Η γυναίκα με πολύ μικρό έως ανύπαρκτο στήθος.

- Ωραίο γκομενάκι η Μαρία, ε;
- Τί λες μωρέ; Σα σιδερώστρα είναι! Την έχεις δει ποτέ προφίλ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά το μικρό ανδρικό γεννητικό μόριο.

- Λέει τίποτα ο Μήτσος τελικά στο κρεβάτι;
- Τρίχες, φιλενάδα. Φασόλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαπιοκάραβο, ο σκυλοπνίχτης. Προέρχεται από τη ναυτική ορολογία που σημαίνει το εγκάρσιο διαχωριστικό του σκαριού (φρακτή ή διάφραγμα).

- Ταξιδέψατε καλά από τα Κύθηρα;
- Άσε ρε! Μας βάλαν σε ένα μπουλμέ άλλο πράμα! Ξερνούσαμε σε όλο το ταξίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προετοιμασία και καθαριότητα του πρωκτού πριν το πρωκτικό σεξ.

Γίνεται με τη χρήση του σωλήνα του τηλεφώνου του μπάνιου χωρίς το τηλέφωνο, ο οποίος τοποθετείται εντός της πρωκτικής χώρας και με καυτό νερό πραγματοποιεί κάτι σαν κλύσμα. Είναι σαφής η σχέση της λέξης με τον κώλο. Προέρχεται δε από τη γαλλική λέξη décoller (= ξεκολλάω / απογειώνομαι) > décollage.

- Τί έκανες τόση ώρα στο μπάνιο;
- Άσε, έκανα ένα ντεκολάζ άλλο πράμα! Πολύ το φχαριστήθηκα!

Σαρλ ντε(γ)κόλ. Το (γ) δε μοιάζει με τον πέοντα και τη συνοδεία του; (από GATZMAN, 14/11/10)

Βλέπε και γκαζόζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας, ο ανόητος. Κομψός και (υποτίθεται) έξυπνος τρόπος να ονομάζεις κάποιον βλάκα.

Οι βλακέντιοι των ΜΜΕ έχουν χαρακτηρίσει την πολιτική μας ανόητη. Δε θα πέσω στο επίπεδό τους να τους απαντήσω δεόντως.

. (από MXΣ, 29/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των μοτοσυκλετιστών, η βεβιασμένη και ενίοτε επικίνδυνη έξοδος από το δρόμο σε ανοιχτές στροφές. Υπονοεί ότι το θύμα της περίστασης έχει σταματήσει στο χωράφι έξω από το δρόμο, το οποίο θέλει να αγοράσει ή έχει αγοράσει ήδη.

Παίρνω φέτα στροφή, μου πετάγεται ένα τρακτέρ μπροστά και αγοράζω ένα χωράφι άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των μοτοσυκλετιστών (σε γ' πρόσωπο πάντα), αυτό που συμβαίνει όταν οι στροφές του κινητήρα δεν είναι ικανές να στηρίξουν την ανάλογη ταχύτητα και επέρχεται επιβράδυνση του οχήματος.

- Γιατί ρε μαλάκα έμεινες πίσω στη στροφή;
- Άσε, μου κρέμασε η τρίτη και μέχρι να κατεβάσω δευτέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χείριστη μορφή χυδαίας και κοινής γυναίκας. Εκ του σκατού και της καριόλας. Βλ. για τη χρήση της ατάκα του Εθνικού Πορνοστάρ Γκουζκούνη.

Τί κώλος είναι αυτός;! Πάρτα όλα μωρή σκατοκαριόλα!

Καταληκτική λέξη του πανούσειου άζματος (από Khan, 03/06/14)Και στη ντεκαφεϊνέ εκδοχή του Φοίβου Δεληβοριά (από Khan, 03/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό σπέρμα. Παραφθορά ονόματος προϊόντων και υποπροϊόντων γάλακτος.

- Θα μου πάρεις ένα Μίλκο από το ΚΨΜ;
- Να σε κεράσω καλύτερα ένα Πεο-μιλκ; Τράβα πάρε μόνος σου ρε!

βλ. και πέο τζους

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μακρύ και ενίοτε άχαρο πόδι.

Ρε, πάρε τις αρίδες σου από το τραπέζι! Τί το πέρασες εδώ μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published