Ο θαμώνας οίκων ανοχής στις Κάτω Χώρες. Ο όρος οφείλεται στη γνωστή βιτρίνα των ολλανδικών μπουρδέλων.

- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα, τώρα που θα είμαστε Άμστερνταμ;
- Φύγε από 'δώ ρε βιτρινιάρη που θα πάμε στα μπουρδέλα, με τόσες μουνάρες Ολλανδέζες ολοτρίγυρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που δεν διαφέρει και πολύ από τον Homo australopithecus, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στη συμπεριφορά.

- Δέκα φορές του το εξήγησες και τίποτα;
- Ναι ρε, αφού σου λέω είναι δίποδας το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλόγρια, η θείτσα.

Πέρασε από 'κει μια θεια-Κούτσαινα και τη ρώτησα πού στο διάολο βρισκόμαστε. Κρανίου τόπος, σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται από ανοιχτό κάμπριο προς γυναίκα φανταχτερή, αγέρωχη και φανερά τσούλα.

- Κοίτα τι περνάει ρε, κοίτα σου λέω!!!
- Σκύλα μου, νά 'μουνα η φόλα σου να πέθαινες για μένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μουνάρα επί τρία. Κατά το τρισάγιο.

Η γκόμενά του είναι τρίσμουνο, λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιχριτζής ή τσιχριντζής: άλλος τύπος του τσικιρικιτζή.

- Κερνάς εσύ, έτσι;
- Πάλι εγώ ρε μάστορα; Όλο εγώ κερνάω.
- Έλα ρε, μη γίνεσαι τσιχριτζής τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βαβούρα, ο χαλασμός Κυρίου, ο χαμός (στο ίσωμα).

  1. Πάμε πουθενά να χαλαρώσουμε ρε 'σύ, δεν αντέχω άλλη χανταβάρα.

  2. Τα αντιλαικά μέτρα της αύξησης των εμμέσων φόρων σε καύσιμα, ποτά, τσιγάρα κ.λ.π. δεν τα πήρε κανείς χαμπάρι; Μας τρώει ο πωπός μας μου φαίνεται... Χανταβάρα να γίνεται για αποπροσανατολισμό. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί που προέκυψε χωρίς να το επιθυμούν οι συνουσιαζόμενοι, λόγω... λάστιχου.

Παρατημένο τον έχουν, τριγυρνάει από γιαγιά σε θεία κι από θεία σε ξαδέρφη. Τι τα θες, άμα είσαι το παιδί της τρύπιας καπότας...

(από GATZMAN, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροδιάλογος που γίνεται σε σχέση με γυναίκα κάποιας ηλικίας μεν (συνήθως από 40 μέχρι 55), αλλά η οποία φαίνεται καθαρά ότι κάποτε έκανε τους άντρες να σφάζονται για πάρτη της. Στο χαρακτηρισμό «πρώην όμορφη» απαντά κανείς «και νυν!», όταν συμφωνεί.

- Ξέρεις ποιος είναι ο Ριχάρδος; Εκείνος που τα 'χει με την Ελεονώρα.
- Αυτή την πρώην όμορφη;
- Και νυν! Και νυν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπήχτης, ο γαμιάς, ο γαμίκουλας. Συμφυρμός του γαμώ και του επιβήτορας.

Ώστε είναι τόσο καλός γαμήτορας ο Θόδωρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified