Ο τύπος «εγέρθητι», η προστακτική του εγείρομαι στην αρχαία ελληνική, στα ναζιστικά νεοελληνικά.

- Όταν μπει ο Φύρερ... Εγέρθουτου!
- Γκούχου γκούχου.

Για περισσότερες πληροφορίες, υπάρχει αυτός ο καλός άνθρωπος ο Σαραντάκος που έγραψε ένα σχετικό άρθρο. Χρυσαυγίτικα: αυγά, εγέρθουτου, κασιδιάζω, σκινάς, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλο, χρησοί αβγύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ποδοσφαιριστής που δεν ξέρει ντρίπλα.

- Ο Σαλπιγγίδης είναι μονοκόμματος, δεν έχει ντρίπλα, είναι άντριπλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισοδύναμο του «καυλωτικός», αλλά, σύμφωνα με μερικούς -εμού συμπεριλαμβανομένου- αρκετά πιο εύηχο και ραφινάτο.

- Τί καυλερό εμπιθρί είν'αυτό; Το θέλω!
- Το θέλεις δεν το θέλεις, στ' αρχίδια μου. Είναι δικό μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/01/11)

βλ. και καυλωτίκ, καβλωτίκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό σε όλους Champions League, αλλά πιο μάγκικα (κι ίσως και πιο μαγικά). Απαντάται και στο γνωστό τραγούδι των Ημισκουμπρίων, «Αντρικές Γουρουνιές».

Στη τελιόραση μπαλέτο, όχι τα μπολσόι
Μπάλα πως το λένε, Ζιντάν, Βανιστελρόι
Με το που σουράει για τη σέντρα ο Κολίνας
Μου φωνάζει «Έλα Γιώργη, τρέχει ο σωλήνας»
Λες και το κάνει επίτηδες μη με δει να κάτσω
Της λέω φερμουάρ και φέρε κάνα νάτσο
Διαλογίσου στη γωνιά σαν να ‘σαι σαολίς
Και κάνε τη τουμπέκα όσο βλέπω Τσαμπιολής
Είχε Βερδεβρέμη, έπαιζε μ’ Αστο Βίλα
Α στο διάτανο λοιπόν κάθε φορά τσαντίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισοδύναμο με τον «τελευταίο τροχό της αμάξης», αλλά σαφώς πιο μαγκιόρικο.

Ο Ολυμπιακός στο τσαμπιολής είναι η τελευταία τρύπα του κλαρίνου.-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό εν τη πολυτεχνειούπολη των Αθηνώνε Κτήριο Αντοχής Υλικών, το οποίο επιβάλλεται, όταν αναφέρεται, να προφερθεί ως «καυλί», ειδικά όταν το επισκεπτόμαστε για να δούμε αποτελέσματα μαθημάτων μηχανικής στα οποία έχουμε εξεταστεί.

- Πού' σαι ρε Ακίνδυνε, τί κάνεις; όλα καλά;
- Καλά, μια χαρά. Εσύ;
- Καύλα! Πού πας;
- Άσε, έδωσα παραμορφώσιμο και πάω στο Κ.Α.ΥΛΙ. να δω τα αποτέλεσματα...
- Κουράγιο, φίλε μου, κουράγιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόπος εργασίας, ο οποίος δεν υπάρχει. Κάποιος τον δηλώνει διότι πιθανότατα βαριέται να δουλέψει κι όχι γιατί δεν βρίσκει. Μόνο κουλ τύποι μπορούν να το ξεστομίσουν.

- Τί κάνεις αυτόν τον καιρό;
- Δουλεύω!
- Αλήθεια; Πού;
- Στου Ξαπλόπουλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο μαλάκας.

-Τι αυνάνας αυτός ο Μήτσος! Όλο μαλακίες λέει!

Got a better definition? Add it!

Published

Βρίσκομαι σε μέρος όπου η αναλογία αντρών-γυναικών κυμαίνεται σε απελπιστικά επίπεδα. Πάρα πολλοί άντρες και πάρα πολύ λίγες γυναίκες. Οπότε ανταγωνισμός στο πέσιμο.

-Μην πάμε στο πάρτυ του Βαγγέλη! Θα είναι αρχιδόκαμπος και θα κονταροχτυπηθούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified