Το τζακούζι, δηλαδή η μπανιέρα που παράγει μπουρμπουλήθρες με σκοπό τη χαλάρωση.
- Σόρυ που άργησα ρε φίλε, με πήρε ο ύπνος. Άαααααλλη φάση η κλασομπανιέρα, χαλαρώνεις πλήρως! Καλά που δεν πνίγηκα να λες...
Το τζακούζι, δηλαδή η μπανιέρα που παράγει μπουρμπουλήθρες με σκοπό τη χαλάρωση.
- Σόρυ που άργησα ρε φίλε, με πήρε ο ύπνος. Άαααααλλη φάση η κλασομπανιέρα, χαλαρώνεις πλήρως! Καλά που δεν πνίγηκα να λες...
Got a better definition? Add it!
Σημείο -πολλές φορές απόμερο- που ενδείκνυται για κατούρημα. Κατουρημένο πολλές φορές, συνήθως βρωμάει κι έχει λίμνες ούρων.
- Πω, πάει να σκάσει η φούσκα μου!
- Ε κατούρα ντε...
- Πού; Εδώ δημόσια;
- Ε πήγαινε εκεί στην κολώνα. Όλοι για κατουρώνα την έχουν.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που καπνίζει πολύ, το φουγάρο.
-Ανάβει το ένα μετά το άλλο. Μερικές φορές καπνίζει και δύο μαζί. Τούρκος σου λέω...!
Got a better definition? Add it!
Ο αργόμισθος, αργόστροφος, ή γενικότερα, αργός άνθρωπος.
Απ' το επάγγελμα του καστανά της Πανεπιστημίου που 8+ ώρες την ημέρα κάθεται στον κώλο του και ψήνει 5 κάστανα. Κάθε 24 λεπτά τα γυρνάει κιόλας μην αρπάξουν απ' τη μία.
(14:19) -Πιάσε γρήγορα μια τυρόπιτα γιατί βλέπω το λεωφορείο μου να έρχεται!
...
(14:26) -Έτοιμος!
(14:26) -Άντε ρε καστανά 10 ώρες να μου βάλεις μια τυρόπιτα σε μια χαρτοπετσέτα! Το 'χασα το λεωφορείο! Φα' τη μόνος σου τώρα...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει μουνόπανο. Γράφεται έτσι στον online γραπτό λόγο, χάριν συντομίας. Χαρακτηρισμός με αρνητική χροιά, που αναφέρεται σε κάποιον που επιδίδεται στην πουστιά, που δεν έχει μπέσα.
- Giati banarate ton takis_7654;
- Giati itan mnpn...
Got a better definition? Add it!
Προτείνω μέρος του σώματος ώστε να τονίζεται, συνήθως κατά τρόπο σφαιρικό, ή σφαιροειδή. Συνηθίζεται, οι περήφανοι κοιλαράδες να τουρλώνουν την κοιλιά τους, και οι γκόμενες τα οπίσθιά τους.
Κοίτα-κοίτα πως τον τουρλώνει! Φιρί φιρί το πάει να τον φάει...
Got a better definition? Add it!
Η αρνητική απάντηση σε πρόταση εξόδου, φτιαξίματος, γάμου κ.ό.κ. Συνήθως τη ρίχνει η γυναίκα και την τρώει ο άνδρας.
Το ρίχνω χυλόπιτα σε άλλες γλώσσες: einen Korb geben (γερμανικά, «δίνω ένα καλάθι»), dar calabazas (ισπανικά, «δίνω κολοκύθες»)
Got a better definition? Add it!
Ο καρμιράκος, κακομοίρης, άτυχος, που ό,τι και να γίνει όλα θα του πάνε στραβά, που πρέπει να καταβάλλει τη μέγιστη προσπάθεια ακόμα και για τα πιο ασήμαντα και μικρά πράγματα.
- Πλημμύρισε το σπίτι του και δεν είχε τίποτα να βγάλει τα νερά παρά μόνο κουτάλια ο ταλαίπωρος...
Got a better definition? Add it!
Απαγόρευση εισόδου. Τρώγεται ή ρίχνεται. Προκύπτει απ' το τελευταίο πράγμα που βλέπει (ή τρώει στη μάπα) κανείς πριν τον πετάξουν έξω από κάπου.
Μερικά πράγματα δεν τα καταλαβαίνω ρε φίλε. Πήγα στην «Έκθεση Δίκαννου 2006» κι άρχισα να δοκιμάζω καραμπίνες με δικά μου φυσίγγια που έφερα απ' το σπίτι, και μου ρίξανε πόρτα ρε! Μα αν δεν το δοκιμάσω ρε άνθρωπε, πώς θα το πάρω;!
Got a better definition? Add it!