Αυτό που γίνεται το μαμόθρεφτο όταν μεγαλώσει. Αφορά αποκλειστικά άντρες.
Ρε, τι μπουκμαμάς είναι αυτός, για ό,τι και να κάνει ζητάει άδεια από τη μάνα του, ήμαρτον πια, 40 χρονώ έφτασε.
Αυτό που γίνεται το μαμόθρεφτο όταν μεγαλώσει. Αφορά αποκλειστικά άντρες.
Ρε, τι μπουκμαμάς είναι αυτός, για ό,τι και να κάνει ζητάει άδεια από τη μάνα του, ήμαρτον πια, 40 χρονώ έφτασε.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η αλεπού.
Μτφ. το μούτρο, ο περπατημένος, αυτός που έχει ψηθεί στη ζωή, ξέρει όλα τα κόλπα και δε μπορεί να του τη φέρει κανείς. Ο πονηρός.
(Βλέποντας το Μίκυ Ρουρκ στην τηλεόραση στη φάση της παρακμής του):
Κοίτα ένα λούπο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος με χαζό παρουσιαστικό.
Σαν τον σβόμπο είσαι, φτιάξε λίγο τα μαλλιά σου πριν βγεις έξω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.
Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.
Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.
Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.
Βλέπε και γαλλικό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιτίθεμαι. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει επιθέσεις από σκυλιά.
Όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, σημαίνει επιτίθεμαι συνήθως με άγαρμπο και πρωτόγονο τρόπο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ειδικότερη έκφραση είναι η: «βάζω την ουρά μου στο μούσκιο» που σημαίνει βαυκαλίζομαι.
- Πού πάτε;
- Σινεμά, θα δούμε το γρανίτα από λεμόνι Νο. 200 (πού το θυμήθηκα τώρα αυτό)
- Α, ωραία θα έρθω και εγώ.
- Εσύ μη βάζεις την ουρά σου στο μούσκιο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πυθαγόρειο θεώρημα (αργκό) = το τεσσαράγωνο της παρακατιανής τεντώστρας πατσίζει με τη σούμα των δύο απέναντι παϊδιών που σκουντουφλιούνται κατακέφαλα.
Προσέξτε ότι ο ορισμός δεν είναι σωστός, γιατί θα έπρεπε να γράφει «με τη σούμα των τεσσαραγώνων... κατακέφαλα», εντούτοις είναι ο αυθεντικός που κυκλοφόρησε για πλάκα στα σχολεία πριν από πάρα πολλά (τι θυμήθηκα τώρα) χρόνια.
Το κλασσικό, όπως μου το έχουν διηγηθεί:
- Κώστα παιδί μου, πες μας τι λέει το πυθ. θεώρημα.
- Το τεσσαράγωνο της παρακατιανής τεντώστρας πατσίζει με τη σούμα των δύο απέναντι παιδιών που σκουντουφλιούνται κατακέφαλα.
Λέγεται ότι ο καθηγητής που το άκουσε ψάρωσε τόσο που το πέρασε για σωστό, χωρίς να προσέξει τη μικρή (αλλά ουσιώδη) παράλειψη που ανέφερα στον ορισμό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πιο σωστά «γυρνάω τα ξεροτύρια». Είναι η δουλειά που απαιτείται για κάποια είδη τυριού που πρέπει πρώτα να στεγνώσουν πριν μπουν στην παραγωγή.
Χρησιμοποιείται ειρωνικά όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον που ξέρουμε ότι κωλοβαράει. Βασικά μου το λέει η μάνα μου όταν γυρνάω από καμιά καφετέρια.
Επ, τι έγινε πού χάθηκες, γυρνάς τα ξεροτύρια;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κοιλαράς.
Μην τρως άλλο μωρέ! Θα γίνεις σα μπακαφούσκας!
Και μπαφούσκας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified