Μικρασιάτικη έκφραση -σήμερα σπανιότατη- εν είδει αρνητικού επιφωνήματος, με την έννοια «αδύνατον!», «δεν γίνεται!», «με τίποτα!». Από το τουρκικό olmaz (= δεν γίνεται).

Σημ. Το λήμμα «ολμάς» υπάρχει (παραδόξως) και στο ελληνογερμανικό / γερμανοελληνικό λεξικό των εκδόσεων Langenscheidt.

- Θα 'ρθείς το βράδυ να πιούμε κανα κρασάκι;
- Ολμάς! Έχω πει στη Μαρίκα πως θα πάω σπίτι της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει ότι «δεν θα πάρουμε άλλο», «φτάνει», «σώνει». Συχνό όταν κάποιος μας ζητάει χρήματα από το πουθενά.

- Είμαστε από τον Εξωραϊστικό Σύλλογο Νέας Δραπετσώνας...
- Δώσαμε, δώσαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιός φαντάρος, στη στρατιωτική σλανγκ. Υπάρχει και ο μεταγενέστερος, ψευδοκαθαρευουσιάνικος τύπος «παλαίουρας».

- Ο Μηνάς όλο αράζει, εμείς έχουμε γαμηθεί στο γόπινγκ.
- Ε, γίνε κι εσύ πάλιουρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουρδέλο τρίτης γενιάς. Η πρώτη ήταν το κλασικό μπουρδέλο (Φυλής κιέτσ'), η δεύτερη το «στούντιο» (όχι για ηχογράφηση), και η τρίτη το και καλά «σπα» (< Spa), όπου υποτίθεται ότι πας για μασάζ, αλλά ρίχνεις και κανα μπούτσο άμα σκάσεις κάτι παραπάνω!.

- Αντώνη, εδώ πιο πάνω είναι ένα σπα πρώτης τάξεως! Περιποίηση έξτρα, μόνο 1674 Ευρώ! Δίνει και κωλαράκι άμα γουλάρεις.
- Καλά, τόσο σάπιος είμαι ρε καραγκιόζο, να πά' να τα σκάσω για να ρίξω μια ξερόπουτσα; Δεν παίζω μια βαρβάτη παχιά καλύτερα, να κρατήσω και τα φράγκουλα, να φανταστώ και ό,τι γκόμενα μ' αρέσει;

Έτοιμος, αγόραρε; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και καλά πιο μόρτικος και πιο σλανγκιζέ τύπος του γνωστού «γουστάρω».

- Πάμε γηπεδάκι αύριο;
- Γουλάρεις μωρή λούγκρα;

βλ. και πουστάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και ξερόπουτσα. Πρόκειται για τη συνουσία -συνήθως σύντομη- που περιλαμβάνει μόνο πούτσα σε μουνί (άντε και σε κώλο, σπανιότερα), χωρίς προκαταρκτικά. Ούτε πίπες, ούτε γλειφομούνια, ούτε δαγκωνιές, ούτε τίποτα... Για τους βιτρινιάρηδες, το κλασικό γαμησάκι του μπουρδέλου.

Εγώ, φίλε, δεν γουστάρω ξερόπουτσες. Θέλω το γλειφομούνι μου, θέλω πρόστυχα λογάκια στ' αφτάκι κ.λπ. Κατάλαβες, μανάρι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με την έκφραση «στο μιλητό», πέραν του ότι αμφότερες αναφέρονται στο σεχ.

«Μιλητό» αποκαλείται το σεχ που περιλαμβάνει διάφορες λεκτικές προστυχιές, συνήθως στο αφτί - αλλά και δυνατά άμα γουστάρεις, πολύ δυνατά - κατά τη διάρκεια της συνουσίας και των λοιπών τζιβιτζιλικιών, με στόχο το περαιτέρω ξάναμμα του συντρόφου (Απορία ψάλτου: -τι διάλο ρε, όλοι με κουμούνια γαμιούνται;)

Αντώνη μου: μουγκό, το

-Γιατί δεν σ' άρεσε, Σωτήρη μου;
-Τι να μ' αρέσει ρε Μιχαλάκη, αφού ξέρεις ότι γουστάρω το μιλητό κι εσύ ήσουν όλη την ώρα μούγκα στη στρούγκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεχουαλική πράξη κατά την οποία το μόνο που ακούγεται είναι: α) σλουρπ - σλουρπ, β) φλάτσα - φλούτσα, γ) αχ - βαχ, δ) ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!, και αυτό ήταν όλοοο... Ούτε περιγραφές και λοιπό σπηκάζ, ούτε καντήλια. Τέτοιο σεχ κάνουν συνήθως οι πρωτάρηδες / πρωτάρες / πρωκτάρηδες, καθότι δεν μπορούν να χαλαρώσουν, να μη σκέφτονται αν το κάνουν καλά, ώστε να πουν και δυο φωνήεντα να καυλώσουμε κι εμείς λιγάκι γαμώ την κόλαση!!!

Αντώνη μου: μιλητό, το

-Έλα, Λεοπόλδε μου, να κάνουμε λίγο έρωτα...
-Τι να 'ρθω μωρή Ελενίτσα; Για να βιώσω άλλo ένα μουγκό; Βάλε μουνοδάχτυλο καλύτερα.

Και σε μουγκαφόν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωκτάρης, πρωκτάρα: Μπούστης που είναι πρωτάρης στο σεξ.

Υπάρχει και το θηλυκό πρωκτάρα, που είναι η κοπελιά που τον παίρνει από πίσω για πρώτη της φορά.

  1. - Μίλτο μου, είμαι πρωκτάρης, γι' αυτό με το μαλακό!

  2. - Γιώργο μου, είμαι πρωκτάρα, δεν τον έχω δώσει αλλού, να το ξέρεις. Μόνο για σένα το κάνω, αλλά πρώτη και τελευταία. Εντάξει Γιωργάκη μου;
    - Καλά, καλά, φά' τον τώρα και βλέπουμε. (της τόνε βάζει) - Μωρή, εδώ μέσα χάνεις καρπούζι ολόκληρο. Τι πρωκτάρα και μαλακίες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Θράκη εν γένει, αλλά ιδίως ο Ν. Έβρου. Οι κάτοικοι αποκαλούνται «Γκατζόλοι». Ο όρος προέρχεται όχι από το γάιδαρο σε τοπικά ιδιώματα κ.τ.ό., αλλά από την τουρκική φυλή Gacol (προφ. γκατζόλ) που - απ' ότι φαίνεται - είχε εγκατασταθεί στην περιοχή.

- Πότε θα πάρουμε κανα οφάκι, πήξαμε στη γκατζολία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified