Ακολουθεί ομπρέλα ορισμών:

  • ο οδηγός ταξί, ο οποίος διέπεται από τις αρχές του φασισμού/εθνικισμού/ναζισμού και άλλων ανωμαλιών, ο οποίος το δηλώνει με ατέρμονες και απρόκλητες συζητήσεις υπέρ της «επαναστάσεως», «τι καλά τα περνούσαμε στην Χούντα, μας έδωσε και τις άδειες ταξί», «για όλα φταιν οι βρωμιάρηδες οι μετανάστες», «ένας Χίτλερ/Παπαδόπουλος/Καρατζαφέρης θα μας σώσει», κλπ.
  • ο οδηγός ταξί, ο οποίος είναι προκλητικότατος, αφού καπνίζει χωρίς να μας ρωτήσει, οδηγεί σαν να έχει νέφτι στον κώλο, πτύει ροχάλες, ρίχνει μπινελίκια, την πέφτει στις γυναίκες πελάτες, μας πάει στην Δάφνη μέσω Πειραιά παίρνοντας διπλά αγώγια αβέρτα κουβέρτα, κλπ.
  • ο οδηγός ταξί, που δεν του αρέσει η φάτσα μας, τα μαλλιά μας ή ο προορισμός μας και δεν μας κάθεται… Αν είσαι, δε, μελαμψός ή αλλόφυλος γενικά, forget it…
  • ο οδηγός ταξί, που είναι καρφί της Ασφάλειας και δίνει κόσμο, είτε του πολιτικού είτε του χώρου των ουσιών.

    Συνηθίζεται ο οδηγός τούτος ταξί να έχει όλα τα παραπάνω χαρίσματα, 4 σε ένα δηλαδή. Φυσικά δεν ανήκουν όλα τα μέλη της κίτρινης φυλής στην ανωτέρω υποκατηγορία των ταξιστών… Πολλοί από αυτούς απλά ήθελαν να γίνουν μπασίστες (ή ντράμερς)…

- Για όλα φταίνε τα κομμούνια και οι βρωμιάρηδες οι μαύροι! Αθλιότητα κύριος! Να πεθάνουν όλοι οι πούστηδες! Καλά τα λέει ο Άδωνης! Κάτσε να βάλω λίγο Τερλέγκα! Ώρε κέφια! Μια νύχτα δική σουυυυυυ! Χράπ φτού! Που ρε πούστη μ'! Ξέχασα να ανοίξω το παράθυρο! Κάτσε να πάρουμε το μωρό, ωραίο μουνάκι, σκισσς μωρή χαμ... Που πάτε μαντάμ; Πειραιά; Βολεύει, πως δεν βολεύει! Ε, μίστερ, δεν σε πειράζει νομίζω; Χράτς, χράτς (Ξύσιμο αρχιδιού)… Ρε κοίτα τον βρωμιάρη τον φρίκουλα που θέλει και ταξί! Που πας φίλος; Νίκαια; Δεν πάει! Τον είδατε τον χλεμπονιάρη, αν μπει μέσα εδώ θα πρέπει να πλύνω το ταξί με άκουα-φόρτε. Βρε ούστ, στην πατρίδα σας σκατιάρηδες! Εσύ φίλος που είπαμε, Εξάρχεια; Αναρχία, αναρχία; Σωστός! Να γίνει αναρχία, να τα κάνουμε μπουρδέλο όλα, και μετά να στείλουμε τα τανκς… Μωρό, έτσι δεν είναι; Ναι; Έλα ρε Μάκη, τι έγινε Μεγάλε! (Μιλά στο κινητό). Ναι, ρε έρχομαι, ήπια δυό ούζα στον Τζίμη και ψιλο-με-βάρεσε! Ναι, ναι, έχω έναν κουλό μαλλιά και ένα δίμετρο… Ναι, άντε γεια, παλιο-βάζελε! Παρδόν, είπες τίποτα κύριος; Εσύ ρε να πας να γαμηθείς, σ' έχω κοζάρει, λέμε! Βρε ούστ! Μωρό, επιτέλους μόνοι! Να, ρε μαλάκα, (μούτζα) που θα μου βγεις από δεξιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αηδιαστική μυρωδιά που σε χτυπάει στην μούρη και κάνει τα μάτια σου να τσούζουν με το που μπαίνεις σε ένα κλειστό δωμάτιο. Μυρίζεται συνήθως σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων αλλά και φοιτητών.

Στα ξενοδοχεία είναι προϊόν πλημμελούς καθαριότητας και στα δωμάτια φοιτητών επίσης λόγω παρατεταμένης κλεισούρας. Στα ξενοδοχεία και αλλού επικαλύπτεται με αποσμητικό σπρέι και στα φοιτητο-δωμάτια ενίοτε με μπάφους.

Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει με σιγουριά τις διάφορες μυρωδιές που εμπεριέχονται αλλά σίγουρα περιλαμβανουν: αρχιδίλα, κωλίλα, μουνίλα, κλανίλα, αυνανίλα, πουτσίλα, μπεκρίλα και άλλες σωματικές οσμές του προηγούμενου ένοικου. Ενίοτε δε ο προηγούμενος αφήνει την σκιά του σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι...

Σημείωση συντάκτη: ό,τι κάνετε εσείς σε ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, το έχουν κάνει πολλοί άλλοι πριν από σας! (πολλές φορές στα ίδια σεντόνια!)

Urban legend: όχι, οι τρίχες στα ρουθούνια δεν καψαλίζονται από την δωματίλα. Από μπάφους, ίσως.

Λήμμα αφιερωμένο στην ironick.

- Πωπω, ρε μωρό! Βρωμάει δωματίλα εδω μέσα! Ποιός μπίχλας λες να 'μενε εδώ πριν απο μάς; - Και τι περίμενες ρε ΜΧΣ, με 40 γιούρο στο Ναύπλιο, σουίτα; Άσε που μυρίζει σαν το σπίτι σου... Σκάσε ένα μπάφο, κι όλα καλά!
- Κι αυτό σωστό!

(αληθινή ιστορία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης τριπάκι.

Όρος της πιάτσας για την γνωστή ουσία LSD που κυκλοφορεί σε μορφή εμποτισμένου χαρτιού με διάφορα χρώματα και παραστάσεις τα οποία ανάγουν και σε διαφορετική περιεκτικότητα ουσίας.

Ο όρος χρησιμοποιούταν πολύ στα τέλη της δεκαετίας του '80 – αρχές '90 στον κύκλο των μπαρ της Θεσσαλονίκης, ίσως κι αλλού.

  1. - Τι έχουμε σήμερα Τζόρτζ;
    - Τα πάντα ψηλέ! αντίδια, σοκολά, γκαζόζα, ζουζού, κουμπιά, πάκια, εσύ μιλάς!
    - Έλα ρε φίλος, έχεις πατρίκιους; Πίασε 10 κόκκινους δράκους!
    - Δράκοι τέλος! Μου’χουν ξεμείνει κάτι γελαστοί κλόουν...
    - Μπα, δεν τα τρώω αυτά, μου πέφτουν βαριά.

  2. - Μάγκα μου, προχθές φάγαμε κάτι πατρίκιους τεφαρίκια! Μπήκαμε με την Νάνσυ και τον Μάκη στον σκαραβαίο για να την κάνουμε Χαλκιδική αλλά μετά από ένα δίωρο πήραμε πρέφα ότι ήμασταν ακόμη παρκαρισμένοι πάνω στην Καμάρα! Κόκαλο! Μας έκανε χάζι ο κόσμος που πήγαινε για δουλειά τα χαράματα! Πάλι καλά που δεν μας μάζεψαν οι μπάτσοι…
    - Παρκαρισμένοι πάνω στην Καμάρα; Πως τα καταφέρατε, ρε παίκτη, να ανεβείτε εκεί πάνω;
    - Τι πίνεις και δεν μας δίνειςρε μαν!

άγιος κι αυτός! (από MXΣ, 21/01/10)Πατριπ (από MXΣ, 21/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρό αρσενικό του μηρυκαστικού ζώου του γένους βους, με όλα τα φόντα για επιβήτορας.

Θρακιώτικη λέξη με ετυμολογία ίσως από το μπήγω αλλά και το μπαίνω.

Μπήκας στις θρακιώτικες βάλτες είναι και ο νεαρός αεί καυλωμένος αγροτινέιτζερ, που στο μυαλό του έχει πάντα το γαμήσι και τις γκόμενες, (ανεξαρτήτως επιτυχίας) και άλλα παρεφερνάλια (μηχανές, navarra, ξύδια, κλπ) αλλά γενικά τα ξύνει διαρκώς, είναι σελέμης, σαψάλης και μουρντάρης. Το βλέμμα του, μόλις ξυπνάει το μεσημέρι ομοιάζει με αυτό της αγελάδος.

Στα Ελληνέζικα μπήχτης.

- Μέρχαμπα κορόϊδα! Ακόμα δουλεβτ’ε μπρε; - Καβλώς΄τουν μπήκα, ξύπν’σες; Τι έγιν’βρε σερσερή, πάλ’στα κολοχανία ξημερώθκες; Για στρωσου στην δλειά κι άς την ντουρζίνα, μην σε παρ’ο διάλος τον πατέρα'ς!
- Ναι, μπαμπά.

(sic, απομίμηση θρακιώτικης προφοράς)

Ὁ διαιτητής κ. Μπίκας Βασίλης (από aias.ath, 15/11/11)

βλ. και μπίκας, μπίκος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική αργκό.

Αποκαλείται αερογάμης ο στρατιώτης, ο οποίος δεν εκτελεί κανονικά τη Σωματική Βελτίωση των push-ups (δηλαδή με κλίση των χεριών επί του εδάφους διατηρώντας οριζόντιο τον κορμό) αλλά διατηρεί τα χέρια… άκλιτα και κινεί μόνο την λεκάνη ωσάν να γαμεί τον αέρα.

Το φαινόμενο παρατηρείται εις τα κέντρα κατατάξεως και εκπαίδευσης σε νέοπες προερχόμενους από πολιτική ζωή κραιπάλης, αγυμνασίας και τεμπελιάς. Επίσης σε λέουρες, στην απειροελάχιστη πιθανότητα να υποβληθούν σε τέτοιου είδους καψώνι.

Ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά, όπως βλέπουμε και στους άλλους όρισμούς του λήμματος (sex, πουλερικά), και στον χώρο της γύμνασης.

Σχετικό: αιθερογάμων.

Ρε αερογάμηδες, εκτελείτε καλώς τα push-ups, αλλιώς θα δείτε την Τρίπολη με μακαρόνι, κωλόψαρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφανίστηκε στο Δ.Π. ως τρίομερκάντο.

Οφθαλμοφανής παραφθορά του ονόματος του γνωστού τοις patsis ελαφρολαϊκού καυλιάρικου συγκροτήματος Τrio Belcanto κατά την δεκαετία του '50 και των αρχών του '60 (μετά την κάναν για τ' Αμέρικα).

Το Τρίο Μπελκάντο χρησιμοποιείται ειρωνικά για να χαρακτηρίσει ομάδες των τριών ατόμων, αοιδών, αιδοίων ή μη. Μυρίζει though ναφθαλίνη!

Παρεμφερές του «καλώς τους Χιώτες» και «καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο» για δυάδες, το «τρεις κι ο κούκος» για τριάδες, «τρεις και το λουρί της μάνας»* και «τρεις σωματοφύλακες» για τετράδες και το πάρτυ με ούζα για δωδεκάδες. Οι αδερφές Τατά, παίζουν για δυάδες, τριάδες, τετράδες ή και πεντάδες αναλόγως της περιστάσεως, κατά το γνωστό άσμα.

Παραγγελία στο Δ.Π. εκ του φίλτατου αλλά προφανώς βαρήκοου χρήστη kpatakas72
(μην με γονιμοποιήσετε στην βαθμολογία please, αυτή η κουφάλα φταίει!)

** Τρεις και το LouReed της μάνας, είναι οι Velvet Underground χωρίς την Nico.*

Σταχυολόγηση από το διαδίκτυο:

  1. Σύμφωνα με την εφημερίδα, «κούρασαν... οι μελωδίες του Τρίο Μπελκάντο (3 υποψηφίων) για την Προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Ο κόσμος που ψήφισε το κίνημα που ίδρυσε ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου δεν βλέπει παρά την 11η Νοεμβρίου μπροστά του για να δει και τον Πρόεδρο μήπως και αρχίσει ν' ακούει στ' αυτιά του ο Καραμανλής αντιπολιτευτικό λόγο και να πάψει να είναι ο Κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού παρ' ό,τι διαθέτει ασταθή και ισχνή πλειοψηφία».

  2. Όπως σε κάθε δουλειά υπάρχει ένας Ρουφ, έτσι υπάρχουν και δυο άλλες μορφές για να τον πλαισιώνουν...ίσως και να είναι συγγενείς εξ αίματος, δεν ξέρω. Πάντως είναι γεγονός πως αποτελούν το τρίδυμο λαχνό, σχηματίζουν το τρίγωνο των Βερμούδων, έστω κι αν δε φοράνε βερμούδα στη δουλειά για να επιδείξουν διαγωγή κοσμιοτάτη, όταν βρεθούν όλοι μαζί ως άλλο τρίο μπελκάντο τότε οι υπόλοιποι πάνε για τσιγάρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μωρό, το μικρό παιδάκι αλλά και ο έφηβος, νέος και νεώτερος.

Χρησιμοποιείται από γονείς και πολύ κοντινούς συγγενείς για βρέφη και μικρά παιδιά με χαϊδευτική διάθεση ιδίως όταν κάνουν σκανδαλιές ή νάζια . Πιθανώς επειδή τα μικρά παιδιά είναι σκατομηχανές, αλλά και με μια προοπτική όγκου (μικρά), αλλά και για να ξορκίσουν το κακό μάτι (από όπου προέρχεται και η φράση «σκατά στα μάτια μου» όταν αποκαλούμε π.χ. ένα παιδάκι «όμορφο» ). Υπάρχει και σε σκατούλι, σκατουλάκι.

Επίσης χρησιμοποιείται ειρωνικά για εφήβους ή νέους από μεγαλύτερους, όταν κάνουν κάτι που δεν συνάδει με την ηλικία τους. Συνήθως στην έκφραση «μια σταλιά σκατό».

Παρατήρηση 1: το παρόν λήμμα χρήζει λημματογράφησης γιατί παρόλο που χρησιμοποιείται πολύ, δεν υπάρχει με τέτοιο ορισμό στα λεξικά. 'Ενας φόρος τιμής σε όλους τους χαζογονείς!

Παρατήρηση 2: το παρόν λήμμα χρήζει επίσης λημματογράφησης διότι φανταστείτε την έκπληξη ενός ξένου λάτρη της Ελληνικής γλώσσας όταν ακούει ‘Έλληνες γονείς να αποκαλούν τα παιδία τους έτσι! Οποία ντροπή!

  1. - Αχ το μωράκι μου, μωρέ! Χαμογελάς βρε; Αχ, γούτσου-γούτσου! Μαίρη, Μαίρη, τρέχα! Είπε αγκού! Πανέξυπνο είσαι! Του μπαμπά μοιάζεις! Τρέχα σου λέω! Μάκια – Μάκια! Γκίλι-Γκίλι!
    - Πρρρρρρρρουυυίτ! Πριιιιτ!
    - Βρε σκατό, θα μας χέσεις κιόλας; Πάει, μας έκαψες τα τσίνορα!

  2. - Αυτός ο Μάκης, μια σταλιά σκατό, ακόμα δεν βγήκε από την κούνια του και μας πουλάει μούρη το νιάνιαρο!
    - Καλά, κούλαρε, του ρίχνεις μόνο δυο χρονάκια και μη ξεχνάς ότι έχει και δύο μάστερ. Και μην γίνεσαι σπασοκλαμπάνιας, να σε βοηθήσει θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται με σκοπό κυρίως να ειρωνευτεί κάποιος εκείνον που αναφέρεται κατά την συζήτηση σε δικαιώματα εργατών και μεταναστών, στην προστασία του περιβάλλοντος, στο δικαίωμα της νεολαίας στην αμφισβήτηση, στα πρωτοποριακά μέτρα για την οικονομία, στην πραγματική πάταξη της διαφθοράς, αλλά σε και κάθε τι καινοτόμο, περιπετειώδες και δημιουργικό.

Αυτά δε τα «κουμμουνιστικά» συνήθως δεν έχουν καμιά σχέση με τον Μαρξ, Λένιν, Στάλιν, σκέψη Μάο, ή τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, αλλά ούτε και ο λέγων έχει σχέση με αντικομμουνισμό και άλλες παιδικές αρρώστιες του καπιταλισμού. Ιδίως αν αυτά που λέει ο φίλος είναι παπαρολογίες, ασυναρτησίες ή δεν συνάδουν με ανάλογη πράξη ή πρακτική.

Πηγάζει από την εποχή που, στην αγαπημένη μας Πατρίδα, ο αντικομμουνισμός ήταν κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και επίσης το να «αφήνεις τα κομμουνιστικά» ήταν μια καλή συμβουλή ώστε να μην εκτίθεσαι επικίνδυνα: τότε που οι τοίχοι είχαν αυτιά και τα αυτιά τοίχους (ενώ τώρα;)

Εναλλακτικά: «πάλι τα κομμουνιστικά σου άρχισες;»
Παραλλαγή: «κουμμουνιστικά»

  1. - Κοίταξε, με το να κάνουμε ανακύκλωση, βοηθάμε όχι μόνο το περιβάλλον, αλλά ελαττώνουμε τον όγκο τον σκουπιδιών, διδάσκουμε στα παιδιά μας ένα πολύτιμο μάθημα δημοκρατίας αλλά είναι και μια άσκηση πειθαρχίας και οικογενειακού προγραμματισμού…
    - Άσε τα κομμουνιστικά σου ρε Τέλη! Μας έπρηξες! Εσύ δεν πλένεις το 2000 κυβικών αμάξι σου στον δρόμο με το λάστιχο επί δύο ώρες, και μας μιλάς για περιβάλλον…

  2. - Μωρό μου, θα μου κάνεις μια πίπα;
    - Αχ βρε Τέλη, πάλι τα κομμουνιστικά σου άρχισες; Δεν μπορώ, μόλις έπλυνα τα δόντια μου!

  3. - Δούλεψε linux και θα με θυμηθείς!
    - Ποια ρε, αυτά τα κουμουνιστικά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Το Θηρίο της Αποκάλυψης με μουνί, η αποκρουστική γκόμενα που σου την πέφτει στην ψύχρα αλλά σου φέρνει αναγούλα λόγω εμφάνισης, μυρωδιάς, ηλικίας, στυλ κλπ ή συνδυασμό αυτών (αναλόγως των προτιμήσεων σου). Φυσικά, αν δεν σε βλέπουν οι φίλοι σου ή κανένας γνωστός, ή δεν ντρέπεσαι τόσο πολύ, κι αν είσαι χαραγμένος με το σημείο του Θηρίου* (δλδ χρόνια παθολογική αγαμία) μπορεί και να την γαμήσεις...

β. Η εκθαμβωτική μουνάρα, που σαν την Πόρνη της Βαβυλωνίας* σε κάνει και λιώνεις από καύλα, είσαι έτοιμος να παρατήσεις τα πάντα, ακόμη και την πίστη σου, για μια νύχτα μαζί της, αλλά ξέρεις καλά ότι δεν πρόκειται ποτέ να σου δώσει σημασία, ποτέ (την καριόλα!) και δεν πρόκειται να την γαμήσεις...

(lose-lose κατάσταση, ρε πούστη μου!)

Λογοπαίγνιο αλιευμένο στο Ιντερνέτ αναφερόμενο στον γνωστό αριθμό του θηρίου 666 με την προθήκη του γράμματος Σ (Σ-έξι = Σέξυ, νο;). Αν χρησιμοποιείται άρθρο, τότε μόνο το αρσενικό «ο».

*Δες «Αποκάλυψη» του Ιωάννου στην Καινή Διαθήκη ή άκου Iron Maiden. Αμήν.

  1. — Αγάπη, πάμε για ένα γρήγορο στην τουαλέτα;
    — Μαμά μου, ο Σ6-Σ6-Σ6! Πίσω γορίλα!
    — Α να χαθείς βλάκα!

  2. — Ρε ωραίε, τι με κοιτάς σαν χάνος; Θέλεις τίποτε;
    — Μανούλα! Μωρό μου, τι Σ6-Σ6-Σ6 είσαι συ! Λιώνω!
    — Α να χαθείς βλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: Οικογένεια εις την οποία διαπράττονται διαφόρων τύπων αιμομικτικές πράξεις εντός, αλλά και γενικώς γαμιούνται εντός εκτός και επί τα αυτά.

Μεταφορικά: Περιγραφή κατάστασης χάους, έλλειψη συντονισμού και ηγεσίας και γραψαρχιδισμού (κοινώς μπουρδέλο) σε ομάδα ατόμων (εταιρεία, υπηρεσία, αθλητισμός, κλπ) κατά την οποία ο κάθε ένας κάνει ότι του σηκωθεί. Επίσης, σε παρόμοιες καταστάσεις, όταν κυριαρχεί ενδογαμία, δηλαδή ο ένας γαμάει τον άλλο είτε κυριολεκτικά (σεξουαλικές σχέσεις) είτε θεωρητικά (σχέσεις καταπίεσης και ρουφιανιάς).

Από το Δ.Π., προτεινόμενο εκ του κυρίου electron με guest star τον κύριο dafylos (οικογένεια γάμησε τα)

Κυριολεκτικά:
- Γιωργάκη γαμείς καλύτερα από τον μπαμπά!
- Το ξέρω αδερφούλα, μου το έχει πει και η μαμά.

Μεταφορικά:
- Καλά η εταιρία είναι μπουρδέλο τελείως! Ο διευθυντής είναι γκόλντεν μπόι, δεν ξέρει τα στραβά του και περιμένει με λαχτάρα να τον διώξουν, η προϊσταμένη είναι μια ψώλα διακοσίων ετών και μας την πέφτει όλη την ώρα, ο Σ6-Σ6-Σ6 ένα πράμα. Τον υπεύθυνο PR τον νόμιζα gay αλλά μας προέκυψε κωλομπαράς και πάω τοίχο-τοίχο όταν τον βλέπω. Και γενικά δεν προχωράει τίποτα, όλοι τα έχουν γραμμένα στην καραπουτσακλάρα τους. Οικογένεια γαμιόμαστε δηλαδή… Φοβάμαι σου λέω… Φοβάμαι για το μέλλον…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified