Καριόλα ήταν, είναι και θα είναι η καρέκλα (το κάθισμα) του γυναικολόγου, που βάζει την πελάτισσα-ασθενή του να κάτσει έτσι ώστε να βλέπει καλά έξω και μέσα των γεννητικών οργάνων της. Ενίοτε, στην θέα όμορφης και έτοιμης προς ατασθαλίες γυναικός, ο ιατρός με την ασθενή, έπεφταν σε σεξουαλικές περιπτύξεις. Εξού και το «θα γίνει της καριόλας»!

Άνοιξε μωρή καριόλα τα πόδια να δούμε τι παιδιά θα κάνουμε!

Αυτό εννοείς Πάτση; (από poniroskylo, 03/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πάμε για ύπνο Κατερίνα, πάμε να αλλάξουμε ζωή!» Παλαιά πρόταση για το ότι ήρθε η ώρα για ύπνο μετά από κραιπάλες, ξύδια, τούμπανα κλπ. Το ότι δεν πολυκαταλαβαίνουμε τι συμβαίνει γύρω μας, το μεταφέρουμε ακούσια και στο κρεββάτι μας (πεθαμένοι). Τόσο χάλια που θα την πέσω για ύπνο ωσάν «πεθαμένος».

- Πω, πω ρε συ φίλε! Δε βλέπω μπροστά μου. Μήπως να πα να κοροϊδέψουμε τους πεθαμένους;

Γιάννης Πουλόπουλος, [i]Πάμε για ύπνο, Κατερίνα[/i] (από poniroskylo, 03/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «σκουράτζο»: επτανήσιο ιδιόλημμα για πέτσικη ρέγγα (πολυκαιρισμένη, στρεβλή και ανάλατη). Στραβωμένος και πέτσικος.

Ο στρυφνός ο άντρας, ο χωλός, ο σκουράτζος, δεν μασιέται με τίποτε! Ούτε με τσίπουρο δεν καταπίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε και στο «καυλέτο», μόνο που στο δεύτερο μόνο το βλέπεις και το σχολιάζεις.

Η καυλιάρα είναι το θήλυ που όταν έρχεται στον οργασμό, η κλειτορίδα μεγεθύνεται υπερβολικά και παρομοιάζεται με ανδρικό μόριο (καυλί) σε μικρογραφία. Αποτέλεσμα τούτου, οι άμεσοι οργασμικοί σπασμοί και η θέληση και για περισσότερα παίγνια κάτωθεν των σινδονίων. Ένα χαστούκι στα κωλομάγουλα, επιταχύνει τα παραπάνω.

- Δώσε μου ρε όμορφε, κάτι που θα με φτιάξει! Αυτό πίσω από τον καβάλο σου μήπως;
- Είσαι πολύ καυλιάρα μωρή καύλα! Θα σε πάρω πάνω από τα ρούχα, ΤΩΡΑ!

Σχετικά: καβλιάρης, καυλιάρης, πουτανογκαβλιάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα σου ξηγηθώ τσίφτικα. Θα σε βολέψω όπως γουστάρεις και επιθυμείς, φανερά ή κρυφά. Σου φέρομαι με το γάντι και με μανικετόκουμπο. Σου δίνω την λύση σε αυτό που ήθελες διακαώς και με τον πιο σικάτο και σιωπηλό τρόπο.

- Τραβάω ένα λούκι τώρα τελευταία με την Πολεοδομία και έχω φρακάρει. Τι να κάνω, δεν ξέρω!
- Μη χαλιέσαι αδίκως. Έχω άκρες. Θα σε σενιάρω σε χρόνο dt.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο: αλήτης + πούστης. Δηλαδή, πούστης (αδελφή, πισωγλέντης, ντιγκιντάγκας, κουνίστρα, η τρύπα της ακολασίας κλπ) που φέρεται σαν αλήτης (χαμίνι, ζήτουλας, χεράκιας κλπ).

- Πολύ αλητόπουστας ο ξυπόλυτος. Δεν τον μαζεύουνε να ξεβρωμίσει η πλατεία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηγάζει - κατ εμέ - από την «σούφρα» και την Στρουμφίτα από το Μπλε χωριό των κιν. σχεδίων. Είναι κοντή, κομψή, καυλέτο, καυλιάρα, κουνιστή, όμορφη και μιλάει γλυκά, αλλά είναι ξανθιά!

- Σουφρίτα, σ' αγαπώ! Ο Γκρινιάρης γκόμενος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified