Υποκατηγορία του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού, που παίρνει τ' όνομά της από το τραγούδι «Να μ' αγαπάς» του αείμνηστου Παύλου Σιδηρόπουλου.

Μουσικά, το ναμαγαπάδικο είναι ένα μπαλαντοειδές τραγούδι, συχνά σε ακουστική εκτέλεση, που πολλές φορές ταυτίζεται με τη φασολάδα, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις όπου ο συνθέτης μπορεί να φανεί εξαιρετικά θαρραλέος, ή και ευρηματικός, ως προς την επιλογή και κατασκευή της αρμονικής δομής.

Στιχουργικά όμως, η ταύτιση με τη φασολάδα είναι κατά 99% απόλυτη: χαμένες αγάπες, διαλυμένες ή προβληματικές σχέσεις, θλίψη και μελαγχολία από τη μια μεριά, από την άλλη μεριά ψευτορομαντική και ποιητική εκδήλωση συναισθημάτων για τον / την σύντροφο, ενίοτε διανθισμένες με μία υποψία ελπίδας από την άλλη -για να μην χαρακτηριστεί ο συνθέτης ως καταθλιψάρας, αλλά και ψήγματα κοινωνικού σχολιασμού και κριτικής, προκειμένου να υπάρξει μία γέφυρα επικοινωνίας με την τρέχουσα πραγματικότητα (μη βγει προς τα έξω πως ο συνθέτης είναι στην κοσμάρα του), αλλά και για να μπορέσει να γίνει ένα άνοιγμα στην προβληματισμένη νεολαία, με σκοπό την προσέλκυση ακροατών αυτής της ηλικιακής ομάδας. Αυτό βέβαια σε καθαρά επαγγελματικό επίπεδο, σε πιο ερασιτεχνικό επίπεδο -π.χ. το γκρουπάκι της γειτονιάς- η όλη ιστορία είναι να τσιμπήσει καμιά συμμαθήτρια, συμφοιτήτρια (θολοκουλτουριάρα ή μη), καμιά παρατρεχάμενη / ασυνόδευτη στη μπάρα ή στη διπλανή παρέα κλπ.

Τέλος, η σύνδεση ή ταύτιση του ναμαγαπάδικου ως χώρου (βάσει προηγούμενου ορισμού) και ως είδους μουσικής δεν είναι κάτι καινούργιο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το σκυλάδικο, που μπορεί να δηλώνει είτε το ίδιο το μαγαζί, είτε απλά το μουσικό ρεπερτόριο ασχέτως χώρου.

  1. Κατεβασε το Ministry of Sound :the annual 2008,και κατι αναλογο (εαν θες τιτλους ευχαριστως να σου κανω spamming απο τονους τετοια τραγουδια) μετα τραβα ενα Τiesto ( απο τα decafeine μην τους ριξεις στην πρεζα)
    Κατοπιν ανεβαινεις προς τα χαζοχαρουμενα, με δυο τρια ακομα dance κομματια. Εαν γουσταρει η παρεα , εδω ριχνεις και κανενα Βανδη, βγανδη,Τσαλικι (ΤΟ τσαλικι, οπως λεμε το κοχυλι),και μετα βαζεις Αγγλικα ναμαγαπαδικα... (η ωρα 4, πρεπει να χαλαρωσουμε και λιγο να κοιμηθουν οι γειτονες), μετα βαζεις τις «βλακειες» που βαζουν κλασσικα: απο Scorpions μεχρι Ξυλινα σπαθια, μετα αρχιζεις να μαζευεις τους τελειωμενους μην κοιμηθουν στις καρεκλες (ωρα 5:30) και παθουν κανενα νευροπονο και πετας κανα δυο χαλαρα (The Nightwatchman ενδεικνυται) για να την πεσουν και οι υπολοιποι, και μετα αντε καληνυχτα, και καλους απογονους (Εδώ)

  2. Μπορεί τα μάτια της να διαμαρτύρονταν μετά από την υπερβολική έκθεση σ’ αυτόν, δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με τα αυτιά της. Όχι, δεν της τραγουδούσε “ναμαγαπάδικα” ούτε τη φλόμωνε με γλυκόλογα και κομπλιμέντα. Η φωνή του ωστόσο, χωρίς να είναι γλυκιά ή μελωδική, είχε σ’ εκείνη μια σχεδόν ναρκωτική επίδραση. (Εκεί)

(από Khan, 12/12/10)Στην παραλία κάποιοι πήραν το νόμο στα πόδια τους. vamvax.blogspot.com (από patsis, 29/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν από τον ορισμό που καταχωρήθηκε πιο πριν, ο χωσιματίας περιλαμβάνει και άλλους δύο τύπους ανθρώπων:

  1. Xωσιματίας καλείται το άτομο που τα χώνει, που δεν μασάει τα λόγια του και δεν φοβάται να εξαπολύσει μύδρους ενάντια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε τον χαλάει, στοχεύοντας είτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, είτε γενικότερα και αόριστα, τσουβαλιάζοντας ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, ασχέτως με το αν έχει δίκιο ή άδικο.

  2. Στην φανταρική ιδιόλεκτο, xωσιματίας καλείται ο στρατιώτης που αγγαρεύει άλλους, δηλ. που χώνει κόσμο, για την εκτέλεση μίας υπηρεσίας ή μίας εργασίας εντός ή εκτός στρατοπέδου. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω ανάγκης (π.χ. μία αρρώστια), είτε συχνότερα, λόγω γνωριμίας - κολλήματος - τακιμιάσματος - συγγένειας, ενίοτε δε ακόμη και απλά εντοπιότητας, με τους εκάστοτε επιλοχίες, αξιωματικούς - υπαξιωματικούς.

Πρέπει επίσης να τονιστεί πως ο χαρακτηρισμός του χωσιματία πιάνει εξίσου και τους βαθμοφόρους του Ε.Σ., οι οποίοι δεν διστάζουν να χώσουν τόσο στρατιώτες, όσο και κατώτερους στην ιεραρχία βαθμοφόρους. Είναι δε πάγια τακτική η μετακύλιση του χωσίματος στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, φαινόμενο που κυριαρχεί επίσης και σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της πολιτικής και επαγγελματικής ζωής.

  1. Τελικά ο Ριζοσπάστης το παίζει «χωσιματίας» και η Λιάνα «τους» ξεπλένει: [NEMECIS, συνεντεύξεις, (όχι τυχαίες) – τεύχος Φλεβάρη 2010] με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Α. Λοβέρδος: Είμαστε στο χείλος του γκρεμού» και «Κατερίνα Μπατζελή: Δεν είμαι πολιτικός των δογματισμών». (Εδώ)

  2. Θεωρώ ότι η οποιαδήποτε δουλειά πρέπει να γίνεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ό,τι δουλειά και να είναι, ακόμα και ο στρατός. Αλλιώς, δεν υπάρχει νόημα να κάνεις το ο,τιδήποτε. Ο τεμπέλης στο στρατό, είναι τεμπέλης και στη ζωή του. Ο βυσματίας στο στρατό είναι βυσματίας και στη ζωή του. Ο χωσιματίας του στρατού χώνει συναδέλφους και στην προσωπική ζωή. Αυτό το συμπέρασμα ισχύει πάντα. (Πιο' δώ)

Δες ακόμη: χώστης, χώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε καθαρά μουσικό κόντεξτ, η κασέτα είναι το στανταρισμένο και σταθερά επαναλαμβανόμενο (χωρίς καμία απόκλιση) μουσικό ρεπερτόριο ή πρόγραμμα, είτε μιλάμε για συγκροτήματα, είτε για ντιτζεϊλίκι (κλαμπάτο ή ραδιοφωνικό), είτε ακόμη και για τη λίστα με 100 mp3 που υπάρχει στο λάπτοπ δίπλα από το ταμείο σε διάφορες καφετέριες, μπαράκια, εστιατόρια κλπ.

Η πρακτική της κασέτας δηλώνει αφενός τον εφησυχασμό και την αδιαφορία του εκάστοτε μουσικό/ ντιτζέι/ ιδιοκτήτη που, έχοντας σταντάρει το κοινό ή την πελατεία του, αδιαφορεί για τις μακροχρόνιες συνέπειες της επανάληψης (το πολύ το κυρ' ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, πόσο μάλλον οι θαμώνες), που μολαταύτα κάποια στιγμή αρχίζουν να εκδηλώνονται, αφετέρου την παντελή απουσία έμπνευσης ή έστω επιθυμίας για καλλιτεχνική αναζήτηση ή εξέλιξη, η οποία αργά ή γρήγορα είναι μοιραίο να οδηγήσει στα ίδια αποτελέσματα.

Βλ. και κονσέρβα.

Tι περίμενες; Το τιθόρα έχει πιο κασέτα πρόγραμμα κι απ' το Ρηβέντζ (εκεί τουλάχιστο βάζει και μίσφιτς μια στο τόσο). Πού να το ξέρουν οι θαμώνες του; (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο εκ του γαλλικού επιθέτου petit (μικρός, μικροκαμωμένος), που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. Τις μικροκαμωμένες και λεπτές (πάντα στα πλαίσια της κομψότητας και όχι της ανορεξίας) κοπέλες ή γυναίκες. Ο χαρακτηρισμός πετίτ για άντρες είναι μάλλον σαρκαστικός, εκτός κι αν υποδηλώνει άλλα προτερήματα (πετίτ στο μάτι...).

  2. Τα μικρά (αλλά όχι απαραίτητα μικροσκοπικά) σε μέγεθος αντικείμενα ή πράγματα πάσης φύσεως, ή ακόμη και τους χαμηλών διαστάσεων χώρους.

Η χρήση του πετίτ πιο γενικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει -ενίοτε με ειρωνική διάθεση εκ μέρους του ομιλητή, ενώ άλλες φορές με έκδηλη χαριτωμενιά- τον μινιμαλισμό και την ομορφιά και χάρη που υποτίθεται πως υπάρχει στα μικρά πράγματα, με άλλα λόγια το άκρως αντίθετο του think big, δηλαδή τις διδαχές της τάσης που δηλώνει πως η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή.

  1. Η Ελένη που λέτε είναι μια γυναίκα η οποία φαίνεται 10 χρόνια νεώτερη της ηλικίας της, αφού είναι petit κορίτσι! Φοράει να φανταστείτε νούμερο παπουτσιών 35. Τόσο petit είναι!!!! (Εδώ)

2.αλλα η απορια μου ειναι γιατι τα θελεις ολα με μπρασελε και μαλιστα τοσο λεπτο; κατι σε λουρακι δε σου αρεσει; εισαι λεπτοκαμωμενη, αλλα αυτο δε σημαινει οτι και τα πραγματα πανω σου θα πρεπει να ειναι petit. (Εκεί)

  1. Τι άλλο να κάνετε στο Ηράκλειο; Να πάτε στο Ιστορικό Μουσείο που είναι πετίτ και συμπαθέστατο και κεντρικό και είχα ξεχάσει ότι είχα πάει μέχρι που το είδα και κάπως μου 'ρθαν ένα ένα χρόνια δοξασμένα. (Παραπέρα)

  2. Μιας και τα ηχειακια ειναι petit κατασταση...σχετικα με ενισχυτη εχετε καμια προταση σε κατι πιο slim, compact και designατο;(το ξερω δεν ζητω τιποτα) (Παρακεί)

(από perkins, 02/09/10)μπισκοτακιααααααααααα!!! (από perkins, 02/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε άδεια πάσας φύσης, είτε επαγγελματική, είτε στρατιωτική, είτε για λόγους υγείας, σπουδών, διακοπών κλπ, ασχέτως με το αν η άδεια αυτή λαμβάνεται νομίμως, ή απλά παίρνεται απ' τη σημαία.

Το ρήμα ξεκίνησε να χρησιμοποιείται στην στρατιωτική ιδιόλεκτο, αλλά η χρήση του επεκτάθηκε στον ευρύτερο πολιτικό βίο.

  1. Τους τελευταίους 2 μήνες έχω ξεκωλιαστεί στα ρεπό.
    Και δηλώνω επίσης ότι αδειεύομαι (ζήτησα από τη σημαία) από 18 Δεκ μέχρι 8 Ιαν. (Εδώ)

  2. Eγώ αδειεύομαι μέχρι τις 9 του μήνα, αλλά καλύτερα να δούλευα.
    Κοντεύω να σηκώσω όλη την Ερμού με τα ψώνια που έκανα σήμερα.
    Κι ακόμα έχουμε τόσες μέρες με τα μαγαζιά ανοικτά. Βαστάτε με. (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού blast (έκρηξη, ανατίναξη), συντομογραφία του blastbeat, που σε μουσικό περιβάλλον δηλώνει τον ρυθμικό καταιγισμό στα ντραμς σε επαναλαμβανόμενα ρυθμικά σχήματα των δεκάτων έκτων που εκτελούνται σε πολύ υψηλές ταχύτητες με σκοπό την δημιουργία της αίσθησης του χάους και της έντασης (περισσότερα εδώ).

Ως τεχνική και τρόπος εκτέλεσης, τα μπλαστμπλάστια, ή μπλαστμπιτ) έχουν συνδεθεί με τα πιο ακραία ιδιώματα της μέταλ, κατά κύριο λόγο αυτών του ντεθ (death) και του μπλακ (black) μέταλ, με ολίγον τι από θρας (thrash), αν και διάφοροι τρόποι εκτέλεσης αυτής της τεχνικής υπάρχουν και σε διάφορα κομμάτια της τζαζ.

Ο όρος έχει διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αποκαλώντας ως μπλαστ όχι απλά τα ντραμιστικά μέρη, αλλά τα συνολικά καταιγιστικά οργανικά ξεσπάσματα (ντραμς + κιθάρες + μπάσο) σε συνθέσεις των παραπάνω ιδιωμάτων. Επίσης, όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, τα μπλαστ δεν είναι χαρακτηριστικό των παραπάνω ιδιωμάτων, ασχέτως με το αν έχει συνδεθεί πλέον με αυτά: Είναι μία ακόμη τεχνική των ντραμς, η οποία για να εκτελεστεί σωστά και καθαρά, θέλει μεγάλη επιδεξιότητα και τεχνική κατάρτιση, και δεν αποτελεί σε καμία, μα καμία όμως περίπτωση, χαρακτηριστικό κουλαμάρας ή ελλιπών τεχνικών δυνατοτήτων εκ μέρους του ντράμερ.

  1. (Εδώ)
    «Περίμενα όταν διάβαζα αυτό που είναι η κορύφωση στο εικονοπλαστικό επίπεδο τουλάχιστον
    The LORD shall smite thee with a consumption,
    and with a fever, and with an inflammation,
    and with an extreme burning,
    and with the sword,
    and with blasting,
    να γίνει κάτι διαφορετικό, κάτι πιο βίαιο, ίσως ένα μπλαστ με χαοτικές κιθάρες, κάτι, αλλά ο τύπος λέει απλά τους στίχους χωρίς κάποια αλλαγή στην ένταση κιόλας.»

  2. (Εκεί)
    «Ε ωραίο αλμπουμάκι είναι ρε παιδί αλλά πολύ καθαρό, ήθελε πολύ περισσότερη ΣΑΠΙΛΑ ο ήχος του. Καμιά φορά το ακούω με ψιλοενθουσιασμό και μετά το εικοστό λεπτό συνεχόμενου μπλαστ ο δίσκος παει για το μουσική + ύπνος θρεντ.»

  3. (Παραπέρα)
    «Δεν το μπερδευω πολυ απλα διευκρινιζω παρατηρησεις μου που αυτοι που δεν εχουν ασχοληθει θα βρουν μπροστα τους. Το νοημα αυτων απλα οτι αν θελει κανεις να μαθει τυμπανα καλο θα ειναι να αφησει τα τριγγερ μεχρι πολυ μετα. Να μαθει να κανει σωστα μπλαστ και διπεταλλα χωρις βοηθηματα και αφου μαθει να παιζεi, τοτε να τα χρησιμοποιησει εκει που χρειαζεται.»

(από Mr. Cadmus, 30/08/10)(από Mr. Cadmus, 30/08/10)ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΛΛΟΥΚΑΡΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΣΕΤΕ - GEORGE KOLLIAS - YOUTUBE (ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΑΛΩ ΤΟ ΜΗΔΙ) (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 30/08/10)Γκούλαγκ, Τζακ και Νέλλυ, απ\' το 2:30 και μετά. Ντάμπλ τάιμ (μή σου πώ κουάντραπλ), και μπόλικο μπλάστ στα τύμπανα. (από vikar, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως καυσόξυλο χαρακτηρίζεται ένα μουσικό όργανο, στις περισσότερες περιπτώσεις έγχορδο (όπως κιθάρα, βιολί κλπ.), που συνδυάζει κακή ποιότητα κατασκευής με κακής ποιότητας υλικά, παράγοντες που επηρεάζουν εξίσου τον παραγόμενο ήχο, την άνεση στο παίξιμο, αλλά και τη μακροζωία του οργάνου.

Οι επενδύσεις σε καυσόξυλα, κατεξοχήν πιο φθηνά σε κόστος, ασχέτως χώρας προέλευσης ή κατασκευής, πραγματοποιούνται τόσο από αρχάριους παίκτες, όσο και από πιο έμπειρους ή προχωρημένους, οι μεν επειδή δεν επιθυμούν να τα σκάσουν χοντρά όντας αρχάριοι, οι δε επιλέγουν να επενδύσουν στο φτηνό όργανο με την προοπτική της αναβάθμισής του από άποψη επιμέρους εξαρτημάτων (π.χ. αλλαγή ηλεκτρικών και μαγνητών στα ηλεκτρικά όργανα), που εν τέλει κοστίζει πιο φθηνά από την αγορά ενός κομπλέ οργάνου, συν τ' ότι επιτρέπει στον εκτελεστή να πουλήσει άποψη.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί πως ο ευθύς εξαρχής χαρακτηρισμός ως καυσόξυλο ενδέχεται να είναι εξαιρετικά υποτιμητικός για ένα όργανο, που μπορεί μετά από χρόνια παιξίματος να αναδείξει έναν τελείως διαφορετικό ηχητικό χαρακτήρα, καθώς τα όργανα παρουσιάζουν πολύ συχνά ιδιότητες αντίστοιχες με αυτές των παλιών κρασιών: όσο πιο παλιά, τόσο πιο καλά (χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί κανόνα).

  1. Απλώς απ' οτι έχω καταλάβει για έναν αρχάριο ΒΙΟΛΙΟΥ που να μην θέλει καυσόξυλα πρέπει να δώσει1000-1500 ευρώ(για καινούργιο όργανο-μεταχειρισμένα λιγότερο). (Εδώ)

  2. Ζούμε στον αστερισμό της Τσέχας φίλτατε. Τσέκαρε εδώ, θα βρείς κάτι αρκετά καλύτερο σ'αυτά τα λεφτά (ίσως λίγο παραπάνω αλλά πιστεύω αξίζει). Η κιθάρα του Alex pak είναι καυσόξυλο στην καλύτερη, οπότε αν θες ν'ασχοληθείς καλύτερα πάρε κάτι που θα κρατήσει παραπάνω και θα παίζει αξιοπρεπώς. (Εκεί)

  3. Να ξαναθυμίσω εδώ οτι αναζητείται μπουζουξής. Αν θέλετε λαϊκά, καλό θα είναι να φέρετε και κάποιον φίλο σας με το μπουζούκι του (εγώ έχω ένα αλλά είναι καυσόξυλο). (Παραπέρα)

!!!! (από Mr. Cadmus, 27/08/10)(από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως γαλατάδικο αποκαλείται το πολύ πρωϊνό (ξημερώματα ή/και πριν φέξει ακόμα) δρομολόγιο αεροπορικών και ακτοπλοϊκών γραμμών, το οποίο κατά κανόνα αφορά προορισμούς εντός των συνόρων μίας χώρας. Η εξήγηση της μεταφοράς είναι απλή: Όπως τα παλαιά εκείνα χρόνια ο γαλατάς ξεκίναγε το δρομολόγιο του στα μαύρα σκοτάδια για να αφήσει τη μπουκάλα στο κατώφλι των καταναλωτών-συνδρομητών, έτσι και τα εν λόγω μεταφορικά μέσα ξεκινούν νωρίς προκειμένου οι επιβάτες να είναι στη σωστή ώρα στον προορισμό τους για να πάρουν πρωϊνό. Λέμε τώρα...

  2. Επίσης, αναφορικά με την ώρα που ξεκινάνε, ως γαλατάδικα αποκαλούνται και οι πολύ πρωϊνές ενημερωτικές εκπομπές της τηλεόρασης -ο συντάκτης του παρόντος λήμματος επιφυλάσσεται ως προς την αντίστοιχη ονομασία των ραδιοφωνικών εκπομπών, αν και φαίνεται εκ πρώτης όψεως λογικό να τις πιάνει κι αυτές. Ο συνειρμός με το ωράριο του γαλατά είναι, για μία ακόμη φορά, προφανής.

Υ.Γ. (1) Επίσης, δεν έχει εξακριβωθεί αν η ίδια ονομασία αφορά και τα πολύ πρωϊνά δρομολόγια αστικών και υπεραστικών λεωφορείων αν και για μία ακόμη φορά φαίνεται λογικό να πιάνει και αυτά. Όποιος έχει υπόψη του κάποια ένδειξη για τη στήριξη αυτού του συλλογισμού, ας κάνει τη καλή να την αναφέρει στα σχόλια.

  1. Βασικά από που προέκυψε το «γαλατάδικα»; Γνωρίζεις κάτι για τις ώρες;(btw: «γαλατάδικα» έχει επικρατήσει να λέμε τα πολύ πρωινά δρομολόγια)Μα είναι φυσικό να έχουν αλλάξει τα δρομολόγια τους, 2 χρόνια μετά. Το παράδοξο θα ήταν να επιμένουν επί 2 χρόνια στο ίδιο πλάνο... (Εδώ)

  2. -Ο αεροσταθμός είχε αρχίσει να γεμίζει από κόσμο που έπαιρνε τα γαλατάδικα (πρώτες πρωινές πτήσεις). Έχοντας φτάσει αρκετά νωρίς, αποφασίσαμε να μπούμε σε λίστα αναμονής για νωρίτερη πτήση από την καθορισμένη που είχαμε κλείσει το εισιτήριο. Εύσημα στους Ιρανούς για την ευελιξία τους!! (Πιο'δω)

  3. Λοιπόν, επειδή έχει τύχει να δω ουκ ολίγες φορές τα «γαλατάδικα», όπως έχουν αυτοχαρακτηριστεί, έχω καταλήξει ότι ναι μεν η ΝΕΤ διαθέτει ίσως το πιο αξιόλογο δίδυμο, αλλά αναμφίβολα το καλύτερο πρωϊνό είναι αυτό του MEGA. (Εκεί)

  4. -Η αποστολή του ALPHA μαζεύει από το τραπέζι του μεσημβρινού κολατσιού κασέτες, κινητά και λοιπά απαραίτητα σύνεργα και ετοιμάζεται για αναχώρηση. Η αποστολή του STAR έχει ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής. «Τι θες να κάνουν παρασκευιάτικα; Βλέπεις, αύριο δεν έχουμε και «γαλατάδικα» (σ.σ.: πρωινές ενημερωτικές εκπομπές) για να βγάλουν κανένα ζωντανό» αστειεύεται ο Κώστας, τεχνικός του MEGA, που περιμένει κι αυτός το σφύριγμα για το ξεκίνημα της επιστροφής στην Αθήνα... (Παρακεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μπομπάρισμα καλείται η πράξη νόθευσης αλκοολούχων ποτών, κυρίως χυμών Σκωτίας, με σκοπό τη μετατροπή τους σε μπόμπες.

Το μπομπάρισμα ως τακτική αποφέρει μεν βραχυπρόθεσμα κέρδη στον επίδοξο βομβιστή (ή καλύτερα μπομπιστή) μπάρμαν ή ιδιοκτήτη μπαρακίου, αλλά μακροπρόθεσμα θα έχει μάλλον αρνητικά αποτελέσματα στον τζίρο, καθ' ότι οι θαμώνες μία την πατάνε, δύο την πατάνε, την τρίτη δεν ξαναπατάνε. Ή τουλάχιστον δεν θα 'πρεπε να ξαναπατάνε αν ήξεραν τι 'ναι καλό για το συκώτι, το στομάχι και το επόμενο πρωϊνό.

Το μπομπάρισμα συχνά δεν περιορίζεται μόνο στα αποστάγματα βύνης. Ακόμη και οι λεγόμενες βαρελίσιες μπύρες –το κατ'εξοχήν νούμερο ένα καταναλωτικό προϊόν, κατάλληλο για όλα τα γούστα, τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις ηλικίες άνω των 18– μπομπάρονται για λόγους οικονομίας, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει κι ένας σοφός άνθρωπος, «τι πράγμα 'ν' αυτό ρε φίλε, μία πίνεις, πέντε κατουράς».

Εννοείται φυσικά πως η τιμή δεν διαφοροποιείται μεταξύ του μπομπαρισμένου και του καθαρού. Αλλά λόγω κάποιου μυστήριου μηχανισμού, ενίοτε ο καταναλωτής καταφέρνει από 'να σημείο και μετά να αναγνωρίζει τη διαφορά στη γεύση και στο πρωϊνό ξύπνημα. Οι χρόνιοι καμένοι και κατεστραμμένοι εξαιρούνται του φαινομένου αυτού.

  1. Ως μπομπάρισμα αποκαλείται γενικά η νόθευση, ή (σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο) η παραπληροφόρηση, η πλύση εγκεφάλου κλπ. (Βλ. παραδείγματα 3 και 4).

Παράγωγα: μπομπαρισμένος, , -ο. Ρήμα: μπομπάρω, ενίοτε δε και μπομπαρίζω.

  1. Το έχεις ψάξει, στην νέα σου δουλειά, αν έχουν όλοι κανονικές άδειες λειτουργίας; και τα ποτά καθαρά ή μπομπαρισμένα; και σε τι τιμές; (Εδώ)

  2. Ο αντίπαλος. Το κόκκινο, το απλό, δεν μπορώ να το πιώ. Μου φαίνεται γρέντζο, νομίζω πως κατεβάζω και καρφιά στο λαιμό. Το μαύρο (12) είναι αξιοπρεπές, αλλά πολύ συνηθισμένο σαν μπομπαρισμένο ειδικά σε τσιφτεντελάδικα (20/30). Το πράσινο (15) δεν το ’χω δοκιμάσει, αλλά το Gold, το 18, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Μου το κάνει δώρο κάθε χρόνο ο φίλος μου ο ζωγράφος και το απολαμβάνω. Νέκταρ. Συστήνεται ανεπιφύλακτα. (27/30) (αν το βρείτε γύρω στα 52-55 ευρώ είναι μια καλή τιμή, πάρτε το). (Εκεί)

  3. ΔΗΜΗΤΡΗ(ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΕ),ΚΑΙ «ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΕ», ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΛΕΤΕ!!!
    ΤΕΤΟΙΟ ΜΠΟΜΠΑΡΙΣΜΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΥΤΕ ΣΤΟΝ ΥΙΟ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΑ ΝΑ ΤΟΥ ΚΑΝΩ.
    ΑΥΤΟΙ ΞΥΠΝΟΥΣΑΝ, ΚΟΙΜΟΝΤΟΥΣΑΝ, ΤΗΝ ING ΕΙΧΑΝ ΣΑ ΘΕΟ ΤΟΥΣ.
    ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΠΑΖΑ. ΟΙ ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ, ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΚΑΙ ΤΕΤΟΙΑ.
    ΤΩΡΑ ΠΑΛΗΚΑΡΑΚΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΚΗΣ» ΤΙ ΛΕΤΕ;
    ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΣΑΣ ΝΑ ΣΑΣ ΣΩΣΕΙ;
    ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΜΟΥ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ;
    «ΙΔΟΥ Η ΡΟΔΟΣ ΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ» (Παρακεί)

  4. Γεροντική τρόμπα και άγιος ο θεός των αφισών υπέρ του χουντόδουλα. Α! Ρε αποτυχημένοι τρόμπες, που θα μιλήσετε για σωστό μπομπάρισμα.
    ΟΥΣΤ. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified