Συνοδεύεται και από το «καλώς τα ζαντολάστιχα».

Η έκφραση προέρχεται από τα αγροτικά αυτοκίνητα που συναντώνται σε διάφορα σημεία της χώρας μας, τα οποία είναι κατεβασμένα (ένα με την άσφαλτο) και φορτωμένα (ειδικά στο καντράν και εσωτερικό του παρμπρίζ) με ό,τι αξεσουάρ πωλείται, καθώς και με κάθε είδους χαϊμαλιά και μπιχλιμπίδια. Απευθύνεται σε άτομα που θέλουμε να ειρωνευτούμε για την εμφάνισή τους. Όχι την φυσική, αλλά για τα ρούχα ή τα αξεσουάρ που φέρουν, είτε επειδή αυτά είναι υπερβολικά πολλά, είτε επειδή είναι κακόγουστα.

Στο καφέ:
Κώστας: - Ρε, έρχεται ο Νίκος. Κοίτα το φοράει ο γύφτος.
Γιώργος: - Μην του πεις τίποτα ρε. Τσατίζεται.
Κώστας: - Καλά. Νίκος: - Γεια ρε. Τι κάνετε;
Κώστας: - Καλώς το Ντάτσουν, καλώς τα ζαντολάστιχα.
Γιώργος: - !!! ΑΑΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι ο παθών, αυτός του οποίου το πορτοφόλι επάρθη, πιάστηκε κορόιδο σε υπερθετικό βαθμό. Όχι απλά πιάστηκε κορόιδο αλλά και δεν πήρε χαμπάρι τίποτα.

Γήπεδο:
- Πώς πας να πλασάρεις έτσι ρε; Σου πήρε το πορτοφόλι ο τερματοφύλακας. Παλτό, ε παλτό.

Τάβλι:
- Ρε φίλε, τον είχα κλείσει και πέρναγε μόνο με 2 και 6.
- Και;
- Τι και; Και το φέρνει ρε ο κωλόφαρδος και μου παίρνει το πορτοφόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προέλευσις του όρου δεν δύναται να διερευνηθεί πλήρως. Θα προσπαθήσω ωστόσο εκτός της εννοιολογικής και χρηστικής προσεγγίσεως, να αποδώσω και μίαν πιθανήν εκδοχήν της προελεύσεώς του, την οποίαν καταθέτω προς αξιολόγησιν.

Κατ' αρχήν η φράσις πάντα απευθύνεται σε ανθρώπους και μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο. Έχει την έννοια προστακτικής προτάσεως, παρόλο που, συντακτικά, ουδεμίαν σχέσιν φαίνεται να έχει με την προστακτικήν. Χρησιμοποιείται ως παρότρυνσις προς τον συνομιλητήν όπως σιωπήσει, ή να πάρει τον πούλον, ή τέλος πάντων να κάνει τουμπεκίον καθ' οιονδήποτε τρόπον και δια οποιονδήποτε λόγον, αναλόγως της περιστάσεως και της ροής της συζητήσεως.

Αυτό που προβληματίζει ιδιαιτέρως, είναι η χρήσις του συγκεκριμένου φρούτου. Δια τί να χρησιμοποιείται η μπανάνα και όχι λ.χ. το αχλάδι ή το μήλο. Εάν η χρήσις εξωτικών φρούτων είναι επιτακτική, υποθέτω ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο ανανάς ή η καρύδα. Εάν κάποιος συνδυάσει τη μπανάνα με τον κλωβόν, τότε συνειρμικά μπορεί να οδηγηθεί εις τα συμπαθή όντα πίθηκο, χιμπατζή, γορίλα κ.λπ. Κι' αυτό, λόγω του ότι τα εν λόγω ζώα χρησιμοποιούντο κατά κόρον προς τέρψιν του κοινού ή των ιδιοκτητών τους, εις δημόσια ή και ιδιωτικά θεάματα, μετά της χρήσεως κλωβών. Εάν κάνουμε την παραδοχήν αυτή, δηλαδή ότι στον όρο εννοούνται τα πιθηκοειδή, τότε οδηγούμεθα εύκολα εις το συμπέρασμα ότι, η χρήσις του όρου προς ανθρώπους ομοιάζει αυτούς με τα προαναφερθέντα συμπαθή ζώα. Και άρα, η φράσις, εκτός του ότι διατάζει τον συνομιλητήν όπως πάρει τον πούλον (όπως προανεφέρθη), τον χαρακτηρίζει και πιθηκοειδές ή, κατά μιαν έννοιαν, κάτι συναφές με τα πιθηκοειδή.

  1. Στην παραλία:
    - Κορίτσια, να σας αλείψω αντηλιακό;
    - Τη μπανάνα σου και στο κλουβί σου βρε φλώρε.

  2. Στο δρόμο:
    - Ρε ξεκωλιάρη, πώς περνάς έτσι ρε; Έτσι οδηγάνε στο χωριό σου ρε βλάχο; Αν κατέβω κάτω, θα σε σκίσω ρε μουνί. - Φιλαράκι, τη μπανάνα σου και στο κλουβί σου, γιατί αν κατέβεις κάτω θα σου τη βάλω στον κώλο.

(από dimitriosl, 23/03/10)

βλ. και τη ρόκα σου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ερώτηση προς ευτραφείς έως βουνό γκόμενες και όχι μόνο.

Η χρήση του, εκτός από αγενής, δύναται να αποβεί επικίνδυνη ή και μοιραία, μιας και είναι πολύ πιθανό αντί για απάντηση ο ερωτών να εισπράξει ένα εισιτήριο για το ΚΑΤ.

Σχεδόν πάντα συνοδεύεται από ερωτηματικό, εκτός και αν χρησιμοποιείται για περιγραφή σε τρίτο πρόσωπο.

Στο δρόμο:
Μάκης: - Ρε μαλάκα κοίτα ένα βουνό που περνάει.
Λάκης: - Κοπελιά, παλεύουμε;
Κοπελιά: - @*!^#$)+!%» ΦΑΠ, ΜΠΑΟΥΜ ΦΑΠ ΦΑΠ
Λάκης: - Βοήθεια ρε Μάκη, θα με σκοτώσει η αρκούδα.
Κοπελιά: ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ
Μάκης: - Άσ' τον κάτω μωρή
Κοπελιά: ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ ΦΑΠ (φεύγει)
Μάκη: - Ρε φίλε τι βρωμόξυλο, ήταν αυτό; Μας γάμησε. Άλλη φορά μαλακίες τέτοιες, μόνος σου.

(από dimitriosl, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος παράγεται παραφράζοντας τον τίτλο της ταινίας του Jules Dassin με τη Μελίνα Μερκούρη ή το γνωστό τούρκικο παλάτι Topkapi, αντικαθιστώντας το «kapi» με τα αρχικά των κέντρων ανοιχτής προστασίας ηλικιωμένων, τα γνωστά ΚΑΠΗ.

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την κατάσταση που δημιουργείται σε έναν χώρο/μέρος όταν συρρέει μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων.

  1. Πλακώσανε τα πούλμαν με το καπηδαριό. Λέω να την κάνουμε γιατί έγινε τοπκαπή η φάση. Μαζέψτε τα να φύγουμε.

  2. Φιλενάδα κατάσταση τοπκαπή. Σκέτο μασελάδικο το μαγαζί. Ο μικρότερος γκόμενος είναι κολλητός του αλτσχάιμερ.

(από Khan, 20/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδεμία σχέση με το γεγονός της πτώσεως.
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει απαξίωση σε μεγαλόστομες εξαγγελίες, υποσχέσεις, ή απειλές.

  1. - Φίλε, πάω για μεγάλο bonus εφέτος. Έχω πιάσει τους στόχους ήδη.
    - Σιγά μην πέσεις ρε. Η εταιρεία φουντάρει κι εσύ ψάχνεις για μπόνους.

  2. «Δεσμευόμαστε ότι θα προστατεύσουμε το εισόδημα του μισθωτού και του συνταξιούχου....»
    - Σιγά μην πέσεις ρε. Ίδιες κουφάλες είσαστε όλοι.

  3. - Συνέχισε να με τσιτώνεις μέχρι να σε πλακώσω στις φάπες.
    - Σιγά μην πέσεις ρε. Εσύ θα με δείρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός: (από εδώ)

Μάκτρο, το:

  1. (λόγ.) καθετί, ιδίως κομμάτι από ύφασμα, που το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν κτ.
  2. (στρατ.) ξύλινο κοντάρι στο οποίο προσαρμόζεται κυλινδρική ψήκτρα με την οποία καθαρίζεται ή λιπαίνεται το κοίλο του σωλήνα των πυροβόλων.

Όποιος έχει υπηρετήσει στα τεθωρακισμένα (όπως ο γράφων), ή στο πυροβολικό, σίγουρα το ξέρει.

Παραφράζοντας την κυριολεκτικήν έννοιαν της λέξεως και αξιοποιώντας τον όποιον συνειρμόν προκαλεί η είσοδος μιας ράβδου μήκους 3 μέτρων (μάκτρον) εις την οπήν πυροβόλων όπλων των τεθωρακισμένων οχημάτων και η παλινδρόμησις της ράβδου ταύτης με σκοπό την λίπανσην του εν λόγω πυροβόλου, αι οπλίται χρησιμοποιούν τη λέξιν εις την φράσιν «θα σε περάσω μάκτρο», υπονοώντας την γενετήσιαν πράξιν. Επιπροσθέτως, και λόγω του ότι όλοι απολύονται (κάποια στιγμή) εκ του στρατεύματος, η χρήσις της φράσεως ως άνωθεν έχει επεκταθεί και εκτός των τειχών των στρατοπέδων.

  1. Στο στρατό:
    - Ρε μαλάκα θαλαμοφύλακα! Πες στο ποντίκι δίπλα σου να σταματήσει να ροχαλίζει γιατί θα το περάσω μάκτρο νυχτιάτικα.

  2. Στη δουλειά:
    - Αν πάρει χαμπάρι ο διευθυντής τι μαλακία έκανες, θα σε περάσει μάκτρο.

(από dimitriosl, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγώ τον πιάνω / έπιασα, εσύ τον πιάνεις / έπιασες, αυτός τον πιάνει / έπιασε μαλάκα.

Εμείς τους πιάνουμε / πιάσαμε εσείς τους πιάνετε / πιάσατε, αυτοί τους πιάνουνε / πιάσανε μαλάκες.

Επ' ουδενί δεν πρέπει να αποδοθεί στη φράση η έννοια του αγγίζειν. Διότι εκτός του ότι τον μαλάκα δεν τον πιάνει τίποτα, η φράση χρησιμοποιείται ως εναλλακτική απόδοση του «πιάνω κορόιδο», αλλά με πολύ μεγάλη έμφαση στο κορόιδο. Δηλαδή τόσο κορόιδο, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ.

Άπειρα τα παραδείγματα ....
1. Μας πιάσανε μαλάκες και τους ψηφίσαμε.
2. Καλά ρε, έδωσες 4000€ γι' αυτό το κλαστήρι; Μαλάκα σε πιάσανε φίλε. 3. Μωρή, αφού πιάστηκα μαλάκας και σε παντρεύτηκα, καλά μου κάνεις. 4. Κάποιον θα βρω να πιάσω μαλάκα να του πασάρω το οικόπεδο πριν φουσκώσει το ρέμα και γίνει ποτάμι. 5. Ρε αφού είναι άσχετοι. Πιάστε τους μαλάκες και πουλήστε τους τις φούσκες. 6. Πιάστηκα μαλάκας φιλενάδα και το πλήρωσα για Chanel κ.ο.κ.

(από dimitriosl, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται και με το «και πούτσες σερπατίνες» δημιουργώντας την εξεζητημένη φράση «αρχίδια χαρτοπόλεμο και πούτσες σερπατίνες».

Παρεμφερή / Συνώνυμα: αρχίδια, πούτσες, παπάρια μέντολες, παπάρια μάντολες κ.ο.κ., με τη διαφορά ότι η χρήση της συγκεκριμένης φράσης προσδίδει στις πιο πάνω έννοιες έμφαση, καθώς και μια πιο χαλαρή ή / και καρναβαλίστικη διάθεση.

  1. - Ρε ο Γιάννης λέει ότι η Τζούλια δεν κάνει βίζιτες.
    - Αρχίδια χαρτοπόλεμο και πούτσες σερπατίνες. 1500 € μίνιμουμ πάει το μαλλί, πες του μαλάκα.

  2. - Αν παίξουμε σοβαρά στο camp nou, μπορεί να πάρουμε και χι.
    - Αρχίδια χαρτοπόλεμο θα πάρετε. Με 7 μπαλάκια θα φύγετε ρε μαλάκες.

και μουνί οριγκάμι (από Galadriel, 13/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή δεν πέθανα ακόμη.

  1. Ηλικιακός προσδιορισμός που αποδίδεται σε υπερήλικες. Υπονοείται ότι ο χαρακτηριζόμενος /-η είναι ένα βήμα πριν τον Άγιο Πέτρο.

  2. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος (με το ζόρι επιβιώνει). Είτε αυτή είναι επαγγελματική, είτε οικονομική, είτε συναισθηματική.

  1. - Η θεία σου πόσων ετών είναι;
    - Πάνω από το χώμα μεγάλε. Η ταυτότητά της έχει λιώσει.

  2. - Τι γίνεται ρε Πολύδωρε; Πώς τα πας;
    - Πάνω απ' το χώμα. Επιβιώνω.

(από dimitriosl, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified