Αναφέρεται στην στιγμιαία ή πολύωρη τριβή του σώματος μας με κάποιο αντικείμενο, χωρίς η όλη κατάσταση να μας είναι ευχάριστη. Η σλανγκιά έγκειται στο ότι χρησιμοποιείται η έκφραση για την υπερβολή της.

Τα πιο συχνά αντικείμενα που κάποιος μπορεί να γίνει ένα με αυτά είναι:

  • H λεκάνη, ακατάσχετη διάρροια,
  • Tο πάτωμα, λιάρδα, ντίρλα,
  • Tο παρμπρίζ, γερό αυτοκινητιστικό,
  • Tην άσφαλτο, ατύχημα με μηχανή,
  • Tο έδαφος, έφαγα το ξύλο της αρκούδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

....όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. (H συνέχεια της φράσης, διότι δεν θα ήταν λήμμα αυτό, θα ήταν έπος).

Σλανγκιά (;) αγρότη νίντζα, που θυμίζει βουκολικό δράμα. Την παραπάνω φράση τσάκωσε μορφή της πιάτσας (σε πλατεία χωριού), και την διέδωσε σε όλο το νησί (το νησί της μαστίχας), εν είδει ιστορίας. Και βεβαίως έμεινε ως έκφραση (συνήθως το κομμάτι που είναι στο λήμμα), που χαρακτηρίζει την ακατάσχετη σεξουαλική ορμή, παρούσα σε όλα τα νεοερωτευμένα και πεινασμένα για σεξ ζευγάρια. Η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ραγδαία μείωση του ΑΕΠ.

  1. -Ακούς κόρη μου, τι έπαθε η Υπατία;
    -Ήντα 'παθε μαρή.
    -Η κόρη της τα ταίριαξενε με το γιο του Παναή.
    -Μια χαρά παιδί εν είναι;
    -Είναι, αλλά τώρα είναι κι οι εγιές. Και ο Γιος του Παναή, την είχενε και τηνε εδιασκέδαζενε όλο το βράδυ, και το πρωί, εν είχε κουράγιο να σύρει τα πόδια της στα χωράφια. Και η καμμένη η Υπατία εν εμπορούσε μόνη της να φέρει βόλτα τα πανέρια.

  2. -Ο Μάκης την παράτησε τη Ρούλα.
    -Τι μου λες; Συνταρακτικά νέα. Την είχενε και τήνε διασκέδαζενε και τώρα την παράτησε ο μαλάκας; Άντε να βρει άλλη που να τον αντέχει ο μαλάκας!!!

(από electron, 07/09/09)(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία, ο όρος αναφέρεται στον ναυτικό που δεν ταξιδεύει την παρούσα στιγμή. Είτε γιατί είναι στη σκάντζα του (δυο με τρεις μήνες διάλειμμα μετά από εφτά με οκτώ μήνες εν πλω, αν μπαρκάρει με την ίδια εταιρεία), είτε γιατί ξέμεινε από δουλειά και περιμένει διακαώς το κάλεσμα για μπάρκο, γιατί είναι και άφραγκος.

Η ετυμολογία της λέξης χάνεται μεταξύ ισπανικών (barco τρικάταρτο πλοίο), ιταλικών (λατινικό barca) και ελληνικών (βάρκα) όρων. Η λέξη, όπως πολλοί ναυτικοί όροι, πέρασε καθαρά ως slang και στους στεριανούς, και χρησιμοποιείται κατά κόρον για να περιγράψει ουκ ολίγες καταστάσεις. Ιδίως σε ναυτομάνες περιοχές.

Η χρήση του όρου ως σλανγκ έχει να κάνει με τα εξής χαρακτηριστικά των ναυτικών: α) την αίσθηση των ναυτικών ότι στη στεριά είναι έξω από τα νερά τους, β) την αναμονή για αναχώρηση (πάντα περιμένουν το επόμενο μπάρκο), γ)την μοναχικότητά τους, δ) τον προσωρινό παροπλισμό (οι ναυτικοί στη στεριά αισθάνονται άχρηστοι).

Οπότε ξέμπαρκος ή ξέμπαρκη ονομάζεται:

  • ο μπακούρης, η μπακούρω, που περιμένει να γαμήσει ή να γαμηθεί
  • ο μοναχικός και ασυνόδευτος θαμώνας σε μπαρ, που δείχνει ότι κάτι περιμένει αφηρημένα, χαμένος σε σκέψεις, ενόσω αδειάζει την κάβα του μαγαζιού (και για γυναίκες).
  • η πουτάνα του δρόμου, μέχρι να έλθει ο επόμενος πελάτης
  • η κονσοματρίς όσο η σημαία είναι ανεβασμένη
  • κάποιος ξένος, που δεν ταιριάζει με το περιβάλλον, κάποιος άσχετος με την παρέα ή με το σινάφι.
  1. - Τσου ρε Λάκηηηηηηη! Πού την κονόμισες την τουριστριούλα ρε καζανόβα;
    - Χθες στην παραλία. Ξέμπαρκη ήταν, και της έπιασα την πάρλα.
    - Το 'χεις το λέγειν ρε μπαγασάκο.

  2. - Χαμός χθες στο στέκι. Έπεσε πολύ ξύλο.
    - Για λέγε, για λέγε...
    - Μπαίνει ένας τύπος στου Μήτσου χθες, και αφότου κατέβασε πέντε μπύρες, άρχισε να βρίζει κάτι μαλλιάδες που κάθονταν παραδίπλα, να τους λέει κομμώτριες κ.λ.π. Ε, δεν θέλανε πολύ και τα παιδιά, τον στείλανε σηκωτό, αυτόν και έναν ξέμπαρκο που έσπευσε σε βοήθειά του.

  3. - Ρε συ, χάλια ο Νίνης χθες.
    - Τι περίμενες. Έναν χρόνο ξέμπαρκος ήτανε. Να μπει μέσα και με τη μία να βγάζει μάτια; Σιγά σιγά θα επανέλθει.

  4. Τύπος κατεβάζει παράθυρο και απευθύνεται σε τραβέλι:
    - Γιατί ξέμπαρκη, δεσποινίς; - Γαμιόμασταν με τον καπετάνιο και το βουλιάξαμε το σαπιοκάραβο...

Μίλτος Πασχαλίδης Πηνελόπη (από Khan, 07/09/09)

βλ. και ξεμεινεμένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρώτα απ' όλα φτύστε τον κόρφο σας και τρέξτε στην κουζίνα και κρεμάστε μια αρμαθιά σκόρδα (καλού-κακού). Παρότι η λέξη, παλιά αναφερόταν και σε άλλου περιεχομένου ανακοινώσεις, τα τελευταία χρόνια, λόγω της ανάπτυξης των επαρχιακών και περιφερειακών ΜΜΕ και της γραφιστικής τέχνης, το τοιχοκόλλημα αποκλειστικά αναφέρεται στο λυπηρό γεγονός της αναχώρησης από τον εφήμερο τούτο κόσμο.

Ως σλανγκ, το τοιχοκόλλημα έχει δύο χρήσεις. Την θετική (χάριν αστεϊσμού), και την αρνητική (ως βαριά βρισιά).

(Η αλήθεια είναι ότι σαν βρισιά, λόγω μάλλον του χοντρού του χαρακτήρα της, χρησιμοποιείται μόνο εξ αποστάσεως, και ως επί το πλείστον στα γήπεδα).

  1. Διάλογος 75άρηδων σε καφενείο, αφότου σιγουρεύτηκαν, για το ποιος είναι ποιος.
    - Βρε καλώς τον. Και νόμιζα ότι είδα τη φωτογραφία σου τοιχοκόλλημα. Κι έλεγα είναι δεν είναι...
    - Εγώ ήμουν, αλλά το μετάνιωσα. Δεν μπορούσα να φύγω μόνος κι ήρθα να σε πάρω...
    (αν δεν έχετε πάει σε καφενείο υπερήλικων, δεν μπορείτε να φανταστείτε γιατί μπλακ χιούμορ μιλάμε).

  2. - Ρε που να σε δούμε τοιχοκόλλημα, βρωμοκοράκι, που 'ρθες εδώ να μας σφάξεις, κουρέλι, μπινέ, εγκάθετε. (αγανακτισμένος οπαδός, σε αγώνα δ'εθνικής)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ομπρέλα, που αναφέρεται στην ιδιότητα του ατόμου να αποφεύγει να κάνει κάτι.
Χρησιμοποιείται επίσης η εξής παραλλαγή της:
Αυτός / αυτή είναι μαλωμένος /-η με...

Διάφορα παραδείγματα με τα οποία μπορεί οποιοσδήποτε να έχει μαλώσει (και η σημειολογία τους):

την αλήθεια - αθεράπευτος ψεύτης
το σαπούνι, το rexona, το νερό - αθεράπευτα βρωμερός το άλλο φύλο - αθεράπευτα μπακούρι
τους περιπτεράδες - φοβερός τρακαδόρος τα δίχτυα - φοβερός χασογκόλης
το καλάθι - δεν σταυρώνει καλάθι
τον Θεό - συνειδητά άθρησκος
την κιλότα της - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
το σουτιέν της- δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
τα τζιν - συνεχώς κουστουμαρισμένος
τη μουσική - κακοφωνίξ
το ρολόι του - αιώνια καθυστερημένος
την τεχνολογία - αυτοί που έχουν ακόμα πικάπ, και βίντεο κ.λπ.
τους στύλους της ΔΕΗ - ατζαμής
τα φλας - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο λεβιεδάκι
τα φρένα – [καβλόγκαζος]
τον εαυτό του - μονόχνωτος τον εαυτό της - ξινή τον γάμο - γεροντοκόρη
το χιούμορ – μουρτζούφλης
την πραγματικότητα - αρχές σχιζοφρένειας
το σπίτι του - ξενύχτης
τον καθρέφτη - αχτένιστος
τον οδοντογιατρό του - φαφούτης
τις διπλές - γκαντέμης στο τάβλι
τους μπαλαντέρ - γκαντέμης σε κουμ καν, θανάση, μπιρίμπα
την ορθογραφία – ανωρθώγραφως [sic]
τα τασάκια - πετάει τις στάχτες ολούθε
τη δουλειά - τεμπέλης (λέμε και το βρήκε τρίχα στη δουλειά)
το ξυραφάκι - μονίμως αξύριστος/η
το σύμπαν - του φταίνε όλα (ειδικά αυτός δεν πιάνεται από πουθενά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημη μονάδα μέτρησης χωροχρόνου, την οποία οι φυσικοί όλου του κόσμου, αρνούνται να αναγνωρίσουν. Άσε που με την αντικαπνιστική εκστρατεία θα περάσει και αυτή η μονάδα μέτρησης στην αχρηστία όπως η οκά. Οι ξενέρωτοι επιστήμονες, ακόμα και τα νανοσεκόντ αναγνώρισαν, αλλά αγνοούν επιδεικτικά την εφευρετικότητα του νεοέλληνα, ο οποίος ως ακαμάτης, είναι και εφευρέτης.

Διότι, όπως είπε και ο Αϊνστάιν, ο χρόνος είναι σχετικός. Αν περνάμε καλά (π.χ. η πρώτη φορά που συνευρεθήκαμε με τη γυναίκα μας) περνάει πιο γρήγορα, σε αντίθετη περίπτωση (π.χ. την χιλιοστή φορά που συνευρεθήκαμε με τη γυναίκα μας) δεν περνάει με τίποτα.

Απλουστεύοντάς το, ο νεοέλλην καπνιστής, κατάφερε να καταβαραθρώσει τη σχετικότητα και να σταθεροποιήσει τον χωροχρόνο, σπάζοντάς τον σε τσιγάρα. Η βασική μονάδα μέτρησης είναι το ένα τσιγάρο (όχι στριφτό, όχι κατοστάρι, όχι μπάφο) η οποία έχει τις ακόλουθες υποδιαιρέσεις:

  • μια τζούρα δρόμος (5sec), εδώ δίπλα
  • δύο τζούρες δρόμος (10sec), εδώ παραδίπλα
  • μισό τσιγάρο δρόμος (2min), στα 100 μέτρα

    Και για μεγάλα χρονικά διαστήματα χρησιμοποιούμε:

  • δύο τσιγάρα δρόμος (30 min), Αγ. Παρασκευή-Κέντρο μέσω Καισαριανής

  • τρία τσιγάρα δρόμος (59 min), πολύ ώρα και μακρυά ή αλλιώς ξέχνα το.

    Οι χωροχρονικές αποστάσεις αυτές μετρήθηκαν με αυτοκίνητο μεσαίου κυβισμού και λαμβάνοντας υπόψιν και μικροκαθυστερήσεις που οφείλονται σε αστάθμητους παράγοντες (μούντζες σε άλλους οδηγούς, μπινελίκια σε πεζούς και ντελιβεράδες που δεν βλέπουν το αυτοκίνητο και κάνουν σαν να τους ανήκει ο δρόμος, άδειασμα τάσου σου στην άσφαλτο προ εκκινήσεως κ.λ.π.).

σ.ς. Καλό είναι, κάθε φορά που βγαίνετε εξωτερικό, να προμηθεύεστε το πινακάκι με τις αντιστοιχίες σε sec (ΕΛΠΑ). Οι ξένοι δεν χρησιμοποιούν όπως είπαμε (λόγω κομπλεξισμού, και παγκόσμιας αντιελληνικής συνωμοσίας, βλέπε Λιακόπουλο, Πλεύρη, και τώρα τελευταία Χαρδαβέλλα), την καθαρά ελληνική, μονάδα τσιγαρομέτρησης.

Μπάρμπας, με Renault 5, σταματάει δεξιά στη Σόλωνος, αδιαφορώντας για τους οδηγούς που ακολουθούν, και ρωτάει μακρυμάλλη φρίκουλα φοιτητή, με κιθάρα στον ώμο:
- Δε μου λες κοπέλλα μου, με τι τρόπο θα βγω στη Κάνιγγος;
- Άκου μπάρμπα, τράβα ευθεία, και θα σε βγάλει ο δρόμος.
- Και δε μου λες, είναι μακριά;
- Α μπα, μισό τσιγάρο δρόμος...
- (γυρίζοντας στη δικιά του) Είδες φωνή η κοπέλλα, φαντάσου πόσα τσιγάρα καπνίζει!

(από electron, 07/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πρωτευουσιάνοι και οι οικολόγοι τις αποκαλούν μέδουσες (τρε μπανάλ)!!! Οι νησιώτες έχουμε γι’ αυτές κοντά στα τριάντα διαφορετικά ονόματα. Αλλά αυτές που τσιμπούν, τις ονομάζουμε τσούχτρες, δηλαδή που τσούζει (πονάει) το τσίμπημα τους. Συνήθως οι τσούχτρες είναι ροζ ή μωβ (άντε τώρα να μην γίνει σλανγκ!). Το τσιμπηματάκι τους δεν είναι θανατηφόρο, αλλά σε τσουρουφλίζει για αρκετή ώρα.

Τσούχτρα στην καθομιλουμένη λοιπόν, πέραν της μέδουσας, μπορεί να ονομαστεί η πεθερά, οι και κάποιες φίλες της γυναίκας μας. Ποια η διαφορά της τσούχτρας από την κομαντατούρ; Απλό απαντάει ο ποιητής. Το τσούξιμο!!! Η κομαντατούρ πεθερά ή φίλη, σου δηλώνει την πολεμική ατμόσφαιρα και παίζει fair play (σε δίνει στεγνά). Η τσούχτρα πεθερά ή φίλη, ηδονίζεται στην ιδέα του εκφοβισμού, με αποτέλεσμα τα συνεχή μικρά τσιμπήματα. Τα τσιμπήματα αυτά είναι υπονοούμενα τα οποία εκτοξεύονται πάντα τις χειρότερες στιγμές, και έχουν να κάνουν με κάτι (αμαρτία, μπαγαποντιά) που έχει υπεισέλθει εις τη γνώση της τσούχτρας, και όχι της γυναίκας μας. Η τσούχτρα προτιμάει από το να τα πει στη γυναίκα μας, να τα κρατήσει για αυτήν (μας κάνει και χάρη), και να μας συνετίσει υπό την απειλή της αποκάλυψης, να μην ξαναπέσουμε στα ολέθρια ατοπήματα.

-(Ελένη τσούχτρα φίλη) Νικολάκη, καλές οι παραλίες της Σάμου;
-Καλές, αλλά κρύα τα νερά...
-Ε, άλλο Βουλιαγμένη, και άλλο Αιγαίο (υπονοούμενο, διότι η συγκεκριμένη με είχε πάρει μάτι να συζητώ με μία βίκινγκ για το σουηδικό μοντέλο στην πλαζ της βουλιαγμένης)!!!
-(Συμβία) Τί ακαταλαβίστικα μιλάτε εσείς;
-Τίποτα αγάπη μου, έλεγα της Ελενίτσας μας, ότι στις διακοπές μας στη Σάμο, μία μέρα είχε κάτι τσούχτρες να!!!
....................................................................
-Τελικά τί έγινε με την Ελένη; Είχαμε διαρροές;
-Όχι, αλλά φαίνεται να το απολαμβάνει η τσούχτρα. Όλο υπονοούμενα πετάει. Και να είχα κάνει και τίποτα. Το μενού έβλεπα από κοντά. Δεν χάλασα την δίαιτα!
-Φάνηκε από το βλέμμα της μόλις, μας είδε. Ένα χαμόγελο φαρμακερό!!! Καλά ξεμπερδέματα....

(από GATZMAN, 07/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, προ ίντερνετ εποχή, τα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες και στις γειτονιές. Οι σερνικοί παίζαν ποδόσφαιρο, οι τσούπρες μήλα (και όταν νύχτωνε σε ζευγάρια m/f οι πιο προχώ έπαιζαν και το γιατρό). Στην περίπτωση μας εστιάστε στο ποδόσφαιρο. Λόγω περιορισμένου αγωνιστικού χώρου, η εκτέλεση κόρνερ, θεωρείτο αδύνατη. Οπότε για να μη χαθεί το πλεονέκτημα του επιτιθέμενου, η ομήγυρη αποφάσιζε, ότι τα τρία κόρνερ ισοδυναμούν με ένα πέναλτι (μισό γκολ, για τις σλανγκομούνες).

Αυτός ο κανόνας χάθηκε, μαζί με το ποδόσφαιρο στις γειτονιές. Αλλά έμεινε ως σλανγκ όρος, που περιγράφει:

  • την αντίθεσή μας, σε πολύπλοκους και περιοριστικούς κανόνες που θέτει κάποιος, τους οποίους και θεωρούμε άτοπους,
  • μία κατάσταση σαν παιδιάστικη.

  1. - Άκουσες το πλάνο του Γιωργάκη για τους οφειλέτες;
    - Το άκουσα, λίγο πολύπλοκο, ό,τι θυμάται χαίρεται κι αυτός.
    - Αν αργήσεις εισφορές του ΙΚΑ τρία χρόνια, παίρνεις μία κίτρινη, οφειλές σε δημόσιο άνω τριών ετών δεύτερη, αλλά μπορείς να τα συμψηφίσεις και τα δύο και να κάνεις διακανονισμό για έξι χρόνια.
    - Και στα τρία κόρνερ πέναλτι να τους πεις!

  2. - Λοιπόν ξεκινάμε. Κάβα 10 ευρώ, πρώτο ποντάρισμα 10 λεπτά, δεύτερο 20 λεπτά, τρίτο 50 λεπτά και μετά ελεύθερο.
    - Γιατί δεν παίζουμε και με κουκιά ρε ψιλικατζή;
    - Γιατί παίζουμε για πλάκα, αν θες πιο χοντρό, πήγαινε καζίνο.
    - Τότε και στα τρία κόρνερ πέναλτι! Κι οι χαμένοι τις πορτοκαλάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος στην πολιτική επιστήμη αναφέρεται στο σύστημα οικονομίας της σκανδιναβικής χώρας. Είναι ένα σύστημα μικτής οικονομίας, και μάλλον το πιο προηγμένο μοντέλο δημοκρατίας στην οικουμένη. Βέβαια η εφαρμογή του προϋποθέτει την ύπαρξη ενός πεπαιδευμένου λαού σε συνδυασμό με την έλλειψη ηλιοφάνειας.

Η εφαρμογή αυτού του μοντέλου σε άλλες χώρες και δη στην Ελλάδα είναι κυριολεκτικά ένα ανέκδοτο. Και αποδεικνύει ότι ο συμπαθέστατος Γ.Α.Π., μάλλον ζούσε και ακόμα ζει σε άλλη χώρα. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς χρειάζεται 356 χρόνια για να φτάσουμε αυτό το επίπεδο, και επίσης πρέπει να φράζουμε τον ήλιο τις εργάσιμες ώρες. Διότι, το κλίμα (στην περίπτωσή μας το καβλιάρικο κλίμα της χώρας μας) σε κάνει πιο λάιτ. Εννοώ ότι αν φέρεις τους Σουηδούς στην Ελλάδα, το μοντέλο τους εκφυλλίζεται με ορίζοντα 5ετίας.

Το σουηδικό μοντέλο έχει τα εξής αρνητικά:

  • Bαρεμάρα, η οποία οδηγεί σε αυξημένο αριθμό πάσχοντων από κατάθλιψη
  • για να το αντέξεις αυτό το σύστημα, αν είσαι άντρας πρέπει να πίνεις πολύ, και αν είσαι γυναίκα, να γαμιέσαι σαν να μην υπάρχει αύριο στις δεκαήμερες διακοπές σου κάπου στη μεσόγειο.
  • ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που έβγαλε το ποδόσφαιρό σου, είναι ο [Ιμπραήμοβιτς], νατουραλιζέ βόσνιος ερζεγοβινέζος.
  • το πιο πετυχημένο μοντέλο της αυτοκινητοβιομηχανίας σου, είναι το volvo s/w, συνώνυμο του «έκλεισα σαν άντρας ή γυναίκα».
  • απουσία θεμάτων συζήτησης στα καφενεία, αφού η πολιτική ζωή πάει ρολόι (ακόμα και τα αντρόγυνα δεν μιλάνε μεταξύ τους! δεν μαλώνουν οι αθεόφοβοι! ακόμα και τα συζυγικά έχουν λύσει).

    Στη σλανγκική του μορφή, σουηδικό μοντέλο σημαίνει αφενός ένα δίκαιο σύστημα και γεμάτο τζάμπα παροχές και αφεδύο αφορά στη ειρωνική στάση του νεοέλληνα για τις παπαριέςτων πολιτικών με τα διάφορα μοντέλα, συνήθως βορειοευρωπαϊκής καταγωγής. Βασικοί διαφημιστές του μοντέλου είναι ο Γ.Α.Π., και όσοι Έλληνες μεγάλωσαν σε άλλη χώρα, και παρότι γύρισαν, αρνούνται να καταλάβουν ότι εδώ είναι βαλκάνια...

- Ρε άμα βγει ο Γιωργάκης, θα εφαρμόσει το σουηδικό μοντέλο;
- Ναι, αντί για εφάπαξ, θα σου στέλνει το Υπουργείο Εργασίας, δύο σουηδέζες να σε γαμάνε μέχρι να τα τινάξεις, έτσι ώστε το κράτος να γλυτώνει τα έξοδα συντήρησης σου, μέχρι να πας από φυσικά αίτια.
- Καλόοοο....
- Εγώ έχω άλλη ιδέα. Γιατί δεν στέλνει στη Σουηδία η ΝΔ τον Μητσοτάκη με τη Ντόρα, να τους μυήσουν στο νεοελληνικό μοντέλο. Να τους κάνουν πουτάνα σε δυο τρία χρόνια, να μείνει κι ο Γιωργάκης χωρίς μοντέλο!

Εγώ τις είδα πρώτος!!! (από Stravon, 06/09/09)(από electron, 07/09/09)

πρβλ τεμπέλληνες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόξα και τιμή στο μηχανάκι που μύησε την πλειοψηφία των καβλόγκαζων στη γοητεία των δύο τροχών. Έχω την τιμή να ανήκω στις τελευταίες γενιές που έμαθαν να οδηγούν μηχανάκι, και πήραν δίπλωμα μηχανής, πάνω σε μια βέσπα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις ταχύτητες στο χέρι ή την ρεζέρβα (αν έχεις το Θεό σου, πες το σε τωρινό καβλόγκαζο, που αφαιρεί το πατάκι για να κερδίσει χιλιόμετρα).

Όπως και η κολινός, έφτασε να χαρακτηρίζει την κατηγορία προιόντων σε σωληνάριο, έτσι και η βέσπα (εύηχο, καβλωτίκ, ιταλικό) έφτασε να χαρακτηρίζει την κατηγορία των scooter (αμερικανιά).

Το όνομα βέσπα προήλθε από το γνωστό σε όλους μας μοντέλο της ιταλικής Piaggio. Vespa εις την ιταλική σημαίνει σφήκα, το έντομο. Και όπως καταλάβατε, η συγκεκριμένη ονομασία προήλθε από τον θόρυβο του δίχρονου κινητήρα της βέσπας, και ακόμα από το θόρυβο της κόρνας της βέσπας που θυμίζουν τον απειλητικό ζουζούνισμα της σφήκας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Zingarelli (σαν να λέμε στου Ελευθερουδάκη), ο ορισμός της λέξης βέσπα (με τη σημασία του μοτοσακό), δεν αποτελεί υπο-ορισμό στην έννοια του εντόμου, αλλά παρατίθεται ως ξεχωριστό λήμμα.

Στο manual της βέσπας θα έπρεπε να ήταν γραμμένη η εξής παράγραφος αν η βέσπα φτιαχνόταν στη Γερμανία αντί για την Ιταλία.

Αγαπητοί μελλοντικοί αγοραστές της βέσπας, σιγουρευτείτε ότι:

  • είστε μηχανικός για να την επισκευάζετε, διότι ανά 100 χιλιόμετρα, κάτι χαλάει,
  • έχετε μπουζόκλειδο,
  • έχετε συγγενή βενζινά, και δεν είστε μαλωμένοι, γιατί εκτός από λάδι και βενζίνη η βέσπα τρώει και μπουζιά, και έτσι θα μπορείτε να πετύχετε καλύτερες τιμές,
  • δεν βιάζεστε, διότι μία βέσπα ως κυρία, πάντα θέλει το χρόνο της, και έχει και τον δικό της ιδιότροπο χαρακτήρα,
  • υπάρχει περίπτωση η βέσπα να ζηλεύει, και κάθε φορά που βάζετε την γκόμενα σας πάνω, να πέφτει η απόδοσή της στο 1/3, ενώ όταν βάζετε τη μάνα σας η απόδοση εκτινάσσεται (αυτό οφείλεται στον ιταλικό χαρακτήρα),
  • φτιάχνουμε μαμίσια καφάσσια φρούτων για τη πίσω σχάρα, και μαμίσια παρμπρίζ, οπότε παρακαλείσθε να αποφεύγετε τας απομιμήσεις.

    Παρόλες τις δυσκολίες, η βέσπα ήταν σαν τις πρώτες καψούρες. Μπορεί μετά να πήραμε το XT, μετά το Africa, και μετά ένα GS, αλλά αν ανοίξεις την καρδιά μας, μέσα είναι μία κόκκινη πενηντάρα βέσπα. Και αυτό είναι το μεγαλείο της βέσπας. Η γοητεία! Από βέσπα και μετά, κανένα μηχανοκίνητο ον δεν έφτασε το μεγαλείο της θορυβώδους ιταλίδας.

Ακόμα και αν στη σλανγκιά της η βέσπα είναι το συνώνυμο του κάρβουνου, του δίτροχου που είναι αργό και πασέ. Βέβαια κάθε φορά που ένας καυλόγκαζος παθαίνει λάστιχο, πάντα θα εμφανιστεί ένας γέρος για να ρωτήσει τι συμβαίνει, και να αποφανθεί, ότι τα παλιά μηχανάκια είχαν και ρεζέρβα, εννοώντας βέβαια τη βέσπα.

-Είδες τη μηχανή του Τζόνι, 500 κυβικά θηρίο.
-Τι θηρίο μου λες και πράσινα άλογα. Βέσπα δεν είναι ρε;
-Scooter της suzuki είναι ρε. 500 κυβικά σου λέω.
-Αφού έχει χώρο για ψώνια μπροστά απο το καβλί του, βέσπα είναι. Να πάρει κανα δούκα, και να μας κουνηθεί μετά.

-Την Κυριακή πάμε μηχανάδα;
-Αν έχει καλό καιρό πάμε. -Είπε και ο Τζόνι να ρθει.
-Με τι; -Με το 500άρι σκούτερ.
-Πες του οτι θα τον πάρουμε μαζί, τον Αύγουστο άμα βγουν τα σύκα, για να γεμίσουμε τα ταπεράκια της βέσπας του.

(από electron, 05/09/09)Ξέρεις από βέσπα; (από Stravon, 05/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified