Υπονοεί τη γυναίκα ή τρανς, που έχει πνίξει κοπάδια από ανδρικά μόρια. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά. Συνώνυμα: ψωλοπνίχτρα, πεοπνίχτρα, ή κουνελοπνίχτρα. Έχει συγγενική γλωσσική σχέση με την ψωλοαποθήκη.

- Πω-πω ρε κολλητέ, τί σεμνό γκομενάκι είναι αυτό;
- Τη Βιόλα λες ρε, την πουτσοπνίχτρα; Αυτή ξεπετάει 5 στη ξαπλωσιά της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδιώκει να μοστράρει την τσουτσούνα του και μεταφορικά ο αποσυνδεμένος από την ζοφερή πραγματικότητα, μονίμως προσευχόμενος και προσκολλημένος στον προφήτη Μαλαχία.

Προς αποφυγή μη εύηχων χαρακτηρισμών κρατήματος οργάνου (πεοκράτης, ορχεοκράτης), προτιμάται η εύλογος και με μέτρο χρήση (της λέξης, όχι της τσουτσούνας).

Στην παραλία του Ωρωπού, δυο φίλες:

- Φιλενάδα, ο Σαλίμ, ο Ινδός απέναντι, τη γύμνωσε την κόμπρα του...
- Είναι γνωστός τσουτσουνιστής χρυσό μου!

Προφήτης Μαλαχίας, μεγάλη η χάρη του! (από Khan, 27/05/10)

Βλέπε και τσουτσουνέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίχτης της τσουτσούνας, προς ευφημισμόν, για να αποφύγουμε το μη εύηχο πεοπαίχτης, τρόμπας, τρόμπατζης κ.ά.

Εννοεί και τον αυτοδίδακτο, αλλά και αυτόν που η ισχυρή επίμονη και επαναληπτική μελέτη σε τσουτσουνοπαιχτάδικα και η αυτοσυγκέντρωση για την εκμάθηση του οργάνου του, έχει άμεση επίπτωση στη μαλάκυνση του εγκεφάλου του.

- Καλά, τί τρόμπας είναι ο ανιψιός σου ο Ησαύ;
- Ε, όχι και τρόμπας, απλός αυτοδίδακτος τσουτσουνοπαίχτης είναι, ο μίζερος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει τον τύπο χαμηλού κοινωνικού επιπέδου, εθισμένο στην κουτοπονηριά και στην «στραβή», που, ενώ σε κανονικές συνθήκες θα τον χαρακτήριζες αρχίδι, επιτακτικά και εμφατικά τον αποκαλείς ψωλαρχίδη! (με μετατροπή του ουδετέρου σε αρσενικό ευγενείας και επικλήσεως).

Υπονοεί τον ικανό ειδικώς μόνο για αναπαραγωγή και γενικώς το άχρηστο υποκείμενο.

Συναντάται και με κατάληξη -ας (ψωλαρχίδας) και δηλώνει πέραν των ανωτέρω και μεγαλοπρέπεια.

- Άχρηστος υδραυλικός ο άντρας σου χρυσή μου, όλοι στην γειτονιά το λένε!
- Ασ' τονα μωρέ, τον ψωλαρχίδα...

Δες και αρχίδας, -αρχίδας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mεταφορικά η ευρύχωρη και σωματικά και ηθικά γυναίκα ελαφρών ηθών, που χρησιμοποιεί το όργανό της ως αποθήκη στοίβαξης και αποθήκευσης ψωλώνε. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά.

- Πως περπατάει έτσι η Λόλα ρε λυκόρνι; Συγκαμμένη είναι;
- Τι συγκαμμένη η ψωλοαποθήκη καημένε, στούμπωσε από τα προφυλακτικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλοντανιάστρα ή πουτσοντανιάστρα αποκαλούμε τη γυναίκα ή τρανς, που συνηθίζει να παίρνει όχι μόνο ένα και δύο ανδρικά εργαλεία συγχρόνως, αλλά και ... βάλε, δίκην ντανιάσματος, οπότε άκρως ξεχαρβαλωμένη. Συγγενεύει γλωσσικά με την ψωλοαποθήκη και την πουτσοπνίχτρα.

- Ρε φίλε, άστα, χαλβαδιάζω τη γυναίκα του Ριρή του πούστη ... κι έχω μείνει! Τί χαμηλοβλεπούσα η κουφάλα... Ευχαρίστως της πετούσα ένα κομμάτι μόριο!
- Χαμηλοβλεπούσα η γυναίκα του Ριρή; Ρε αυτή είναι ψωλοντανιάστρα κι εσύ μιλάς για ένα τεμάχιο; Ούτε που θα το καταλάβει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί απαξίωση, σε όποιον αναφέρεται, αφού του αποδίδει μόνο την δυνατότητα μαλακισμού, άντε και τινάγματος ψωλών και τίποτε παραπάνω. Παρόμοια έκφραση είναι «μαλακοπαίχτης ακρωτηριασμένων» (κουλών) και ο (η) «κλάστης /-τρια αρχιδιών».

Συγγενικά γλωσουργήματα είναι το «μωρή λουλού» και τσουτσουνοπαίχτης /-τισσα.

- Άμα κατέβω κάτω, θα σου πω εγώ ρε φλώρε!
- Κατέβα μωρή ψωλοτινάχτρα, να μας τα κλάσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified