Η οδός Π. Τσαλδάρη ή Που. Τσαλδάρη. Προφέρεται έτσι για πλάκα και ειδικά αν η ερώτηση προέρχεται από γιαγιούμπα που θέλουμε να την σοκάρουμε με την απάντησή μας.

Τι μαλάκες που υπήρξαμε θεέ μου!

- Ορέ καλόπαιδο μήπως ξέρεις που είναι το ΙΚΑ;
- Στην Πούτσα Λδάρη θείτσα, στην Πούτσα Λδάρη (το λέμε δύο φορές μήπως και δεν το κατάλαβε).

Που Τσαλδάρης. (από perkins, 04/06/10)ο εγγονός του Πούτσα, ο Κούτσα Λδάρης.Τα ιδια σκατα... (από perkins, 04/06/10)(από Vrastaman, 05/06/10)Π.Τσαλδαρη (από perkins, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπάκι πενηντάρι μάρκας Honda χρώματος χακί η μπλε αεροπορί που εισήχθηκε κατά χιλιάδες κομμάτια από τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου ως μεταχείρα κατά τα ένδοξα έιτις.

Το συγκεκριμένο μοτόρι έπαιρνε πανεύκολα φτιάξιμο σε εβδομηνταδυάρι και κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ότι είχε μονή σέλα και σχάρα στη θέση του υποτιθέμενου συνοδηγού. Όταν όμως πουλιόσαντε στην Πάτρα, ή μάλλον ξεφορτωνόσαντε από το παπόρο, οι συνεργειατζήδες τα μετέτρεπαν σε δίσελα με το αζημίωτο εννοείται.

Τα είδη, εκτός από την διαφορά στο χρώμα ξεχώριζαν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες, ήτοι:

1) Με το «λαγουδέ» τιμόνι, όπου τα γκριπ ήταν υπερυψωμένα σε σχέση με το κεντρικό σημείο του τιμονιού που βρισκόταν το κοντέρ.

2) Με «κομμένο ρεζερβουάρ» και την«πρώτη πίσω», όπου το ρεζερβουάρ αποτελούσε ξεχωριστό τμήμα του σκελετού και μπορούσε να αλλαχτεί ξεβιδώνοντας τέσσερις βίδες που το συγκρατούσαν. Το σασμάν επίσης δεν ήταν όπως του «λαγουδέ», που τις είχε «όλες κάτω» αλλά η πρώτη ταχύτητα ήταν προς τα πίσω (Πρώτη - Νεκρά - Δευτέρα - Τρίτη).

3) Με ίσιο τιμόνι και σασμάν σαν του «λαγουδέ», δηλαδή «όλες κάτω». Το είδος αυτό κυκλοφόρησε και σε χρυσίζον χρώμα.

Το ισιοτίμονο και το «λαγουδέ» είχαν αυτοκόλλητο στο ρεζερβουάρ, κάτω από τη σέλα που έγραφε «super cub» (αν διαβαζόντανε από τα χυσίματα των βενζινάδων εκτός, που το κιτρίνιζαν και το κατέστρεφαν).

Αστικοί μύθοι που συνόδευαν τα παπάκια αυτά ήταν αφενός για τα αεροπορί χρώματος ότι τα είχαν τα ταχυδρομεία της Ιαπωνίας και αφεδύο για τα χακί ότι τα είχαν οι βιετκόνγκ στον πόλεμο, εξ ου και το όνομα που τελικά επικράτησε. Για τα χρυσίζοντα ..τουμπεκί.

Σημαντικό προσόν αυτών των μοτοσακών ήταν η χαμηλή τιμή τους σε σχέση με τα αντίστοιχα κόκκινα, λαχανί και μπλε της αντιπροσωπείας.

- Με γεια ρε την πάπια!
- 'Στω, αλλά με τα φράγκα που είχα μόνο βιετκόνγκ έπαιρνα!

Κιτ για εβδομηνταδυάρι. (από perkins, 04/06/10)Σαν βιετκονγκ,δεν εισήχθη ποτέ ... (από perkins, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαδοσλάνγκ έκφραση που αναφέρεται στις κατακλίσεις των κατάκοιτων ασθενών εξαιτίας της συνεχούς τριβής σημείων του οπίσθιου μέρους του σώματός τους στα σεντόνια του κρεβατιού, που σημειωτέον, πρέπει να είναι πάντα αεροδρόμιο.

Βέβαια η χρήση που μας απασχολεί εδώ είναι το ειρωνικόν της υπόθεσης. Όταν δηλαδή μας φωνάζει συνήθως η μάνα ή η σύζυγος να σηκωθούμε απ το κρεβάτι (η γκόμενα δεν φωνάζει γιατί κοιμάται κι αυτή δίπλα μας, ούσα ο λόγος της παραμονής μας σε αυτό) γιατί μεσημέριασε κι έχουμε «χίλιες στραβωμάρες« να φέρουμε εις πέρας.

Σήκω τεμπέλαρε και θα τρυπήσει η πλάτη σου, είναι μία η ώρα κι έχεις να βάψεις τα παντζούρ(γ)ια!

τρύπησε η πλάτη του τελικα... (από perkins, 05/06/10)aerodromio (από perkins, 05/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ρήμα «φασώνομαι». Μπαίνω σε φάση ερωτικών περιπτύξεων.

Ο λόγος που το προσθέτω στον ήδη υπάρχοντα ορισμό φάσωμα, είναι επειδή αυτό γίνεται μόνο μεταξύ δυο ατόμων που δεν έχουν ήδη σχέση.

- Έμαθα πέρασες καλά χτες στο παρτάκι;
- Φασώθηκα με τον Γιώργο ρε, αφού σου το 'χα πει ότι τον είχα βάλει στο μάτι.

(από perkins, 06/06/10)φασσώθηκε ο δολοφόνος (από perkins, 06/06/10)Εταιρία πλαστικών Fasoplast (από allivegp, 03/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χάπια που έπιναν (και πίνουν) κάποιοι τοξικομανείς με τη σέσουλα για να την ακούσουν, να φτιαχτούν βρε αδερφέ, να κάνουν κεφάλι.

Συγκριτικό τους πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες ουσίες είναι ότι τα μπιφτέκια είναι πιο φθηνά, πιο ευκολοφόρετα, πιο εύκολο να τα προμηθευτεί κανείς και το κυριότερο ότι βρίσκεις γιατρό να σου τα συνταγογραφήσει και να τα αγοράζεις ως κύριος.

Ονομάστηκαν μπιφτέκια αφενός για ξεκάρφωμα του χρήστη, και αφεδύο από το μεγάλο τους μέγεθος (στην φαντασία του χρήστη) και την ισχυρή τους δράση.

Κλασσικά μπιφτέκια είναι τα: Tavor, Ardan, Lexotanil, Valium, Vulbegal, το κλασσικό Hypnostenton, κουτουλού.

- Πώς εισ' έτσι ρε άπλυτε;
- Με χαλάσανε (χμφφφφ) τα μπιφτέκια, ήτανε (ουπς) ληγμένα.

valium ναούμ (από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κ.τ.λ., και τα λοιπά. Προφέρεται κουτουλού για τους ίδιους ακριβώς λόγους που λέμε και δουσού, πσκ, πουσουκού, σουκού, χεσεμές, ρουσουσού, μουσουνού κλπ (όπως λέει και η Ιronick).

- ...κι άρχισε να μου λέει ότι την κλείνω μέσα, ότι εγώ βγαίνω με τα ρεμάλια, δεν της λέω γλυκόλογα, κουλουπού κουλουπού, καταλαβαίνεις τώρα, σωστή γιαλόμα και βάλε,
δεν την παλεύω κάστανο φίλε.

ΚΟΥΤΟΥΛΟΥ-Ν (από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την ακούει κανείς μετά από χρήση ευφορικών μέσων (αλκοόλ, φάρμακα, ναρκωτικές ουσίες και χημικά πτητικά υγρά). Χαρακτηρίζεται από χαλαρότητα, καλή διάθεση και βλακώδες χαμόγελο ή ακατάσχετο γέλιο, ζαλάδα και μειωμένες αναστολές.

Γενικότερα δημιουργείται στο υποκείμενο μια τάση για αποφυγή της πραγματικότητας και αδιαφορία για τις κοινωνικές επιταγές.

Όπως θα έλεγε κι ο Σιγμούνδος τείνει να εξωτερικευτεί το υποσυνείδητό μας παραμερίζοντας το εγώ. Για το υπερεγώ δεν το συζητάμε καθόλου, είναι το πρώτο θύμα της κραιπάλης.

- Θα πιούμε άλλο ένα υποβρύχιο;
- Όχι. Έχω κάνει καλό κεφάλι ρε νεροχύτη και δεν θέλω να το χαλάσω, να πέσω.

(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη εκδοχή της εκφράσεως διαφοροποιείται από το έλα κούτσα κούτσα και πιάσε μου την πούτσα καθώς παραπέμπει στην Σισύφεια ματαιότητα.

Η ειδοποιός διαφορά είναι το «κλάσε» (χωρίς σεξουαλικά υπονοούμενα) από το «πιάσε» (που παραπέμπει σε φραπέδες κιέτσ'). Αναλύοντας τα επί μέρους:

  • Έλα: αποτελεί πρόκληση σε αγώνα ή αναμέτρηση.
  • …κούτσα - κούτσα: για να αντιπαρατεθεί, ο αποδέκτης της πρόκλησης θα ταλαιπωρηθεί είτε από αντικειμενικές δυσκολίες ή από δικά του μειονεκτήματα.
  • …και κλάσε μας τη μπούτσα: Ο εκστομίσας την φράση δεν έχει λόγο ανησυχίας λόγω των γνωστών περιορισμών του προκληθέντος. Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο.

Ταυτόσημη σημασία έχουν οι φράσεις: θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, κλάσε μας τα αρχίδια, στ' αρχίδια μου σε γράφω και κάνω τον ζωγράφο, κουτουλού.

Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.

.#
@gatti201 ΕΛΑ ΚΟΥΤΣΑ ΚΟΥΤΣΑ ΚΑΙ ΚΛΑΣΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΠΟΥΤΣΑ. ΚΟΙΤΑ ΠΟΙΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΝΙCΚΝΑΜΕ;!!! AKOY GATTI... HAHAHAHAH!!! (σχόλια από το συσιφόνι)

(από perkins, 07/06/10)κουτσα κούτσα αλλά με όπλο (από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στοά, εκ του gallery που λένε και οι Αγγλοσαξόνοι.

Ο όρος χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική του έννοια για τις στοές των ορυχείων.

Σλανγκιστί όμως, λέγεται μόνο για τα τελευταία εννέα καθίσματα των λεωφορείων των κτελ, και γενικότερα για τις τελευταίες θέσεις παντός είδους λεωφορείων και τρόλεϋ.

Το συγκεκριμένο τμήμα των οχημάτων αυτών είναι περιζήτητο σε νέους, ειδικά σε πενταήμερες (κι όχι πενθήμερες) λυκειακές εκδρομές καθώς εκεί γίνεται ο χαβαλές, πέφτει το φάσωμα και γενικά συμβαίνουν όλα τα καλά.

Τα παλιότερα χρόνια επίσης, που υπήρχαν τα λεωφορεία με τα ανοιγόμενα παράθυρα, στη γαλαρία επιζητούσαν να κάθονται οι «άρρωστοι»καπνιστές, επιβάτες των ΚΤΕΛ πανελλαδικά, έτσι ώστε να λάθουν της μύτης του οδηγού ή αυτής των ρουφ συνεπιβατών τους.

Θα πα' να κάτσω γαλαρία με τους μαλάκες για τη φάση και όλο και κάνα μωρό θα ξεστρατίσει προς τα πίσω. Θα φάμε καλά αργοτερότερα.

(από perkins, 08/06/10)(από perkins, 08/06/10)(από Vrastaman, 09/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαδιάρης αποτελεί πάντα επίκαιρο τύπο υπουργού, γενικού γραμματέα υπουργείου και διευθύνοντα συμβούλου οργανισμού του δημοσίου, αλλά μεταλλάσσεται και σε κάποια εδώδιμα είδη δημοσίων λειτουργών που διαβιούν σε νοσοκομεία, πολεοδομίες, τελωνεία, εφορίες, δασικές υπηρεσίες κουτουλού, οι οποίοι είναι κι αυτοί λαδιάρηδες, συνήθως όμως χαμηλότερης ταρίφας.

Λαδιάρης κατά λέξη είναι αυτός που αποδέχεται την μίζα και το λάδι. Η μίζα χρησιμεύει για ν' αρχίσει η παράνομη δραστηριότητα και το λάδι για να μην υπάρξουν μετέπειτα (χρονο)τριβές στον παράνομο αυτό μηχανισμό της κονόμας και του μαύρου χρήματος.

Συνώνυμο του λαδιάρη ειναι ο οικονομισάριος, αυτός που ελαφρά τη καρδία τσιμπάει τογρηγορόσημο, η (αν απ-εργάζεται σε νοσοκομείο) το φακελάκι.

  1. ... Οι «εξωτικές» εταιρείες και η λίστα των «λαδιάρηδων».

Τον Νοέμβριο του 2006 οι γερμανικές διωκτικές αρχές πραγματοποίησαν έφοδο σε πολλά γραφεία της «Ζήμενς» στη Γερμανία και στην Αυστρία. Στην έφοδο η αστυνομία είχε την τύχη με το μέρος της. Ενας από τους ενεχόμενους στα «μαύρα ταμεία», ο Ράινχαρντ Σίκατσεκ...
(από την Καθημερινή)

  1. ...Βρέθηκε στην χώρα που ανήγαγε το λάδωμα σε επιστήμη νοθευμένο λάδι. Σιγά τα αυγά!
    Και στο κάτω-κάτω κάναμε το επιστημονικώς ανεπανάληπτο: μπορούμε να χρησιμοποιούμε ορυκτέλαια στο τηγάνισμα και λάδι τηγανίσματος σε μηχανές εσωτερικής καύσης!
    Το μόνο καλό είναι πως για τα γνωστάλαδώματα θα κάνουμε χρήση αυτού του λαδιού, με την ελπίδα ο αλήτης που λαδώσαμε να πάθει τίποτε (εξ'αιτίας του λαδιού μας...)... (απο μπλόγκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified