Λεξιπλασία που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από το «διασταυρώνω», «διασταύρωση». Δηλώνει το μαγείρεμα των στοιχείων, ή τη χάλκευση της πληροφορίας γενικότερα.

  1. Πάλι μου ζήτησε ο γενικός να διαστραβώσω τον ισολογισμό. Στο τέλος θα με κλείσουν μέσα.

  2. - Η κατάσταση που μου έφερες δείχνει ότι έχουμε έσοδα, ενώ εγώ βλέπω ότι πάμε για φούντο.
    - Άσε την κατάσταση. Είναι διαστραβωμένη...

  3. Το ρεπορτάζ λέει άλλα κι ο «μεγάλος» θέλει άλλα. Μάλλον θα γίνει διαστράβωση.

Μετά την αποκάλυψη της διαστράβωσης του ισολογισμού. (από panos1962, 12/11/09) Διαστράβωση στοιχείων (από panos1962, 15/11/09)Διαστράβωση στοιχείων (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά σημαίνει την επερχόμενη βύθιση, το ναυάγιο όσον αφορά κυρίως στο οικονομικό.

Χρησιμοποιείται, βέβαια, και στον αισθηματικό τομέα, π.χ. όταν μια σχέση ή ένας γάμος οδεύει ολοταχώς προς διάλυση. Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται κατά κόρον και στα δημοσιονομικά της Ελλάδας.

  1. Ο Χατζημήτσος βάρεσε κανόνι. Τα λεφτά που μας χρωστάει θα τα πάρουμε του αγίου πούτσου. Πάμε για φούντο!

  2. - Τα 'μαθες; Ο Απόστολος και η Γεωργία πάνε για φούντο.
    - Ε, τι περίμενες; Αυτός είναι πουτσοκέφαλος κι αυτή τον παίρνει απ' όλες τις μπάντες. Πώς θα κάναν προκοπή;

  3. - Πάλι μας βάλαν στην επιτήρηση οι Αλμούνηδες.
    - Τι περίμενες, αφού πάμε για φούντο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλεγχος ή διασταύρωση ανεπιβεβαίωτης πληροφορίας.

Προέρχεται από το αγγλικό «check» που σημαίνει, ακριβώς, «ελέγχω», «διασταυρώνω». Ο όρος διαδόθηκε στο ευρύ κοινό κατά τη δεκαετία των ογδόνταζ, μέσω των σατιρικών εκπομπών της Μαλβίνας Κάραλη («Malvina Hostess»), που αποτέλεσαν πρόδρομο παρόμοιων εκπομπών («Αλ Τσαντήρι», «Ελληνοφρένεια» κλπ).

Ενίοτε, ο όρος χρησιμοποιείται και για αναξιόπιστα πρόσωπα, π.χ. «θα σε τσεκάρω», ή «θα την καρατσεκάρω» κλπ.

  1. - Μου είπαν ότι στο σλανγκρ κυκλοφορεί λαθραία τσόντα. Δες το λήμμα «μουνί καλλιγραφίας».
    - Τι μου λες; Θα το καρατσεκάρω πάραυτα!

  2. - Η Μαίρη πήγε για δουλειά στην Αθήνα.
    - Πήγε για δουλειά ή για «δουλειά»;
    - Λες; Θα την τσεκάρω!

Malvina Hostess (από panos1962, 12/11/09)

Βλ. επίσης καρατσεκαρισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το σούπερ ντούπερ, το άπιαστο, το τέλειο. Ο όρος καθιερώθηκε μάλλον από τον Νίκο Αλέφαντο, αλλά χρησιμοποιείται και εκτός αγωνιστικού χώρου, π.χ. «το ραλί του Άγγελου είναι πύραυλος, μάνα καημένη».

- Παίκτης σαν τον Ροναλντίνιο δεν υπάρχει άλλος αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Ο άνθρωπος είναι μάνα καημένη, ασύλληπτος!

- Καλά, μια Χαγιαμπούσαμας έπαιζε φώτα στα 220! Μας πέρασε σαν να ήμαστε σταματημένοι. Απίστευτο εργαλείο, μάνα καημένη, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χώρο του ποδοσφαίρου, σημαίνει το να ντριμπλάρω κάποιον, να τον κάνω χαζό. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Νίκο Αλέφαντο. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε ακούσει τον εν λόγω προπονητή να περιγράφει εξαιρετικά ντριμπλαρίσματα με τις φράσεις «τον ζωγράφισε», ή «τους ζωγράφισε όλους», ή «τον εζωγράφισε» κλπ.

Παρ όλ' αυτά ο όρος χρησιμοποιείται και για το κατσάδιασμα, η το μπινελίκωμα. Λέμε, π.χ. «άσε τον φώναξε ο γενικός και τον ζωγράφισε». Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για την ίδια λειτουργία, καθώς και στις δυο περιπτώσεις έχουμε επιβολή της υπεροχής με μη προσχηματικό, αλλά μάλλον με κραυγαλέο τρόπο.

  1. - Πω, ρε μαλάκα. Είδες πώς τους πέρασε όλους;
    -Τους ζωγράφισε.

  2. - Τι σου είπε η Μαίρη; Τσαντισμένη την άκουσα.
    - Άσε, με ζωγράφισε και είχε και δίκιο. Είχαμε ραντεβού χθες και την έστησα.

Νίκος Αλέφαντος (από panos1962, 12/11/09)Ο Πελέ "ζωγραφίζει" (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει αντιλαμβάνομαι τις προθέσεις κάποιου, παίρνω πρέφα, διαβλέπω τις κινήσεις ή τις ενέργειες που πρόκειται να γίνουν, «βλέπω» τις εξελίξεις. Ο όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον στα ομαδικά παιχνίδια και δη στο ποδόσφαιρο. Λέμε, π.χ. «ο Νικοπολίδης διάβασε τον Τζώρα και έκανε έγκαιρα την έξοδο».

  1. Ο Μάκης διάβασε τη φάση και γύρισε γρήγορα στην άμυνα, σώζοντας την ομάδα από βέβαιο γκολ.

  2. - Ο Μήτσος χώρισε με την Αφρούλα. Τον έκανε τάρανδο.
    - Εμ, εγώ την είχα διαβάσει αυτήνα. Αφού την έπεφτε σε όλους.

Ο Μήτσος κατά την απουσία της Αφρούλας στη Σκύρο. (από panos1962, 12/11/09)Διαβάζοντας την τρέχουσα οικονομική κατάσταση... (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σουρεαλιστικό, το παράξενο, το bizarre. Λέγεται και για πρόσωπα, αλλά πιο συχνά χαρακτηρίζει αλλόκοτες ή περίεργες καταστάσεις.

  1. Πήγα στο ΙΚΑ και τα 'παιξα. Μου είπαν ότι για να πάρω αριθμό μητρώου ΙΚΑ θέλουν τον αριθμό μητρώου ΙΚΑ. Καλά, μιλάμε για σουρεάλ κατάσταση. Ό,τι να 'ναι!

  2. Πολύ σουρεάλ ο τύπος. Στη δουλειά του έχει Windows, στο σπίτι δουλεύει Linux και χθες ανακάλυψα ότι μετέχει ενεργά στο Open Solaris.

  3. Η Γεωργία με κάλεσε χθες για φάμε μαζί, και το βράδυ ήθελε να μου κάνει σιάτσου. Μιλάμε, το άτομο είναι σουρεάλ.

βλ. και τιραμισουρεαλισμός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδημώ εις Κύριον, τινάζω τα πέταλα. Η έκφραση λέγεται με στόχο τη διασκέδαση και τον εξορκισμό της πικρής αλήθειας του θανάτου.

  1. -Τα 'μαθες; Ο Τζιμάνης την κούρδισε την κιθάρα.
    - Ε, γλίτωσε ο άνθρωπος. Τόσα χρόνια βασανιζόταν. Θεός σχωρέσ' τον.

  2. Ο Γεωργαντίνης τελικά την κούρδισε την κιθάρα. Αύριο, 10 η ώρα είναι η κηδεία.

  3. - Ασ' τα, πέθανε η μάνα του Αντρέα.
    - Τουλάχιστον έφυγε πλήρης ημερών. Τι τα θες, όλοι θα την κουρδίσουμε την κιθάρα κάποια στιγμή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδημώ εις Κύριον, «αναπαύομαι». Η έκφραση πιθανόν να οφείλεται σε χαρακτηριστική σύσπαση των ποδιών του αλόγου κατά την οποία πιθανόν να εκτιναχθούν ένα ή περισσότερα πέταλα. Λέμε ακόμη και «τα τίναξε» (εννοώντας τα πέταλα). Συνήθως λέγεται για άτομα τα οποία δεν έχαιραν ιδιαίτερης συμπάθειας, αλλά αυτό δεν αποτελεί κανόνα.

  1. - Τι γίνεται ρε συ εκείνος ο παλιός διευθυντής του Ταμείου, ο Μανόπουλος;
    - Δεν τα 'μαθες; Τίναξε τα πέταλα, ανήμερα τα Χριστούγεννα. Ε, δεν ήταν και μικρός. Έφυγε πλήρης ημερών, Θεός σχωρέσ' τον.

  2. Είδα τον Γιώργο και μου είπε ότι εκείνος ο ελεεινός ο Μαχαίρας τα τίναξε τελικά.

Τίναξε τα πέταλα (από panos1962, 10/11/09)Τινάζω πέταλα (από panos1962, 10/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την οποία προσφωνούμε άτομο το οποίο θέλουμε διακαώς να βρίσουμε, αλλά δεν μας βγαίνει, είτε λόγω συμπάθειας, είτε επειδή η θέση μας δεν το επιτρέπει, π.χ. προϊστάμενος, διευθυντής κλπ. Συνήθως η εν λόγω έκφραση λέγεται ως χαιρετισμός, αλλά μπορεί να ειπωθεί και σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή το κρίνουμε σκόπιμο.

Πιθανόν η προσφώνηση να προήλθε από παραφθορά: «μουνί» -> «μουνάκι» -> «μουνάκι της χαράς», καθώς το μεν «μουνί» ακούγεται πρόστυχο, το δε «μουνάκι» χυδαίο. Τα παραπάνω γίνονται φανερά αν κάνουμε την εξής ερώτηση:¨

  • Τι κάνεις εκεί ρε μουνί;
  • Τι κάνεις εκεί ρε μουνάκι;
  • Τι κάνεις εκεί βρε μουνάκι της χαράς;

Παρατηρήστε επίσης πώς το «ρε» παρασύρεται σε «βρε» μέσα από την αλλαγή διάθεσης που επιφέρει το εν λόγω λήμμα.

  1. Πού 'τσαι ρε μουνάκι της χαράς;

  2. Τσακάς τον ξερό μου άσο, ρε μουνάκι της χαράς;

  3. Βρε μουνάκι της χαράς, τι έκανες πάλι; Καλά, γαμάτο το πρόγραμμα, βγάζει παπάδες. Μπράβο!

Μουνάκι της χαράς (από panos1962, 09/11/09)(από panos1962, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified