Ο ψήστης κρέατος, χειριστής της σχάρας σε καταστήματα εστίασης, (ψησταριές, εστιατόρια, πιτσαρίες).

Πιθανές προελεύσεις :

1) Σχάρα > Σχαριέρης > Σκακιέρης

2) Από την σχάρα με λαβή, η οποία αποτελείται από δύο παράλληλα πλέγματα που σχηματίζουν μικρά τετράγωνα, όπως η σκακιέρα.

Ιδιοκτήτης μικρού συνοικιακού καταστήματος ντελίβερυ :

Τα μικρά καταστήματα όπως το δικό μας δεν βγαίνουν άμα προσλάβεις ένα άτομο για κάθε ειδικότητα, μπουφετζή, λαντζιέρη, σκακιέρη, καθαρίστρια, σερβιτόρο. Εμείς είμαστε δύο άτομα και τα κάνουμε όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος, ενώ έχει στρώσει μία κατάσταση όμορφη και περιποιημένη για τον ίδιο, π.χ. με μία γκόμενα (πολύ συχνή η χρήση της λέξης στις ανθρώπινες σχέσεις), με μία καλή δουλειά, με πολλά λεφτά κλπ., ξαφνικά τα γκρεμίζει όλα και καταστρέφει ό,τι έχει πετύχει μέχρι τότε, ευρισκόμενος εκουσίως από την αρχή, στο μηδέν. Σχετική η έκφραση «χύνει την καρδάρα με το γάλα».

Προσοχή: να μην συγχέεται με τις περιπτώσεις εκείνες που καίνε το καλύβι τους για να μεταπηδήσουν αμέσως σε άλλο που έχουν ήδη ετοιμάσει από πριν.

Πιθανές ερμηνείες του φαινομένου, υπενθυμίζοντας ότι κάθε είδους γενίκευση είναι εξ αρχής λανθασμένη (ειδικά στα χαοτικά θέματα των ανθρωπίνων σχέσεων) και χωρίς να βάζω κανένα αρνητικό ή θετικό πρόσημο στο λήμμα μου και σε ανάλογες συμπεριφορές:

α) Πρόκειται για κοινή αυτοκαταστροφή. Είναι εκείνος που δεν μπορεί να διατηρήσει μία όμορφη κατάσταση, τρώγεται με τα ρούχα του, ψάχνει να βρει πάντοτε κάτι το αρνητικό για να μανουριάσει και να χαλαστεί, τον τρώει το σαράκι μέσα του.

β) Η ίδια η κατάσταση που έχει στρώσει, όσο όμορφη και καλή να είναι, αρχίζει κάποια στιγμή να τον βαραίνει, να τον περιορίζει και θέλει να πάει για άλλα. Στην περίπτωση αυτή η μομφή καψοκαλύβας, αποδίδεται από το περιβάλλον, ο ίδιος όμως γνωρίζει το πώς και γιατί καίει την καλύβα του, ή τουλάχιστον έτσι νομίζει.

γ) Συνδυασμός των παραπάνω.

Πάντως θέλει κοχόνες για να το κάψεις το ρημάδι.

- Τα ΄μαθες ;;; Ο Χρήστος παραιτήθηκε από στέλεχος της εταιρείας, παράτησε την γυναίκα του με τρία παιδιά και έφυγε στις Ινδίες να γνωρίσει λέει την ανατολική φιλοσοφία.
- Αυτός τελικά αποδείχθηκε μεγάλος καψοκαλύβας.

Δώσε βάση στο νόημα! (από Khan, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίκαιρη έκφραση, λόγω οικονομικής κρίσης. Καμία σχέση με το σπάσιμο των επιταγών.

Μία επιταγή σκάει, όταν έρθει η ημερομηνία πληρωμής της, και δεν υπάρχουν στην τράπεζα τα διαθέσιμα κεφάλαια για να πληρωθεί αυτή, οπότε η επιταγή αποδεικνύεται ακάλυπτη, ή αλλιώς πέτσινη. Με το σκάσιμο της επιταγής, ο κάτοχος της την σφραγίζει και αρχίζει να κυνηγάει τον εκδότη της επιταγής για το φέσι που του φόρεσε.

Προφ, η φράση γεννήθηκε επειδή το να σκάσει μία επιταγή είναι γεγονός πολύ αρνητικό για μία επιχείρηση ή έναν έμπορο, ισοδύναμο με την έκρηξη βόμβας. Τις περισσότερες φορές, εάν αρχίσουν να σκάνε οι επιταγές, η επιχείρηση σε λίγο χρονικό διάστημα βαράει κανόνι.

Για το χρονικό διάστημα λίγο πριν το σκάσιμο των επιταγών, λένε ότι οι επιταγές βρίσκονται στο κόκκινο.

Σήμερα σχεδόν κανείς δεν πληρώνει μετρητά, η αγορά κινείται με επιταγές που έχουν μακρινή ημερομηνία λήξεως (οι λεγόμενες μεταχρονολογημένες). Ως αποτέλεσμα, ο κάτοχος της επιταγής αγωνιά για το εάν πληρωθεί η επιταγή ώστε να μπορέσει να καλύψει με την σειρά του τις δικές του υποχρεώσεις, ενώ ο εκδότης της επιταγής αγωνιά να βρει λεφτά για να την πληρώσει. Κανείς από τους δυο δεν κοιμάται ήσυχος.

Επιταγές λαμβάνουν και οι τοκογλύφοι, οι οποίοι δανείζουν κάποιο ποσό και λαμβάνουν ως κάλυψη επιταγή πολύ μεγαλύτερου ποσού, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τοκογλυφικοί τόκοι.

Τά 'μαθες;; Άρχισαν να σκάνε οι επιταγές του Κακομοίρογλου.

Ωχ, γάμησέ τα, μας έχει δώσει και μας μία τριχίλιαρη, δεν πρόκειται να δούμε προκοπή από δαύτη, δες πως θα τα καλύψουμε.

χα χα χα χα  (από ο αυτοκτονημενος, 18/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λικβιντάρω: λέξη της ναρκοσλάνγκ. Περιγράφει την κατάσταση του χρήστη που έχει μείνει χαρμάνης λόγω ελλείψεως χρημάτων και πουλάει ό,τι έχει και δεν έχει για να βρει ρευστό για την δόση του. Εκ του αγγλικού liquid = υγρό, ρευστό.

Ασίστ : Khan, jesus.

Την φωτογραφική μηχανή την πήρε από την Σόφη που είχε πέσει στην αρρώστια και τα λικβιντάριζε όλα για το φάρμακο (Τέος Ρόμβος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική λέξη για τους δικηγόρους πάσης φύσεως και όλων των ειδικοτήτων. Σημαίνει φυσικά ότι ο εν λόγω επαγγελματίας χάνει τις δίκες κατά συρροή και δεν είναι να τον εμπιστεύεσαι, πλέον όμως χρησιμοποιείται για όλον τον κλάδο, επιτυχημένους δικηγόρους ή μη. Συνώνυμο: δικηγόρος Παπαρείω Πάγω. Οι ποινικοί λένε επίσης ειρωνικά «Ήρθε ο Άρειος Πάγος να με βγάλει».

Γενικά το επάγγελμα αυτό έχει δημιουργήσει έναν σχετικό μύθο.

Αφ΄ενός μεν αποτελεί στόχο υγιούς σάτιρας και θεμιτής απαξίωσης από την πιάτσα, όταν στο στόχαστρο της σάτιρας βρίσκεται :

• Ο θεσμικός χαρακτήρας του επαγγέλματος

• Ο φανφαρονισμός και οι κουγιές ορισμένων, ονόματα δεν λέμε υπολήψεις δεν θίγουμε

• Η σύμφυτη με το επάγγελμα ικανότητά τους να υποστηρίζουν όλες τις απόψεις, ακόμα και τις εκ διαμέτρου αντίθετες

• Η εντελώς γλοιώδικη συμπεριφορά ορισμένων και η προσκόλλησή τους σε κύκλους συμφερόντων και εξουσίας, για να έχουν και αυτοί το κατιτίς τους, κοινώς να γλύψουν και αυτοί κανένα κόκαλο.

Αφ΄ ετέρου όμως, κάποιες φορές είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ υγιούς σάτιρας και άρρωστου κόμπλεξ με το οποίο αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι αυτοί. Κόμπλεξ υπάρχει π.χ. στις παρακάτω περιπτώσεις:

• Όταν ξεχνάμε ότι και οι άνθρωποι αυτοί είναι εργαζόμενοι. Κάποιοι σε βοηθούν πραγματικά και άλλοι μάχονται για ελευθερίες και δικαιώματα σε καιρούς μυστήριους

• Στο ότι κάποιος μπορεί να τα έχει κάνει όσο πιο πολύ μπάχαλο γίνεται στην ζωή του και φυσικά καταλήγει να έχει την ανάγκη δικηγόρου, πλην όμως, όταν έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει κατάφατσα την ήττα (γιατί τι να σου κάνει ο δικηγόρος, όταν έχεις κάνει τα πάντα όλα σκατά), τότε βέβαια δεν φταίει ο ίδιος, αλλά ο χασοδίκης ο δικηγόρος. Απ' ό,τι μου έχουν πει φίλοι επαγγελματίες, αν μία υπόθεση είναι σκατά, δύσκολα ο δικηγόρος θα την σώσει -αν και δεν αποκλείονται και οι περιπτώσεις αυτές. Και βέβαια ισχύει το ότι εάν τσακωθείς για οποιονδήποτε λόγο και φτάσεις να έχεις την ανάγκη δικηγόρου, είσαι ήδη χαμένος.

• Άλλες φορές πάλι, κάποιοι δικηγόροι ιδρώνουν μπροστά σε άκαμπτους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι τους αντιμετωπίζουν με εξοργιστική ειρωνεία και από θέση ισχύος και καταλήγουν πάντα σε ένα λεκτικό ράπισμα του στυλ: «Μα τι είναι αυτά που μας ζητάς. Και είσαι και δικηγόρος!!!!». Δηλαδή δεν αξίζεις για να είσαι δικηγόρος, εγώ που σαπίζω εδώ πέρα, μην με βλέπεις έτσι, θα τα κατάφερνα καλύτερα από εσένα, αλλά ας όψεται η ρημάδα η τύχη κλπ. κλπ., πάρε τώρα τ' αρχίδια μου για αυτό που μας ζητάς και ξαναπέρνα από Δευτέρα να σε ξαναταλαιπωρήσω.

Βλέπε και εκφράσεις όπως «άσε τις νομικούρες», «άρχισε πάλι τα δικηγορίστικα κλπ», με τις οποίες, λόγω του φανφαρονισμού ορισμένων, απαξιώνεται συλλήβδην όλη η νομική επιστήμη.

Σε ό,τι αφορά τους ποινικούς, η αλήθεια είναι ότι οι δικηγόροι συχνά τους εκμεταλλεύονται, αναλαμβάνοντας τις υποθέσεις τους οι οποίες μπορεί να είναι εντελώς χαμένες, μόνο χάριν της αμοιβής. Το -και- σημερινό φαινόμενο εικονογραφεί με ακρίβεια ο Ηλίας Πετρόπουλος στο Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη. Σχετικό το φαινόμενο των διαδρομιστών, δηλαδή δικηγόρων χωρίς γραφείο και σταθερή έδρα, που τριγυρνάν στα δικαστήρια και την πέφτουν στους άτυχους που τους τραβάνε αυτόφωρο και έχουν άμεση ανάγκη δικηγόρου. Θύματά τους κυρίως αλλοδαποί, χωρίς στον ήλιο μοίρα, οι οποίοι πριν φύγουν για απέλαση ή φυλάκιση, για να εξαντλήσουν τις ελπίδες τους, τα σκάνε και στο χασοδίκη να πει την μαλακία του. Και βέβαια, όσοι ποινικοί είναι μέσα με βαριές ποινές, γνωρίζουν τα νομικά τερτίπια καλύτερα από τον κάθε δικηγόρο και μπορούν να προβλέψουν με μαθηματική ακρίβεια τα χρόνια που θα φάει κάποιος συγκρατούμενός τους που πηγαίνει να δικαστεί.

Κττμγ, ως κοινωνία, αλλά και ο κάθε ένας μας, έχουμε τους χασοδίκες που μας αξίζουν.

  1. - Ρε σεις αν μας πιάσουν με τον μπάφο τι γίνεται;; Πε μας και συ χασοδίκη.
    - Βάσει του Συντάγματος και της αρχής της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, πρέπει οπωσδήποτε και ανυπερθέτως η εξουσία να σέβεται τον πολίτη γιατί τα δικαιώματα του ανθρώπου....
    - Α παράτα μας ρε με τα δικηγορίστικα. Και πέρνα και τον μπάφο ρε χασοδίκη, τον γονάτισες.

  2. - Για πες μας εσένα γιατί σε φέρανε, τι λέει ο φάκελός σου;; Α, χα, ληστεία μετά φόνου, σύλληψις επ' αυτοφώρω και σε αναγνώρισαν και τέσσερις γυναίκες για απόπειρα βιασμού...
    - Όλα ψέματα κύριε αρχιφύλαξ, ο χασοδίκης ο δικηγόρος μου φταίει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γνωστά ταχυφαγεία. Ελληνοποίηση του αγγλικού «fast food», δηλαδή γρήγορο φαγητό, με την κατάληξη -άδικο.

Οι γευστικές επιλογές που προσφέρουν κινούνται γύρω από την τριπλέτα χάμπουργκερ, πλαστική πατάτα, κοκακόλα και τις παραλλαγές τους. Γι' αυτό να μην συγχέονται με γυράδικα, τυροπιτάδικα, σουβλατζίδικα, που προσφέρουν και αυτά γρήγορο φαγητό, αλλά δεν είναι φαστφουντάδικα.

Χαρακτηριστικά τους η τυποποίηση σε περιβάλλον, φαγητό και εξυπηρέτηση (βλ. και σχετική συζήτηση -σχόλια στο λήμμα ό,τι βλέπετε) και η δυνατή, ξενέρωτη μουσική που παίζουν για να μας σπάσουν όσο πιο γρήγορα τα νεύρα και να σηκωθούμε να φύγουμε μόλις τελειώσουμε το φαγητό για να μην πιάνουμε τραπέζι.

Παρ΄ όλα αυτά, το απρόβλεπτο και το σαμποτάζ στην τυποποίηση, πήρε πάλι την εκδίκησή του, αφού τα παππούδια, ελλείψει κλασσικών καφενείων (σπανίζουν και αυτά πλέον), αράζουν με τις ώρες στα εν λόγω μαγαζιά με έναν καφέ που παραγγέλνουν, κόβοντας όλη μέρα κίνηση. Έχω ακούσει παππού σε φαστφουντάδικο να ρωτάει: «ελληνικό καφέ δεν έχετε;;»

Μετά την εξαφάνιση των δημόσιων ουρητηρίων, είναι πολύ χρήσιμα και για να ανακουφίζει κανείς αναπάντεχες σωματικές ανάγκες.

Δεν χρειάζεται, μην κάνουμε και διαφήμιση

Φαστ φουτ. (από patsis, 28/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γνωστό ευαγές ίδρυμα, ενώ στην σλανγκ εκδοχή χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ίδιο το άτομο που είναι τόσο τρελό, ώστε να χαρακτηρίζεται το ίδιο τρελοκομείο. Ακούγεται πολύ και στις φυλακές, από κρατούμενους για άλλους τρελάκηδες κρατούμενους.

Συνώνυμα : ψυχάκιας, του έστριψε, μουρλοκομείο, μουρλοκούκου, τρελός με τρία λάμδα, ξεφεύγα, για τα σίδερα, ζουρλός, ζουρλοπαντιέρα.

Τελευταίως, έχει αυξηθεί ο αριθμός των εν λόγω ατόμων, όπως διαπιστώνει οιασδήποτε περπατά στους δρόμους ή κυκλοφορεί με μέσα μαζικής μεταφοράς.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα : Σχεδόν πάντα κρατάνε μία πλαστική σακούλα με αυτά που θεωρούν απαραίτητα και μιλάνε μόνοι τους ή σε κατά φαντασίαν συνομιλητή.

Παρουσιάζω δύο χαρακτηριστικές φιγούρες του αθηναϊκού άστεως:

  • Ο καρατέκα: Ψιλόλιγνη μορφή, που περπατάει πολύ γρήγορα φέροντας απαραίτητη πλαστική σακούλα Κάθε λίγο σταματάει και επιδίδεται σε άψογες φιγούρες τζουντοκαράτε μπροστά σε ανυποψίαστους περαστικούς, εξαπολύοντας κλοτσιές και γροθιές που περνούν ξυστά από τον ξαφνιασμένο διαβάτη, χωρίς να τον χτυπούν. Αν τον συναντήσετε, μην αντιδράσετε, τελειώνει το νούμερο και αποχωρεί. Μία γνωστή μου που αντέδρασε, έφαγε ξώφαλτση.
  • Η κυρία Κατερίνα: Συχνάζει στα Εξάρχεια, μια εντυπωσιακή και τιτάνια σε όγκο και δύναμη μορφή, της οποίας ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η σπηλαιώδης αγριοφωνάρα που ακούγεται από τουλάχιστον τέσσερα τετράγωνα μακριά, να καταφέρεται κατά δικαίων και αδίκων. Εκδηλώνει άφοβα ειδική αντιπάθεια στα κατοικοεδρεύοντα όργανα της τάξεως. Κορυφαία της ατάκα, τότε που ο Αβραμό είχε ξεσκιστεί να γεμίζει την πόλη με συντριβάνια : «Αβραμόπουλε, τα μουνιά της γιαγιάς σου, φέρε νερά στην πλατεία Εξαρχείων». Θεωρείται εύπορη γυναίκα, που οι συγγενείς της την πέταξαν στο δρόμο και της έφαγαν την περιουσία.

Η ύπαρξη τέτοιων ατόμων οφείλεται σε εκρηκτικό κοκτέιλ αδιαφορίας και κοινωνικής εγκατάλειψης, ανέχειας και οικονομικών προβλημάτων, αύξησης των λεγόμενων ψυχικών παθήσεων, αλλά και στην ιδιοτέλεια και παλιανθρωπιά των κουφάλων συγγενών. Πολλά εύπορα άτομα τα οποία κάποια στιγμή αντιμετώπισαν συνηθισμένα και αντιμετωπίσιμα ιατρικά κομπλαρίσματα κατέληξαν στον δρόμο λόγω δολοπλοκιών όσων συγγενών εποφθαλμιούν την περιουσία τους και την ξεκοκαλίζουν άνετα και με το νόμο, έχοντας φροντίσει να τον κηρύξουν ανίκανο.

Και ο δρόμος είναι η καλή περίπτωση, διαφορετικά υπάρχει το ίδρυμα ή χρησιμοποιούνται αμιγώς κωσταλεξικές μέθοδοι, (βλέπε ορολογία Χαλικούτη, σε σχόλιο στο λήμμα θείτσα).

Ο όχι ιατρικά απαραίτητος εγκλεισμός σε ίδρυμα θεωρείται εύκολη λύση για να ξεμπερδεύουμε γρήγορα, να κρύψουμε τη λέρα κάτω από το χαλί και να συνεχίσουμε την ζωή μας. Ο εγκλεισμός συχνά επιφέρει τον περαιτέρω στιγματισμό, ακόμα και εάν δεν υπάρχει κανένας λόγος, ακόμα και αν τα καταφέρει κάποτε να βγει.

Να σημειωθεί ότι σε ορισμένες θρησκείες θεωρούν τους τρελούς ιερά πρόσωπα (σαμάνοι, μάγοι της φυλής κλπ.) Αλλά και στην Ελλάδα παλαιότερα, μέσω της μορφής του τρελού του χωριού, υπήρχε αποδοχή της τρέλας ως αναγκαία ανθρώπινη συνθήκη, η οποία κάποια στιγμή απλώς ξεσπάει πάνω στον πιο άτυχο για λόγους κοινωνικών παθογενειών ή/και γονιδιακής προδιάθεσης. Ο τρελός του χωριού ζούσε ελεύθερος, και πάντοτε έβρισκε ένα πιάτο φαί, φαινόμενο που έχω καιρό να δω στην ελληνική επαρχία.

Ο Φουκώ περιγράφει στην «Ιστορία της Τρέλας» πως κάποια στιγμή, στην πεφωτισμένη Δύση, περάσαμε από την ιερότητα και τον σεβασμό προς την τρέλα και την καθημερινή συνομιλία μαζί της, στην τρέλα ως μίασμα που πρέπει να εγκλειστεί και να καταπολεμηθεί.

Αρχικά με βάρβαρες μεθόδους (βλ. στον Δράκουλα του Κόπολα, τον τιτανοτεράστιο Θωμά Περιμένη να ερμηνεύει τον τρελό υπηρέτη του Δράκουλα και να περνάει των παθών του στα χέρια του Διευθυντή του ιδρύματος που τον βασάνιζε), αργότερα με περισσότερο εκλεπτυσμένες, μοντέρνες ψυχιατρικές μεθόδους (βλ. τον μνημειώδη Τζακ Νίκολσον στην «Φωλιά του Κούκου» και τις άλλες μορφές γύρω από αυτόν και τις άλλες μορφές γύρω από αυτόν, όπως τον Ινδιάνο ηθοποιό Will Sampson, που στο τέλος και αυτός τα σπάει).

Παίζει και η αντιμετώπιση του θέματος να έγκειται στο γεγονός ότι ο μουρλός είναι εξ ορισμού αντιπαραγωγικό άτομο, συνεπώς άχρηστο. Δεν είναι τυχαίο ότι ως αποκατάσταση του ατόμου η κοινή γνώμη θεωρεί μόνον την δουλειάς που απαλλάσσει την οικογένεια από κάθε οικονομική υποχρέωση.

Ας σημειωθούν, εν κατακλείδι, η απεικόνιση του ψυχιάτρου στον ελληνικό κινηματογράφο ως μουρλότερου του ασθενούς (βλ.. Γιάννης Βογιατζής στο «Η Γυναίκα μου τρελάθηκε») και τραγούδια όπως «Για το καλό μου» του Μηλιώκα του και «Ας τον τρελό στην τρέλα του» του Άκη Πάνου.

- Ο Ξιφίας ήταν σκέτο τρελοκομείο, είχε γυρίσει όλα τα ψυχιατρεία των φυλακών, Κορυδαλός, Κέρκυρα, Λάρισα, έκανε συνεχώς τσαμπουκάδες στα χέρια του και πλακωνότανε με χάπια.
(Διασκευή από το «Καταζητείται» του Κώστα Σαμαρά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην τυπική ερώτηση «τι κάνεις ;;;», με σκοπό να ξαφνιάσει τον ερωτώντα που αρέσκεται στις τυπικούρες, με μία απάντηση που ξεφεύγει από τα τετριμμένα.

Άλλες απαντήσεις αυτού του είδους, είναι οι εξής:

  • Εδώ,
  • Υπομονή (παντρεμένος με παιδιά),
  • Εντύπωση (λίγο φλωρίγκος),
  • σκατά και τα δαγκάνεις (κλασσικό).

- Tι κάνεις;
- Μ΄ ένα χιλιάρικο, τα πάντα. Τι να κάνω ρε μαλάκα, δεν βλέπεις ότι πνίγομαι;
(από χώρο εργασίας)

(από Vrastaman, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάζεψέ τα. Δεν βρίσκω άλλη ερμηνεία παρά να προέρχεται από συντόμευση του «μάζεψέ τα». Γνωστό το τραγούδι του Τσιτσάνη, «τα λερωμένα, τ' άπλυτα, τα παραπεταμένα, μάσ' τα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πια για μένα». Φυσικά συντάσσεται και με άλλους τρόπους, «μασ' το, το 'μασα» κλπ. Λίγο ξεπερασμένο, αλλά νομίζω κλασικό και χρησιμοποιείται και σήμερα.

Μάσ' τα πράγματά σου και άδειασέ μου την γωνιά.

(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Oχιά διμούτσουνη να σε φάει!: Λέγεται με οργή από κάποιον που μόλις απορρίφθηκε ηχηρά μία πρότασή του προς αυτόν που την απέρριψε. Λέγεται αμέσως μετά το όχι, για να λειτουργεί η παρήχηση και η ένταση της στιγμής.

- Αγάπη μου, κάνε μου μία πιπούλα.
- Άει στο διάολο ρε ληγμένο κουνάβι, που έχεις να κάνεις μπάνιο τρεις μέρες και θες και πιπούλα.
- Έλα μωρό μου, σε παρακαλώ, να κοίτα, θα του βάλω γύρω-γύρω λίγο αποσμητικό (φς, φσσσσσς). Να έλα, μύρισε, άρωμα.
- Παράτα μας ρε σιχαμένε, δεν καταλαβαίνεις ότι βρωμάς και ζέχνεις;;;. Δεν παίζει με την καμία, νόου, νιχτ, νιετ, νάιν, νο, όχι.
- Οχιά διμούτσουνη να σε φάει, μωρή μαλακισμένη, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια! στο τέλος-τέλος. Πάω να δω τηλεόραση.
(Αληθής στο περίπου στιχομυθία)

(από Khan, 02/09/09)(από Vrastaman, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified