Άθλημα στο οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται στο κλάσιμο. Οι κανόνες είναι απλοί:

Ηχηρή χωρίς βρόμα = 1 πόντος.
Ηχηρή με βρόμα = 2 πόντοι.
Φυσηχτή χωρίς βρόμα (σπάνιο) = 0,5 πόντοι.
Φυσηχτή με βρόμα (άλλως «μοβόρα») = 2,5 πόντοι.
Βραστή = τρίποντο.

Σε περίπτωση που ένας παίκτης χεστεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι (για να πάει στο γκαμπινέ να σκουπιστεί/να πλυθεί ή να συνεχίσει το χέσιμό του ανενόχλητος).

Όπως σε κάθε άθλημα, η προπόνηση παίζει μεγάλο ρόλο, όπως και η κατάλληλη προθέρμανση και προετοιμασία (κατανάλωση οσπρίων, κρύου γάλακτος κ.τ.λ.).

- Παίζουμε (το) πορδόσφαιρο;
- Πάλι τα ίδια; Αφού όλο χέζεσαι και χάνεις, ρε πισωγλέντη.

Εσφαλμένα αναφέρεται ως "πορδοποδόσφαιρο", καθότι οι καλλιτέχνες δεν γνώριζαν την "απλολογία" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος κλανιάς που ηχεί σαν μπουρμπουλήθρες, σαν να βράζει νερό. Συνήθως είναι δυνατή, διαρκείας, με υγρή απόχρωση, και βρομάει επικίνδυνα.

- Άφησε μια βραστή μες στο σινεμά, ο λεχρίτης, που ψοφήσαμε στη μπόχα.
- Ε, το μπουχέσα! Καλά, δεν ντράπηκε που έγινε ρόμπα;

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Βλ. επίσης κομπολογάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγόρι στα γιούφτικα (Ρομανί), άλλως: τσαβό.

Υπάρχει και ι ρακλί, το κορίτσι. Πληθυντικός για όλα: ε ρακλέ.

- Σο κερές, ρακλό;
- Ρακλί είμαι ρε μπουλιάκο, σε μπερδεύει το μουστάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος ή αντούβιανος, ο άγαρμπος, χωρίς χάρη και ισορροπία στις κινήσεις του (στην κεφαλλονίτικη slang). Συχνό σε άτομα με «σύνδρομο του Μαρφάν».

Ο όρος μάλλον από το στερητικό α- και το ουσιαστικό (ν)τάρα (= το αντίβαρο).

- Για τήρα το Λέλο, προβατεί και μπουρδουκλώνεται.
- Πούθε πηαίνεις ωρέ άταρεεε; (κράξιμο)

O τίμιος Αbe ξεχωρίζει. (από allivegp, 17/04/10)Τάταρος (από HODJAS, 19/04/10)Και ο Charles Bronson είναι Τάταρος... (από HODJAS, 19/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος (στην πυργιώτικη αργκό).

- Αμάν, σκοτώθηκ' απάνω στη γωνιά του τραπεζού!
- Αφού 'σαι αντούβιανος, μάνα μ', τι περμένεις;

Επίσης και αντούβγαινος και αντούβιανο(ς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Θράκη εν γένει, αλλά ιδίως ο Ν. Έβρου. Οι κάτοικοι αποκαλούνται «Γκατζόλοι». Ο όρος προέρχεται όχι από το γάιδαρο σε τοπικά ιδιώματα κ.τ.ό., αλλά από την τουρκική φυλή Gacol (προφ. γκατζόλ) που - απ' ότι φαίνεται - είχε εγκατασταθεί στην περιοχή.

- Πότε θα πάρουμε κανα οφάκι, πήξαμε στη γκατζολία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωκτάρης, πρωκτάρα: Μπούστης που είναι πρωτάρης στο σεξ.

Υπάρχει και το θηλυκό πρωκτάρα, που είναι η κοπελιά που τον παίρνει από πίσω για πρώτη της φορά.

  1. - Μίλτο μου, είμαι πρωκτάρης, γι' αυτό με το μαλακό!

  2. - Γιώργο μου, είμαι πρωκτάρα, δεν τον έχω δώσει αλλού, να το ξέρεις. Μόνο για σένα το κάνω, αλλά πρώτη και τελευταία. Εντάξει Γιωργάκη μου;
    - Καλά, καλά, φά' τον τώρα και βλέπουμε. (της τόνε βάζει) - Μωρή, εδώ μέσα χάνεις καρπούζι ολόκληρο. Τι πρωκτάρα και μαλακίες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεχουαλική πράξη κατά την οποία το μόνο που ακούγεται είναι: α) σλουρπ - σλουρπ, β) φλάτσα - φλούτσα, γ) αχ - βαχ, δ) ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!, και αυτό ήταν όλοοο... Ούτε περιγραφές και λοιπό σπηκάζ, ούτε καντήλια. Τέτοιο σεχ κάνουν συνήθως οι πρωτάρηδες / πρωτάρες / πρωκτάρηδες, καθότι δεν μπορούν να χαλαρώσουν, να μη σκέφτονται αν το κάνουν καλά, ώστε να πουν και δυο φωνήεντα να καυλώσουμε κι εμείς λιγάκι γαμώ την κόλαση!!!

Αντώνη μου: μιλητό, το

-Έλα, Λεοπόλδε μου, να κάνουμε λίγο έρωτα...
-Τι να 'ρθω μωρή Ελενίτσα; Για να βιώσω άλλo ένα μουγκό; Βάλε μουνοδάχτυλο καλύτερα.

Και σε μουγκαφόν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμία σχέση με την έκφραση «στο μιλητό», πέραν του ότι αμφότερες αναφέρονται στο σεχ.

«Μιλητό» αποκαλείται το σεχ που περιλαμβάνει διάφορες λεκτικές προστυχιές, συνήθως στο αφτί - αλλά και δυνατά άμα γουστάρεις, πολύ δυνατά - κατά τη διάρκεια της συνουσίας και των λοιπών τζιβιτζιλικιών, με στόχο το περαιτέρω ξάναμμα του συντρόφου (Απορία ψάλτου: -τι διάλο ρε, όλοι με κουμούνια γαμιούνται;)

Αντώνη μου: μουγκό, το

-Γιατί δεν σ' άρεσε, Σωτήρη μου;
-Τι να μ' αρέσει ρε Μιχαλάκη, αφού ξέρεις ότι γουστάρω το μιλητό κι εσύ ήσουν όλη την ώρα μούγκα στη στρούγκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και ξερόπουτσα. Πρόκειται για τη συνουσία -συνήθως σύντομη- που περιλαμβάνει μόνο πούτσα σε μουνί (άντε και σε κώλο, σπανιότερα), χωρίς προκαταρκτικά. Ούτε πίπες, ούτε γλειφομούνια, ούτε δαγκωνιές, ούτε τίποτα... Για τους βιτρινιάρηδες, το κλασικό γαμησάκι του μπουρδέλου.

Εγώ, φίλε, δεν γουστάρω ξερόπουτσες. Θέλω το γλειφομούνι μου, θέλω πρόστυχα λογάκια στ' αφτάκι κ.λπ. Κατάλαβες, μανάρι μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified