Λέγεται σε πρόσωπα τα οποία:

  1. έχουν αποκλειστικές ευθύνες για κάποιο ζήτημα και προσπαθούν να τις αποποιηθούν, προσποιούμενοι ότι δεν ξέρουν τίποτα «για τον φόνο».

  2. έχουν έμμεσες ευθύνες και δικαιοδοσία επί ζητημάτων, αλλά δεν αναλαμβάνουν δράση προς όφελος τρίτων, αν και θα έπρεπε, από την θέση που κατέχουν.

συνώνυμα: κινέζος, γερμανός, την πάπια.

1.α.
... Είναι τρομερά γελοίο που αθλητές μας με νίκες σε μεγάλους αγώνες (Ολυμπιάδες-Ευρωπαϊκά) έκαναν νίκες και δεν ξανατρεξαν ποτέ. Προσωπικά δεν έχω τίποτα εναντίον του ντοπινγκ... θες να καταπιείς κηροζίνη για να τρέχεις σαν πύραυλος...πρόβλημά σου... Ομως όταν σε πιάνουν μην μας κάνεις την παλαβή. Οσο για την κόκα... τί να σου πω! Υποθέτω ότι δεν έχουμε ούτε εναν κόκο στην Ελλάδα. (Εχουμε Κοκό, αλλά όχι κόκα)... από βλογ

1.β.
Σερέτης είμαι χασικλής,
κοτσάνι την περνάω
και σαν μου λάχει νταβατζής
στρωτή την αμολάω.

Μα σαν μου λάχει σταυρωτής
ευθύς την αμολάω,
την πάπια και την παλαβή
κάνω και δεν μιλάω...
από εδώ

  1. ... Να σας δώσω να καταλάβετε γιατί οι Ελληνικές Κυβερνήσεις δεν ευνόησαν και σαμποτάρισαν προσπάθειες να διεκδικήσουν το δικαίωμα των πολεμικών αποζημιώσεων με βάση ευρωπαϊκούς νόμους: η λογική Καραμανλή να κάνει την παλαβή, είχε σχέση με πιέσεις που είχε δεχτεί για λήψη αντιποίνων. Για τον Καραμανλή δεν αποδείχτηκε τίποτα οπότε δεν είχε λόγο ιδίου συμφέροντος να αποκρύψει την όλη ιστορία. Απλώς, η Ελλάδα για άλλη μια φορά και κερατάς και δαρμένος. από βλογ

Κεντερη κατούρα να πίνουμε μαστούρα.. (από perkins, 21/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τις σημασίες που εδόθησαν εδώ, επισημαίνω ακόμη δυο:

1) Η υποχρεωτική εργασία εκπαιδευτικού της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σε απομεμακρυσμένο χωριό προς εξυπηρέτηση και της επαρχίας, τρόπον τινά.

Συνήθως το συγκεκριμένο αγροτικό κρατά μια σχολική χρονιά.

2) Το ροζ τσιγαρόχαρτο.

Παρείχετο δωρεάν στους αγρότες καπνοπαραγωγούς και δεν είχε κόλλα, όπως αυτά του εμπορίου, με αποτέλεσμα (για να μην ξεκολλάει) να πρέπει να το δαγκώνουν κατά μήκος της πλευράς που επρόκειτο να κολληθεί, με μικρές και συστηματικές δαγκωνιές, έτσι ώστε να γίνει η πλευρά αυτή πιο ανώμαλη.

Ο δεύτερος τρόπος ήταν να έχει φάει ο σαλιωτής κάνα υποβρύχιο λίγο πριν στρίψει το τσιγάρο. Λέγεται, και δεν είμαι σίγουρος για την εγκυρότητα της πληροφορίας, ότι το χρώμα του τσιγαρόχαρτου ήταν το ροζ για να μην μπορούν οι αγρότες να τα μεταπωλήσουν στην αγορά.

  1. - Διορίστηκες μωρή κουφάλα έμαθα. Άντε και καλή αρχή!
    - Ναι καλά, έχω πρώτα αγροτικό στο Γαϊδουρονήσι. Τα γαϊδούρια εκεί με στείλανε.

  2. - Κοίτα ρε Θανάση, τώρα που βρήκα λίγο αλβανό ξεμείναμε από χαρτάκια, την Παναχαϊκή μου μέσα!
    - Κάτσε ρε, έχω 'γώ κάτι αγροτικά από το γέρο μου.
    - Αρχίδια γάρο θα κάνουμε ρε μαλάκα. Άσε που θα βρωμάει, θα ξεκολλάει κιόλας.

(από perkins, 20/06/10)(από perkins, 20/06/10)(από perkins, 20/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για πιπίνια που δεν έχουν περιττά ξίγκια, αερόσακους (κεντρικούς και πλευρικούς) και είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.

Ο όρος είναι δάνειο από την γλώσσα των χασάπικων, όπου τον χρησιμοποιεί ο κρεοπώλης για να επαινέσει την πραμάτεια του, ότι δηλαδή δεν χρεώνει στον πελάτη κατιμάδες.

- Τό 'φαγες το μωρό σκατόγερε;
- Άντε ρε λιγούρη που θα με πεις και σκατόγερο!
- Καλό ε;
- Μόνο; Δεν πετάς τίποτα, ούτε ξάφρισμα δεν ήθελε!

Πετας σχεδόν τα πάντα και ξαφρίζεις αιώνες ολάκερους (από perkins, 19/06/10)μόνο τα κόκκαλα πετας, και αν.. (από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεκδοχικά ονομάζεται έτσι η γκόμενα που φοράει νταγκαντούγκα, κουραδοκόφτη δηλαδή η πορδοκόφτη.

Σημείωση: νταγκαντούγκα λέγεται το τάγκα βρακάκι (ο θεός να το κάνει) διότι όταν φαίνεται η κωλοχαράδρα σε κόρη βαδίζουσα, οι παρατηρητές βλέπουν τα ημικώλια να κουνιούνται διαδοχικά και συστηματικά και εικάζουν με το άρρωστο μυαλό τους ότι παράγεται ήχος όμοιος με αυτόν της χαρμόσυνης ακολουθίας των εκκλησιών.

- Τι κάθεσαι ρε πεθαμένε στο πεζούλι με την περιπτερόμπυρα ανά χείρας;
Τηλεόραση βλέπεις;
- Ξεκόλλα εξυπνάκια μου, περνάνε συνέχεια κάτι νταγκαντούγκες... δεν πετάς τίποτα!

(από perkins, 19/06/10)(από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γράσο (grasso) είναι λιπαντικό στοιχείο για μηχανήματα παντός τύπου, τα οποία έχουν κινητά μέρη και χρήζουν λίπανσης για μείωση της τριβής και συνεπακόλουθα της θερμοκρασίας και της φθοράς. Επίσης χρησιμοποιείται κι ως συντηρητικό για μεταλλικά τμήματα αντικειμένων που δεν πρέπει να οξειδωθούν επ' ουδενί, όσο κι αν παραμείνουν αχρησιμοποίητα.

Στη στρατιωτική σλανγκ, γράσα είναι οι νεοσύλλεκτοι, οι οποίοι μόλις ξεαμπαλαρίστηκαν εκ της συσκευασίας των και δόθηκαν ως δώρο στους παλιούς, με σκοπό την βελτίωση της καθημερινότητάς των τελευταίων.

Επειδή δε, το εν λόγω δώρο πρέπει να λειτουργεί απροβλημάτιστα για πολλούς μήνες (μέχρι ο παλαίουρας να απολυθεί), έχει προβλεφθεί η επικάλυψή του με γράσο, το οποίο άλλωστε δηλοί και την καινουργίλα του.

Υ.Γ.: Τα αυτιά των νεοσυλλέκτων (που δεν ακούνε πάντα τις διαταγές των ανωτέρων καραβανάδωνή των παλιών) δεν γεμίζουν κερί, αλλά γράσο.

  1. ...2α Μ.Α.Λ (ΜΟΙΡΑ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΩΝ) 1988 ΤΑ ΓΡΑΣΣΑ ΤΟΥ 2ου και 3ου ΛΟΧΟΥ ΚΡΟΥΣΕΩΣ ΠΑΡΑΤΑΓΜΕΝΟΙ ΣΕ ΦΑΛΑΓΓΑ ΣΠΡΩΧΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΛΟΧΩΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΛΛΗΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΚΤΙΡΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΙ ΔΥΟ ΛΟΧΟΙ ΕΝΑΣ. ενα απ` αυτα τα γρασσα ημουν και γω. (απο φόρουμ για καψώνια ).

  2. Καραμήτρος...Καραμήτροοόοος.. δεν ακούς ρε νέωψ; Άντε ρε να βγάλεις τα γράσα απ 'τ' αυτιά σου... Τσακίσου!!!

για όλες τις χρήσεις (από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός απο αυτές τις σημασίες, λέγεται και για την επιτυχή προσπάθεια ψιλοώριμου επίδοξου επιβήτορα επί αρκετά μικρότερης ηλικιακά κόρης, την οποία πολιορκούσε για αρκετά μακρό χρονικό διάστημα.

Όπως είναι πρόδηλο, την συγκεκριμένη σχέση δεν την χαρακτηρίζουν οι αγαθές προθέσεις εκ μέρους του ανδρός, αλλά κυριαρχεί η κτητικότητα και τα παιχνίδια εξουσίας (μέσα - μέσα μπορεί και να πέφτουνε και τίποτα ψιλές).

Τι έγινε ρε γερομπισμπίκη, τη γρατζούνησες τη μικρούλα , τη γρατζούνησες; Κουφάλαααααααα!!!

Τη γρατζουνάει και στον υπνο .. (από perkins, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκάρτα, τα υπόλοιπα ή αποδέλοιπα. Αυτά που αφήνονται από όλους στο τέλος της διαλογής ως άχρηστα. Τα Β' διαλογής υλικά, τρόφιμα, ρούχα, ακόμη και μουνιά.

Τα συναντάμε ιδιαιτέρως στην Κεφαλλονιά και στη Λευκάδα, υποθέτω δε ότι θα χρησιμοποιείται και στα αποδέλοιπα των Επτανήσων. Στην Σάμο λέγονται αποδιαλεγούδια και έχουν την ίδια σημασία (αυτά που απέμειναν).

Προφάνουσλυ, ετυμολογικά ο όρος παράγεται από την πρόθεση «από» και το ρήμα «διαλέγω», ήτοι ξεδιαλέγω, ξεχωρίζω.

  1. - Πάρε μάτια μου καποσάντε* να νοστιμίσεις.
    - Ναι, που αφήκατε ούλα τα αποδιαλεούρια;

(*Στρείδι ή χτένι του Αμβρακικού κόλπου κυρίως.)

  1. Ρε πούστη άνδρα, άσε κάνα πιπίνι και για μας που να είναι αξιογάμητο. Μόνοτα αποδιαλεούρια δεν έχεις χτυπήσει σ' αυτή την κωλοσχολή!

Αποδιαλογέας ελαιοκαρπου (από perkins, 18/06/10)ο καποσάντες  (από perkins, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παδέλα σώζεται ακόμα έτσι στην Λευκάδα και στην Κεφαλονιά (υποθέτω και στα υπόλοιπα Επτάνησα), ή αλλιώς padella ή padela, paielle.

Είναι σκεύος με πολύ μεγάλο παρελθόν και αναφορές ήδη από την εποχή της ακμής της Πομπηίας. Με την πάροδο των χρόνων διαδόθηκε σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη, χάνοντας τα αρχικά της χαρακτηριστικά (χαμηλό και φαρδύ πήλινο σκεύος μαγειρικής) και αποκτώντας ένα πλήθος παραλλαγών.

Μια απ' αυτές είναι η ισπανική παραλλαγή, η paella, ένα μεταλλικό τηγάνι με δύο χειρολαβές, που χρησιμοποιείται για τη παρασκευή της ομώνυμης συνταγής της παέλια. Επίσης άλλη παραλλαγή είναι η πήλινη φαρδιά γάστρα χωρίς καπάκι που μπαίνει στο φούρνο. Άλλη παραλλαγή είναι και η πήλινη φαρδιά λεκάνη για ανάμειξη των υλικών της μαγειρικής. Η πιο διαδεδομένη και γνωστή ωστόσο παραλλαγή της είναι αυτή για το τηγάνισμα και το σωτάρισμα, η επονομαζόμενη lionese (από τη Λυών).

Μπορεί δηλαδή να είναι τ. τηγάνι, γουόκ, κατσαρόλα, πήλινη γάστρα (χωρίς καπάκι) και πήλινη λεκάνη. Χαρακτηριστικό αναφοράς γι' αυτά τα σκεύη αποτελεί το χαμηλό ύψος και η αρκετά μεγάλη διάμετρος τους, άνω των εικοσιτεσσάρων εκατοστών.

Σλανγκοϊδιωματικά παράγωγα της λέξης παδέλα είναι:

  • παδελομούτρης, : στρογγυλοπρόσωπος, -η
  • παδελοφούσκης: ακόμη πιο στρογγυλοπρόσωπος (παδέλα + φούσκα)
  • το υ το παδέλα: το ύψιλον της πρώτης δημοτικού

1)......Εμείς πάντως στο σπίτι είχαμε μοσχάρι σπιτίσιο γιουβέτσι, σε πήλινη παδέλα στο φούρνο,με φρέσκια ντομάτα απο τον κήπο και ντόπιο τυρί.Όλα σπιτικά,εκτός απο την παδέλα που την αγοράσαμε τα Χριστούγεννα στη λίμνη Πλαστήρα.Αυτή η πήλινη παδέλα κάνει πεντανόστιμο το φαγητό ,φτού μην τη ματιάσω και μου σπάσει....(απο φόρουμ με συνταγες μαγειρικής.)

2)-Μάνα την αγαπάω! -Ποιά μωρέ πάλαι πίσω..; -Τη Μαριγούλα,... τση Τασίας....αυτήνη.. -..αυτήνη την παδελομούτρω; Τι τση ζήλεψες; που 'ναι τα μουσούδια τση λες και τηνε τσιμπήσανε χίλιοι σερσέλοι;

(από perkins, 17/06/10)Vespa Crabro Linnaeus  ή σέρσελας (από perkins, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική σλανγκ λέπια ονομάζονται κάποια μικρά αυτοκόλλητα λευκά χαρτάκια που βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά κάθε υφασμάτινου κομματιού των ρούχων του νεοσύλλεκτου (τσέπες, μανίκια, γιακάδες, κουτουλού).

Υποψιάζομαι ότι αυτά τα κολλάνε στο εργοστάσιο, στην «Κοπή» στο Κερατσίνι, πάνω στα υφάσματα πριν τα ενώσουν ράβοντάς τα, πριν δηλαδή το ρούχο πάρει την τελική του μορφή και είναι κάτισαν δείκτες - οδηγοί.

Επειδή λοιπόν τα συγκεκριμένα ρούχα απευθύνονται σε σίγουρο τάργκετ γκρουπ και μάλιστα δωρεάν, κανείς από τους εργάτες δεν προβλέπεται να τα ξεκολλήσει όταν πια αυτά δεν είναι απαραίτητα.

Οπτικά μοιάζουν με τα χαρτάκια που αναγράφουν τις τιμές στα κατά τόπους ψιλικατζίδικα. Καθώς λοιπόν τα καινούρια στρατιωτικά ρούχα τα φοράνε οι νέοι που λέγονται και ψάρια, τα χαρτάκια ονομάστηκαν λέπια.

- Ψαρά, τα έβγαλες τα λέπια;
- Ποια;
- Α καλά, εσύ είσαι πολύ γκάου-μπίου!

To ψαρι με τα μεγαλυτερα λέπια. (από perkins, 15/06/10)Ψαρι χωρις λέπια-έχει το μπικίνι όμως, απο μέσα. (από perkins, 15/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά λαμπάκια (λυχνίες) των οργάνων στα πάνελ διαφόρων μηχανημάτων, κυρίως όμως αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και σκαφών.

- Έλα, λέγε, με πόσα πάμε;
- Δε βλέπω ρε γαμώτο, έχει καεί κι η ψείρα απ' το κοντέρ...

Use common sense! (από MXΣ, 16/06/10)@ patsis (από jesus, 16/06/10)

βλ. και περίπτωση 4, ορισμός ironick για το ίδιο λήμμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified