Είναι η επίπληξη, το κατσάδιασμα, το ξεχεστήριο, ή το να τα σέρνεις σε κάποιον. Νοείται, ακόμη, και το ειδοποιητήριο ληξιπρόθεσμης οφειλής, η κοινοποίηση αγωγής, ή γενικά οποιοδήποτε «φιρμάνι» μας αφορά. Η λέξη έλκει την καταγωγή από τις εγκυκλίους που έστελνε το Πατριαρχείο σε όλες τις εκκλησιαστικές περιφέρειες, επισκοπές κλπ, και απευθυνόταν προς τους «απανταχού ορθοδόξους». Αυτές οι εγκύκλιοι είχαν, συνήθως, σκωπτικό χαρακτήρα και αφορούσαν κάποια παρεκτροπή είτε του ποιμνίου, είτε της ιεραρχίας, και σκοπός των εγκυκλίων αυτών ήταν η επαναφορά στην τάξη των παρεκτραπέντων.

Άσ' τα μαλάκα. Μου ήρθε το πρωί η απανταχούσα από την ΑΔΑΕ και εκεί που νόμιζα ότι θα μου βγάλουν να πληρώσω 1.200€, μου τα βγάλανε 13.842,37€!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «μουνί καπέλο» δηλώνει κακή κατάσταση προσώπου, πράγματος, ή κατάστασης και είναι σχεδόν σίγουρο ότι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν πολλοί, δεν έχει να κάνει με το καπέλο αλλά προέρχεται από την ισπανική λέξη cabello που σημαίνει «μαλλιά» και προφανώς παραπέμπει σε τριχωτό αιδοίο το οποίο, ως γνωστόν, παρουσιάζει συχνά μιαν εικόνα ακαταστασίας και αναταραχής.

Ω, ρε μαλάκα, τράκαρε ο Μάκης την καινούρια BMW του γέρου του, τι να στα λέω. Μουνί καπέλο έγινε το αμάξι, δεν ξεχωρίζεις ρόδα από τιμόνι. Ευτυχώς ο ίδιος δεν έπαθε τίποτα, αλλά θα τον περιλάβει ο γέρος του, γάμησέ τα!

Τα 'μαθες; Η Μαρία έκανε μπότοξ αλλά έπεσε σε κομπογιανίτη και της έκανε τη μόστρα μουνί καπέλο. Αν τη δεις μη δείξεις έκπληξη κάνε σαν να μην τρέχει τίποτα.

Άστα! Έμαθε ο γενικός για την πατάτα που έκανε ο Γιώργος στην κατάθεση των δικαιολογητικών και διέταξε να γίνει ΕΔΕ. Ενός κακού μύρια έπονται, ρε, πάνω που πηγαίναμε να στρώσουμε θα γίνουμε πάλι μουνί καπέλο!

μουνί cabelloμουνί cabello

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερβάλλω, παρουσιάζω πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις όχι στις πραγματικές τους διαστάσεις, αλλά με τρόπο που συνήθως εξυπηρετεί τους σκοπούς μου.

- Ωχ, μας ζάλισε πάλι ο Σάκης με τις ανοησίες του, έχει γράψει 5 προγράμματα όλα κι όλα και στον νέο διευθυντή το μόνο που δεν είπε ότι έχει μηχανογραφήσει την πτήση στον Άρη!
- Ε, καλά ρε δεν τον ξέρεις τώρα; Κάνει το ζουρνά καΐκι!

(από panos1962, 17/02/13)Καΐκι (από panos1962, 17/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν γνωρίζω, ομολογώ, την ετυμολογία, αλλά σημαίνει το αδιέξοδο, την κακοτοπιά, την απροσδόκητα δυσάρεστη έκβαση των πραγμάτων.

Σχεδόν πάντα συντάσσεται με το «Πέσαμε σε» και σπανιότερα με το «Πω πω».

  1. - Καλά, ρε συ, ούτε ένα καρό δεν έχεις;
    - Άσε, μεγάλε, πέσαμε σε λούμπα!

  2. - Πήγαμε να τους μαδήσουμε και μας πήραν τα σώβρακα!
    - Χα, χα! Πέσατε σε λούμπα!

  3. - Την πάω με τα πολλά στο σπίτι και πώς πάω να βάλω το χέρι μου, πιάνω κάτι σαν π... Άσε, τρελάθηκα, μαλάκα.
    - Ω, ρε λούμπα! Άλλη φορά να προσέχεις με «ποιες» κάνεις παρέα!

Σύμφωνα με Τριανταφυλλίδη (και Μπαμπινιώτη, και Μπαμπινιώτη...), από το αλβανικό luba (λάκκος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άριστος, ο δάσκαλος, το αφεντικό, αυτός που όλοι τον παραδέχονται ως αρχηγό, ή φωτεινό παντογνώστη. Χρησιμοποιείται, ενίοτε, και ειρωνικά (τι λε, ρε μεγάλε;), ή και για να καλύψει το γεγονός ότι δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου που βλέπουμε μετά από αρκετό καιρό, ενώ αυτός δείχνει να μας θυμάται πολύ καλά:

  1. - Ρε Μπάμπη, τι απαντάμε τώρα στον μεγάλο;
    - Δεν ξέρω, ρε συ. Καλύτερα να του πούμε την αλήθεια. Δε μας παίρνει να του πουλήσουμε κι άλλο παραμύθι.

  2. - Τραβάω τον άσο, δίνω σπαθί και είστε μέσα!
    - Μεγάλε, τους έσκισες!

  3. - Πάμε για καφέ;
    - Μπα, ο μεγάλος είπε να μη φύγει κανείς!

  4. - Γεια σου, ρε Πάνο! Τι μου κάνεις; Τι κάνει η Λίντα και τα παιδιά;
    - Γεια σου, ρε μεγάλε! Καλά, εσύ πώς πας;
    - Ο Θανάσης είμαι, ρε… Δεν με θυμάσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέω ασύστολα ψέματα. Ο όρος χρησιμοποιείται, συνήθως, όταν παραμυθιάζουμε κάποιον για να δικαιολογηθούμε για κάτι που ξεχάσαμε να κάνουμε ή να μην κάνουμε.

  1. - Κοίτα, είχαμε σύσκεψη και μετά είχε πάει 12:00 και είπα ότι θα κοιμάσαι…
    - Τι παραμύθια είναι αυτά που μου πουλάς, ρε καθίκι; Αφού σε είδε η Γεωργία στο La Place με την Καίτη. Α, παράτα μας!

  2. - Ρε, μαλάκα, χάλασε ο δίσκος και έπεσε το σύστημα.
    - Α, τον πούστη, μας πούλησε παραμύθι για το RAID!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλακομούνι ή το πλακοκώλι με δέσιμο από δονητή διμούτσουνο. Δεν νομίζω ότι χρήζει περαιτέρω εξηγήσεως, καθώς υπάρχει κίνδυνος παρεξηγήσεως.

(Δεν προβλέπεται, θα μας κόψουν οι mods)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται γι αυτούς που μεγαλοπιάνονται, ή γι' αυτούς που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ενώ η πραγματικότητα τους διαψεύδει, π.χ. όταν κάποιος συζητά συνέχεια για πολύ ακριβά αυτοκίνητα, αλλά τελικά κυκλοφορεί με παλιό Ζάσταβα που καίει λάδια.

  1. - Είδα το Νίκο και μου είπε ότι κοιτάει για πισίνα.
    - Τι λέει, μωρέ, ο φαντασμένος, αφού χρωστάει παντού και κάνει τράκα ακόμα και τσιγάρα. Η μύτη μας στον ουρανό κι ο κώλος μας στις στάχτες.

  2. Η Βάσω παράτησε τη δουλειά γιατί, λέει, δεν μπορεί να ανέχεται το μακρύ και το κοντό του καθενός. Εν τω μεταξύ δεν έχει μία. Τι να πω; Η μύτη μας στον ουρανό κι ο κώλος μας στις στάχτες…

(από panos1962, 19/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη νεοδημοτική «περήφανος στ' αφτιά». Σημαίνει αυτόν που δεν ακούει καλά, τον βαρήκοο. Η ετυμολογία της έκφρασης δεν είναι ακριβώς γνωστή, αλλά εικάζω ότι οφείλεται στην αύξηση της έντασης της φωνής, οπότε είναι σαν το αυτί να μην δίνει σημασία, να αγνοεί κάποιον που μιλάει με σε κανονική ένταση· θέλει ιδιαίτερη αντιμετώπιση, είναι «περήφανο».

- Πάω στο γενικό να του κάνω παράπονα. Δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο αυτή η κατάσταση.
- Πάνε, αλλά μίλα δυνατά, είναι λίγο περήφανος στ' αυτιά.

Ρε, μη φωνάζετε, σας ακούω! (από panos1962, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified