Άτομο με αισθητική χαμηλότατη, σε σημείο που παγώνει η κόλαση. Εντός του κρανίου του υπάρχει κενό και έρεβος. Κύρια ασχολία του είναι οι μικροπρεπείς στόχοι που έχει βάλει στη ζωή του, όπως «πως να σπάμε τα αρχ…α των άλλων και πως να γίνουμε ιδιαιτέρως αντιπαθητικοί».

Οι σπουδές του είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό, αλλά από το πλούσιο λεξιλόγιο των 10 λέξεων που χρησιμοποιεί, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για μπετόβλακα. Έχει μια σχετική εμμονή με το χρήμα αν και πάρα πολύ σπάνια το συναντάει.

Έχει αρκετά κοινά σημεία με τον χλιμίτζουρα αλλά η ελεεινή φάτσα του και το I.Q. των 3 μιλιγκράμ, τον κατατάσσουν ως το χαμηλότερο είδος ζωής, υποδεέστερο και από το πλαγκτόν.

Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, κατάγεται από γένος με παράδοση σε φίτσουλες (Fitsoulas Sr, Fitsoulas Jr, etc). Αισθάνεται σημαντικός και έχει πάντα να πει κάτι «βαρύγδουπο και με πολύ νόημα», οπότε αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι υποφέρει από αβάσταχτη μοναξιά.

Ο συγκεκριμένος φίτσουλας αποκαλείται «Βους».

Νομίζω ότι το παράδειγμα είναι σαφέστατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, είναι ένα από τα γνωστότερα και αρτιότερα ελληνικά μουσικά κομμάτια, γραμμένο σε μουσική Μάνου Λοΐζου. Γράφτηκε αρχικά ως μουσική υπόκρουση σε κινηματογραφική ταινία.

Όταν όμως αποφάσισαν να ασχοληθούν μ'αυτό ο Γιώργος Νταλάρας, η Βέρα Λάμπρου και συναφείς καλλιτέχνες, έγινε all time classic, και παραπέμπει σε τραγούδια με στίχο-δύστυχο!

Γραμμένο βασικά για μπουζούκι, αλλά χωρίς αμφιβολία υπάρχουν ανώμαλοι που θα δοκίμαζαν να το παίξουν ακόμα και σε χαβάγια.

Ακολουθεί παρτιτούρα, απλοποιημένη για να την διαβάζουν εύκολα και οι προαναφερθέντες καλλιτέχνες.

τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τιτι τιιν,
τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τριν, τοιν

τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τιτι τιιν,
τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τριν, τοιν

τι-τριν, τιτι τιτι τιτι τριν, τιτι τιτι τιτι τριν,
τιτι τιτι τιτι τριν, τιτιτι τιν, τιτιτι τιν

τριν, τιτι τιτι τιτιτι τρριν, τιτι τιτι τιτιτι τρριν,
τιτι τιτι τιτι τρριν τιτιτι τριν, τιτιτι τριν

τραν, ταρα ραν, ταρα ραν, ταν ταραραν,
τραν τραν, τα τα, ταν ταραρα τατα τατα τα ταν!

τραν, τα ταραραν, τα ταραραν, τα ταραραν,
τραν τραν, τα τατα τατα τατα τατα τατα τατα ταταν

τιτιτι τιριριριριρι-ριριριριριριρι τιριριριριρι τιριριριριριρι-τιν τιριρι τιν τιτιτι τιν τιτιτι τιν
τιτιτι τιριριριριρι-ριριριριριριρι τιριριριριρι τιριριριριριρι-τιν τιριρι τιν τιτιτι τιν τιτιτι τιν

Επανάληψη

Επανάληψη

τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τιτι τιιν,
τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τριν, τοιν

τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τιτι τιιν,
τριν, τιτι τιτι τιτι τιν, τριιιιν, τοοιιιιιιν.

Άκουσες το νέο τραγούδι της τραγωδιάστριας Κοκκίνου;;; Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας μιλάμε...

Πηγή (τροποποιημένο): Φρικηπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. «τρώω/τρώει κουρείο» : Η μη εκπλήρωση ραντεβού με ψεύτικη και φαιδρή δικαιολογία, κοινώς το «φτύσιμο». Δεν χρησιμοποιείται για επαγγελματική υποχρέωση αλλά για φιλική/γκομενική συνάντηση. Εμπεριέχει απίστευτα επίπεδα βαρεμάρας και αποτελεί τακτική του 99% των αντρών που λένε στη συμβία τους «Αγάπη μου, θ’αργήσω πολύ στη δουλειά, φάε χωρίς εμένα» ενώ στην πραγματικότητα θα πάνε στο καφέ του Μπάμπη του Χοντρού με τον κολλητό τους να δούνε τη μπάλα (μιας κι έχει και Nova).

  2. «κουρείο, το» : Το αντίθετο του Μουσείου. Εκεί δεν βρίσκονται έργα τέχνης χωρίς αξία, αλλά τρίχες κατσαρές από διάσημους άνδρες ολοζώντανους οι οποίοι επιθυμούν να αποβάλουν τις τρίχες τους.
    Το κουρείο (κουρείον στη καθαρεύουσα) είναι ο χώρος συνάντησης των ανδρών, νέων και γέρων. Ενίοτε, ειδικά στα χωριά, αντικαθιστά το καφενείο. Στον χώρο του κουρείου λαμβάνουν χώρα πολύ σημαντικές συζητήσεις, όπως το μέλλον της χώρας, τα οικονομικά, ποδόσφαιρο, πόσο μεγάλωσε το στήθος της έφηβης γειτονοπούλας, ποια πηδήχτηκε (και ίσως και γκαστρώθηκε) από ποιον και τελικά το πόσο μεγάλη την έχεις και πόσες φορές το κάνεις την ημέρα και με ποιο ξέκωλο. Συνεπώς το κουρείο είναι επέκταση της βουλής των Ελλήνων και της βουλής των Λόρδων της Αγγλίας (αν σκεφτείς ότι στα σύγχρονα κουρεία συχνάζουν και γκέι για αποτρίχωση πλάτης και στήθους).

  1. - Θα πάμε ρε για μπύρες το βράδυ; - Ε σου είπα ναι; - Ρε δεν είπες στη Γωγώ ότι θα βγείτε μαζί; - Ε, σιγά. Θα φάει κουρείο.

  2. Πάμε με τον Κώστα στο κουρείο για φραπεδάκι και ανάλυση.

Πηγή 2ης ερμηνείας (τροποποιημένη) : Φρικηπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published

Συσκευή αναπαραγωγής στρογγυλών, γυαλιστερών και εξοργιστικά ευαίσθητων στις δαχτυλιές και τα γρατζουνίσματα μέσων αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων ήχου και εικόνας. Η ονομασία της προκύπτει από την παράλειψη αλλαγής του πληκτρολογίου από ελληνικό σε αγγλικό κατά την αναγραφή του κοινωνικά αποδεκτού αρκτικόλεξου DVD (ντιβιντί).

δωδ

Εντούτοις, ο προφήτης-βιβλιοπώλης-φυσικός Λιακόπουλος ισχυρίζεται ότι η προέλευση της λέξης είναι, στην πραγματικότητα, ελληνική: οι Ελ είχαν αναπτύξει την τεχνολογία δωδ στον Σείριο, απλώς δεν ευδόκησαν να την μεταδώσουν στους απογόνους τους στη Γη. Η δε λέξη «ντιβιντί» είναι παραφθορά του όρου «διβιδή» - παρήχηση του δίβιδη. Διότι, ως γνωστόν, η συσκευή στερεώνεται στο κυτίον του υπολογιστή με δύο βίδες.

Εικάζεται ότι ο δίσκος της Φαιστού ήταν μια εξαιρετικά παραστρατημένη απόπειρα να χαραχτεί ένα δωδ από τους ευρισκόμενους ακόμη σε σχετική σύγχυση και στερούμενους τεχνικού εξοπλισμού Ελληνίκιους της Μινωικής Περιόδου.

Στη σύγχρονη εποχή, ο καθένας μπορεί να γράψει ένα ΔΩΔ με ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του. Υπάρχουν δύο τύποι δίσκων, τα ΔΩΔ Πλας Ρω και τα ΔΩΔ Πλην Ρω.

Γιβε με τηε δωδ το πλαυ ιτ ,,, γμτ σκατά! μισό...
..
...
....
Give me the dvd to play it. Ok, that's better.

(από xeskist, 17/05/10)(από GATZMAN, 04/10/10)

Πηγή: Φρικηπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published

Συγγενικός όρος με την «πουτάνα» αλλά με μία τεράστια διαφορά: Ενώ η «πουτάνα» πάει με ΟΛΟΥΣ, η «καριόλα» πάει με όλους ΕΚΤΟΣ από ΕΣΕΝΑ
Γράφεται και «καργιόλα».

- Το Μαράκι χθες φίλε έκανε ρεκόρ. Πήγε με εμένα, τον Ηλία, τον Σπύρο, τον Κώστα, τον…
- Μόνο εμένα δε μου κάθεται γαμώ!
- Ναι το πουτανί! Περίεργο ε;
- Δεν είναι πουτανί! Καριόλα είναι γαμώωωωωω!

Got a better definition? Add it!

Published

Τύπος τραγουδιστή/ίστριας που εμμένει στην άποψη ότι είναι «επαγγελματίας με σπουδές στο εξωτερικό» αλλά στην ουσία έχει ξεπεράσει ακόμα και τον χαρακτηρισμό τραγουδιάρης /-άρα (και εννοείται ότι οι σπουδές του/της έχουν ολοκληρωθεί στο ΤΕΙ καφεκοπτικής). Ερμηνεύει «τεράστιες επιτυχίες» με στίχους «υψηλών νοημάτων», του τύπου «Χίλιες φωτιές με καίνε, τα μπούτια μου το λένε». Λόγω της «δεινής» τραγουδιστικής του/της ικανότητας, το κέντρο διασκέδασης που εμφανίζεται είναι συνήθως εξαιρετικά καθαρό (κατσαρίδες και λοιπά έντομα μετοίκησαν μόλις άνοιξε το στόμα του/της). Ανήκει στην πάνιδα, όπως και το 99% των υπολοίπων έμβιων όντων του εν λόγω μαγαζιού και έχει εντονότατα δείγματα γουστέλλειψης. Σε περιπτώσεις που η κατάσταση του/της έχει φτάσει σε απελπιστικά επίπεδα, χρησιμοποιείται και ο όρος «τραγουβιαστής (ο,η)» οπότε επιτρέπεται (και επιβάλλεται) ευθανασία.

- Εγώ είπα το σουξέ μου αγάπη μου «Με τρέλανες αλάνι μου, μπες στο σιντριβάνι μου» σε μεγάλες πίστες! Στα «Ξεφαντώματα», στο «Γλεντοκόπι», στη «Σκάλα»…
- Του Μιλάνου;
- Τι ν’ αυτό; Καλέ όχι, του Ωρωπού!

(Κλασικό παράδειγμα από εξώφυλλο δίσκου τραγωδιάστριας, βλ. εικόνα).

(από Tarantula, 27/10/07)κατα συρροή (από xalikoutis, 19/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με το «πυρρόξανθος». Παράγεται από το «πυρίμαχος» και «ξανθός». Απαντάται μόνο σε θηλυκό και χαρακτηρίζει ξούρλο, το οποίον όμως έχει γενετικά μεταλλαχθεί σε πλήρες τούβλο και μάλιστα πυρίμαχο (πυρότουβλο). Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται για μη φυσικές ξανθές, όπου η συνεχόμενη και έντονη βαφή έχει ποτίσει πια τον μικροσκοπικό τους εγκέφαλο. Αντέχουν σε ακραία φαινόμενα (θερμοκρασίας, πίεσης, ηλιθιότητας) και έχουν μόνιμα όψη χαμογελαστού ιγνοράνου. Το λεξιλόγιο της περιορίζεται σε επιφωνήματα τύπου «αααα!», «ααχ!», «εεε;;;;» με επικρατέστερο το τελευταίο. Δεν έχει καμία χρησιμότητα (ούτε διακοσμητική).
Εικάζεται δε ότι η φράση «δυο πράγματα δεν έχουν όρια, το σύμπαν και η βλακεία και για το πρώτο δεν είμαστε σίγουροι», έχει εκπονηθεί ύστερα από μελέτη τέτοιου είδους γυναίκας (που αδυνατώ να το πιστέψω γιατί δεν μπορώ να φανταστώ άνθρωπο με τόσο κουράγιο ώστε να ασχοληθεί με το είδος).

- Γεια σου Στέλλα.
- Αααα!
- Τι κάνεις;
- Εεεε;;;;
- Καλά, άστο. Τα λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποικιλοχρωμουρίαση (Sovatius Vertigo)

Βραχείας διάρκειας πάθηση που προσβάλλει αρσενικά άτομα. Εκδηλώνεται όταν το βλέμμα τους συναντήσει το πρόσωπο ενός θηλυκού ατόμου (φορέας) με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

  1. Αφύσικη όψη, εκφυλισμένη από την έντονη χρήση κρεμών και λοιπών σκευασμάτων τα οποία ενώ υποσχέθηκαν «πρόσωπο πάντα λείο και νεανικό», τελικά το κατέστησαν να θυμίζει κοτόπουλο συσκευασμένο σε ζελατίνα (και μάλιστα ληγμένο). Επίσης συναντάται και από πολλαπλές χρήσεις λίφτινγκ, μπότοξ και όλων των συναφών μεθόδων «αντιγήρανσης».
  2. Πλήρης μέθοδος βαφής του εν λόγω προσώπου. Σε στεγνή επιφάνεια επιστρώνεται πρώτα το αστάρι, κατόπιν ρεπουλίνη και ακολουθούν μίνιο για τη σκουριά, βερνίκι για το σαράκι, λούστρο για πλήρες γυάλισμα και μια σειρά έντονων χρωμάτων (μη-οικολογικών) όλων των αποχρώσεων της ίριδας που παραπέμπει στο σχόλιο «άνοιξε το τριώδιο;».

Συμπτώματα
Ζάλη, στομαχικές διαταραχές, ίλιγγος και τάσεις προς εμετό. Ανικανότητα χρήσης των συμφώνων της Ελληνικής γλώσσας με αποτέλεσμα ο ασθενής να αρθρώνει μόνο φωνήεντα και μάλιστα όχι όλα. Έχει επίσης παρατηρηθεί κρούσμα προσωρινής τύφλωσης αλλά ο φορέας ήταν πολύ σπάνιο και έντονο δείγμα (Sovatium Circus).

Αντιμετώπιση
Δυστυχώς δεν έχει ανακαλυφθεί κάποια θεραπεία, αλλά ευτυχώς η πάθηση διαρκεί ολίγα λεπτά χωρίς να αφήνει παρενέργειες και κατάλοιπα.

Ορισμός σαφής.

Got a better definition? Add it!

Published

Απαντάται σε ομήγυρη που συζητεί. Στέκει ακίνητος/η και αμίλητος/η σαν βαλσαμωμένος/η, με βλακώδες ύφος, παρόμοιο του χάνου ή προσφάτως τουφεκισμένου πουλιού.

  1. Προφανώς ή έχει πλήρη μεσάνυχτα επί οποιουδήποτε θέματος ή αδιαφορεί.
  2. Καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του/της είναι η αδιαφορία.

Από αυτά τα δύο προέρχεται και η λέξη (ignore = αδιαφορώ, άγνοια).

Ιγνοράνος η γκόμενα του Σάκη. Τρεις ώρες μιλάγαμε και στο τέλος που σηκώθηκαν να φύγουν είπε «καληνύχτα». Ε τότε κατάλαβα ότι δεν είναι μουγκή.

Got a better definition? Add it!

Published

Νοοτροπία ατόμου, κυρίως θηλυκού γένους, που ενώ συμβαίνουν σημαντικά πράγματα στον κοινωνικό περίγυρο του, επιμένει να ασχολείται με «τρίχες». Τις περισσότερες φορές αντιδράει έτσι λόγω αδυναμίας χρήσης του λιγοστού μυαλού που έχει (IQ κολεόπτερου). Προκύπτει από τη γνωστή φράση: «Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μ....ί ξυρίζεται».

- Αμάν ρε Σοφάκι. Σταμάτα το ξυριζαιδοίζειν! Εδώ χρωστάμε τρία γραμμάτια κι εσύ μου μιλάς για τα νύχια σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified