μια ορισμένη αντίφαση μεταξύ εναλλακτικής εμφάνισης και ακροδεξιών πολιτικών πεποιθήσεων ή, σε άλλες περιπτώσεις, μια ενδημική στην Ελλάδα διασταύρωση βλαχοφιλελέ και χιπστεροκάγκουρα.

Θα τελειώσουμε δίνοντας τον λόγο στον Παναγιώτη Χατζηστεφάνου που συνέβαλε στην καθιέρωση του όρου: «Επειδή το φαινόμενο της μεσοαστικής συνέργειας με το τυραννικό καθεστώς είναι εξίσου επικίνδυνο με την πλύση εγκεφάλου της εργατικής τάξης από την ακροδεξιά προπαγάνδα, θα πρέπει να εφευρεθεί μια λέξη που να συνοψίζει, να στοχοποιεί και να στηλιτεύει την δεύτερη φάση της επέκτασης του φασισμού στην Ελλάδα – εκείνη τη φάση που επικεντρώνεται όχι τόσο στην διάδοση και την επιβολή της ιδεολογίας του εμφυλιακού μίσους, αλλά που δημιουργεί τους κατάλληλους παραπλανητικούς μηχανισμούς ώστε να εξουδετερώνεται η πιθανότητα συνειδησιακής αφύπνισης και οργανωμένης αντίστασης των μεσοαστών. Προτείνω τον όρο «χιψτεροναζισμό» ή «χιψτεροναζιστή», εκ του Αγγλικού «hipster», μια λέξη που χαρακτηρίζει εκείνον που αφιερώνει την ζωή του στην εκζήτηση και την καλλιέργεια του μοντέρνου, ενήμερου προφίλ του, ενώ αδιαφορεί για τα κοινά» (δες). Με άλλα λόγια ο χιπστεροναζισμός θεωρείται ως ένα χαρακτηριστικό για τη σύγχρονη Ελλάδα σύμπτωμα αυτού που ο Κάρολος Μαρξ έχει περιγράψει ως ψευδή συνείδηση.

  1. Χιπστεροναζί. Περίμενε να πλέξουν κανά κασκόλ για τις βρύσες στις παιδικές χαρές και θα σου απαντήσουν. (Από σόσιαλ μήντια).

2. Χιπστεροναζι. Ο καλύτερος όρος να περιγραψεις τον Νεοέλληνα (κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντα).

  1. Είναι ΟΦΑ το Ποτάμι, ψάχνουν για αποχαυνωμένους από τιβι, άστεγα πασοκια, χιψτεροναζί, νοικοκυραίους, χάι κλας ακροδεξιούς κλπ. (Η συγγραφέας και μπλογοτέχνης Niemands Rose για τους Ποταμίστας στο Τουίτερ).

  2. Στην Ελλάδα μετά από χρόνια επαρχιώτικης λογικής και πελατειακών σχέσεων, ήρθε η νέα “μόδα” του νεοφιλελευθερισμού. Υποτιθέμενοι αστοί και γραβατωμένα καθάρματα βρήκαν το νέο τους αποκούμπι που μάλιστα είναι προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών. Δηλαδή, απανθρωπιά, ψυχοπαθολογία που βαφτίζεται άποψη και κυνισμός. Οι θιασώτες του πολλοί. Βουλευτάδες, υπουργοί με πτυχίο, managers που αναλαμβάνουν πόστο σε κόμμα, παπαγάλοι που παριστάνουν τους αντικειμενικούς ενημερωτές-εξημερωτές του κοινού νου, ψευτοδιανοούμενοι, χιπστεροναζί που γράφουν σε δήθεν εναλλακτικά έντυπα, “υπεύθυνοι αριστεροί” που ζέχνουν μασχαλίλα. Ποιο είναι όμως το προφίλ του νεοφιλελεύθερου; Βλέμμα χαιρέκακο, χείλη σφιγμένα με ένα ελαφρύ μειδίαμα που μαρτυρά καταπιεσμένη οργή, ειρωνικό ύφος. (Νεοφιλελέ- bashing εδώ).

  3. Οι λακέδες των αμερικανών, έλληνες χιπστεροναζί προσπαθούν να τρομάξουν τους αετούς της ΛΔΚ με χάρτινες τίγρεις. Ελάτε με την όπισθεν! (Από το Φέισμπουκ).

  4. Απλώς όπως όλοι οι αριστεροί κατηγορούν όποιον διαφωνεί μεταξύ τους για ναζί, έτσι και οι unfollow/χοτ ντοκ κλπ (που κινείστε κυρίως από ψώνιο και όχι από κέρδος) επινοήσατε τον όρο «χιπστεροναζί» για τους εχθρούς σας που είναι οι χίπστερ της lifo. Σπάζοντας φυσικά κάθε κοντέρ γελοιότητας. (Αντίλογος με γενεαλόγηση του όρου εδώ)

  5. Μεγάλη μάχη για την 3η θέση μεταξύ των ναζί της Χρυσής Αυγής και των χιπστεροναζί του Ποταμιού. (Από κοινωνικά μέσα δικτύωσης).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified